Αυτές τις μέρες προβάλλεται στο σινεμά το θανατερό «Oh, Canada» (2024), που σηματοδοτεί την επανένωση του Πολ Σρέιντερ με τον άνθρωπο που έκανε σταρ τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα, ακριβώς στις αρχές των ’80s. To «Call Me» των Blondie, η πανάκριβη κούρσα, τα ραφινάτα Armani, τα σέξι, εφαρμοστά σλιπ βρήκαν το ιδανικό ταίρι τους στο μαγνητικό πρόσωπο και στο καλοσμιλεμένο σώμα του νεαρού Ρίτσαρντ Γκιρ, που ενσάρκωσε με φινέτσα τον «American Gigolo» (1980), καλωσορίζοντας τα γυαλιστερά ’80s και καταδεικνύοντας την καταστροφική μετάβασή μας σε μια κοινωνία υπερβολής και ασύδοτης κατανάλωσης, μα αυτή είναι η σκοτεινή πλευρά μιας ταινίας που (μάλλον) αγαπήθηκε για τους λάθος λόγους. Από μια πλευρά, όμως, καταλαβαίνουμε την αιτία της παρερμηνείας. Πώς να αντισταθείς μπρος στο άστρο ενός ηθοποιού με τόσο έκδηλη πρωταγωνιστική στόφα που απλώς περίμενε τον κατάλληλο ρόλο στη σωστή ταινία για να εκτοξευθεί στη στρατόσφαιρα, προκαλώντας θαυμασμό (και ονειρώξεις) σε μυριάδες σινεφίλ (και μη) εκεί έξω;
Επί της ουσίας, η μεγάλη περιπέτεια του Ρίτσαρντ Γκιρ στο σινεμά είχε ξεκινήσει μόλις λίγα χρόνια νωρίτερα, με τον πρώτο του σημαντικό ρόλο να έρχεται στο πολυσυζητημένο «Looking for Mr. Goodbar» (1977). Για κάποιους μια βαθιά μοραλιστική ταινία, για άλλους γνήσια φεμινιστική, αποτέλεσε την τελευταία αναλαμπή της καριέρας του Ρίτσαρντ Μπρουκς («In Cold Blood», «Cat on a Hot Tin Roof», «Lord Jim», μεταξύ άλλων) και βρίσκει τον Γκιρ στον ρόλο ενός από τους προβληματικούς αρσενικούς που συναντά η Νταϊάν Κίτον κατά τη μεγάλη ερωτική της περιπέτεια, η οποία επικυρώνει την ανισότητα της σεξουαλικής επανάστασης − για τους άνδρες, βλέπεις, δεν ενείχε ανάλογο κίνδυνο. Πρόκειται για έναν τρομερά αρνητικό χαρακτήρα, έναν κτητικό αρσενικό, μίλια μακριά από την ευγενική περσόνα που έχουν στον νου τους όσοι γνωρίζουν τον Ρίτσαρντ Γκιρ από τις λαοφιλείς ρομαντζάδες του αλλά και τις εμφανίσεις του στη δημόσια σφαίρα.
Ίσως σας είναι δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά ο Ρίτσαρντ Γκιρ, παρά τα τόσα χρόνια καριέρας, δεν έχει βρεθεί ποτέ του υποψήφιος για Όσκαρ. Βλέπεις, ποτέ δεν προχώρησε σε δραματικές σωματικές αλλαγές και μεταμορφώσεις για τις ανάγκες του ρόλου, κι ακόμα κι αν ο τελευταίος διαθέτει σκηνές υψηλότερων δραματικών απαιτήσεων, ο Γκιρ θα επιλέξει την οδό της υποδήλωσης.
Την αμέσως επόμενη χρονιά θα τον χρειαστεί ο Μάλικ στο σπουδαίο «Days of Heaven» (1978) του, ως μέλος του καμβά που έστησε. Ο θρύλος θέλει τα γυρίσματα να πραγματοποιούνται κυρίως κατά το ημίωρο της magic hour και ουσιαστικά από αυτή την ταινία ξεκινά ο Μάλικ που ξέρουμε, το σινεμά του οποίου δεν πριμοδοτεί ιδιαίτερα τους ηθοποιούς, αλλά όλοι καίγονται να γίνουν μέρος του, ακόμα κι αν η εμφάνισή τους αφαιρεθεί από το τελικό cut της ταινίας. Έναν χρόνο μετά ο Γκιρ θα πρωταγωνιστήσει στο ανέβασμα του σημαντικού για τον queer θεατρικό κανόνα «Βent» στο Μπρόντγουεϊ, λαμβάνοντας αποθεωτικές κριτικές. Και μετά ήρθε ο «Ζιγκολό» –τα γράψαμε γι’αυτόν− και τον διαδέχτηκε το κοσμαγάπητο «An Officer and a Gentleman» (1982), με την Ντέμπρα Γουίνγκερ, με τη διόλου ευκαταφρόνητη οσκαρική παρουσία και με εκείνη τη σκηνή μπροστά στο τζουκ μποξ. Τα ταμεία θα αναστενάξουν και η στολή θα θεμελιώσει το στάτους του ως sex symbol.

Ο Γκιρ αποδεικνύεται «διστακτικός» σταρ∙ θα εξαργυρώσει το σουξέ του όχι με ρόλο καρδιοκατακτητή σε μια μεγάλη παραγωγή για το ευρύ κοινό, αλλά με ένα ριμέικ του γκονταρικού «Breathless» πιο ενδιαφέρον από όσο θα περίμενες, αναμενόμενα χλιαρών εισπρακτικών επιδόσεων, αν και σχετικά ενισχυμένων λόγω της παρουσίας του. Και θα συνεχίσει με το «Cotton Club» (1984) του Φράνσις Φορντ Κόπολα, μια ταινία που θα παρεξηγηθεί, φέροντας τη στάμπα μιας επιστροφής του σκηνοθέτη του «Νονού» στο γκανγκστερικό είδος, ενώ τον Κόπολα στην πραγματικότητα τον αφορούσαν η μουσική, οι άνθρωποί της και η ενσωμάτωση της τζαζ στην αισθητική. Παρεμπιπτόντως, είναι ο ίδιος ο Γκιρ που παίζει μουσική στην ταινία, σε όποια σκηνή τον βλέπετε, όποιο όργανο κι αν έχει μπροστά του. Ο ηθοποιός είναι, όπως λένε, εξαιρετικός τρομπετίστας, στο λύκειο έγραφε μουσική για τις σχολικές παραστάσεις, παίζει επίσης κιθάρα και πιάνο – προτρέχουμε, αλλά στη διάσημη σκηνή του «Pretty Woman» στο πιάνο ακούμε ακόμα μια δική του σύνθεση.
Το «Cotton Club» θα είναι η πρώτη από μια σειρά εισπρακτικών αποτυχιών αλλά καλλιτεχνικά ριψοκίνδυνων επιλογών μέσα στη δεκαετία, ανάμεσά τους και το «King David» (1985), που αγάπησε πολύ η εγχώρια ιδιωτική τηλεόραση. Όλες τους ήταν ταινίες που φανέρωναν την επιθυμία του Γκιρ να παίξει σε ρόλους άλλου τύπου, να μη συνεχίσει στο καλούπι που, δεδομένα, θα του εξασφάλιζε μια μετεωρική πορεία. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι, έχοντας ασπαστεί τον βουδισμό από τα τέλη των ’70s, ο ηθοποιός επισκεπτόταν (και συνεχίζει να επισκέπτεται) τακτικά τον Δαλάι Λάμα και την εποχή εκείνη αρχίζει να τοποθετείται ανοιχτά υπέρ της ανεξαρτησίας του Θιβέτ, καθιστώντας τον εαυτό του άτυπα persona non grata για κάποιες παραγωγές, προκειμένου να μη δυσαρεστηθούν οι Κινέζοι.
Ίσως όχι τυχαία, εκείνη την περίοδο κυκλοφορεί για αυτόν ένας από τους πιο εξωφρενικούς αστικούς μύθους που ακούσαμε ποτέ, ότι και καλά χρειάστηκε χειρουργική επέμβαση για να αφαιρεθεί από τον πισινό του ένα… τρωκτικό (σ.σ. για την ακρίβεια ένας γερβίλος), τον οποίο ο ηθοποιός τοποθέτησε εκεί για την προσωπική του ευχαρίστηση. Όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις, η «Εθνική Ψευτών» ανέλαβε δράση και οι φυλλάδες θα φιλοξενούσαν συνεντεύξεις από νοσοκόμες που «είχαν βάρδια εκείνη τη νύχτα», από ταξιτζήδες που «τον μετέφεραν στα επείγοντα», ακόμα κι από ζευγάρι που υποστήριξε πως ήταν οι «ιδιοκτήτες του τρωκτικού». Η εν λόγω παντελώς ανυπόστατη φήμη θα αναζωπυρωθεί στα ’90s, όταν ο ηθοποιός είναι πιο δημοφιλής από ποτέ και αξιοποιεί τον δημόσιο λόγο του για να στηρίξει τον αγώνα του Θιβέτ για την ανεξαρτησία, και θα καταστεί στοιχείο της ποπ κουλτούρας – υπάρχει, π.χ., σχετική αναφορά στο «Scream» (1996) του Γουές Κρέιβεν, αποτέλεσε και έμπνευση για ένα από τα διασημότερα σκετς της σειράς «South Park», το «Ballad of Lemmiwinks».



Για να επιστρέψουμε στη σοβαρότητα, όμως, κι επειδή τα παραπάνω δεν συνάδουν με την ιδιοσυγκρασία του Γκιρ, που ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να ασχοληθεί με αυτή την αστειότητα –είπαμε, λίγοι σταρ εκεί έξω τον συναγωνίζονται σε σεμνότητα−, μαζί με την έλευση της δεκαετίας του ’90 ξεκινάει και μια λαμπρή περίοδος γι’ αυτόν. To «Internal Affairs» (1990) τον ενώνει με έναν από τους κορυφαίους νέους δημιουργούς της περιόδου, τον Μάικ Φίγκις, το στρατοσφαιρικής επιτυχίας «Pretty Woman» (1990) τον μετατρέπει σε ρομαντικό πρωταγωνιστή πρώτης γραμμής και κάποιον που το κοινό του θέλει (και) για σχέση εκτός από σεξ, ενώ ταυτόχρονα θα γίνει ο μοναδικός Αμερικανός σταρ –εκτός κι αν λογαριάσουμε και τον Σκορσέζε για τέτοιον− που θα καταγράψει στο ενεργητικό του συνεργασία με τον Ακίρα Κουροσάβα, στην τόσο άδικα ξεχασμένη (και τόσο λυρικά τιτλοφορούμενη) «Ραψωδία τον Αύγουστο» (1991).
Γενικώς, αν βάλετε κάτω το βιογραφικό του Γκιρ, τους δημιουργούς με τους οποίους έχει συνεργαστεί (Κόπολα, Κουροσάβα, Άλτμαν, Λιούμετ, Μάλικ, Ρίτσαρντ Μπρουκς, Πολ Σρέιντερ, Τζον Σλέσιντζερ, Ρόμπερτ Μάλιγκαν, Τοντ Χέινς μεταξύ άλλων) και τα πρότζεκτ που επέλεγε στην ακμή του, θα διαπιστώσετε ότι έχουμε να κάνουμε με σταρ που λογαριάζει το βιογραφικό του ψηλότερα από τη μετοχή του στο χολιγουντιανό star system. Ναι, μπορεί η φρενίτιδα του «Pretty Woman» και ο γάμος του με τη Σίντι Κρόφορντ να διατηρούσαν το όνομά του στην (παρα)κινηματογραφική επικαιρότητα, ο ίδιος, όμως, για ακόμα μια φορά θα εξαργύρωνε αυτήν τη λευκή επιταγή δοκιμάζοντας, π.χ., να πρωταγωνιστήσει ξανά στη διασκευή γαλλικού διαμαντιού, αυτήν τη φορά του «Choses de la Vie» (1970) του μεγάλου Κλοντ Σοτέ, στο υπερβολικά επεξηγηματικό και ατυχέστατο «Intersection» (1994) – όποιος σκέφτηκε ότι ιδανική αντικαταστάτρια της Ρόμι Σνάιντερ είναι η Λολίτα Νταβίντοβιτς, θα έπρεπε να καρατομηθεί.
Rhapsody in August - by Akira Kurosawa - Richard Gere
Ο Γκιρ φαίνεται να εφάρμοσε για λίγο το κλασικό χολιγουντιανό αξίωμα «one for you, one for them» κι έτσι ισορρόπησε αυτά τα ιδιαίτερα πρότζεκτ με εγχειρήματα εμπορικότερου προσανατολισμού. Θα γίνει Λάνσελοτ για τις ανάγκες του «First Knight» (1995), θα εγγραφεί στον δικηγορικό σύλλογο υπερασπιζόμενος έναν ανερχόμενο (και σαρωτικό) Έντουαρντ Νόρτον στο «Primal Fear» (1996), θα κυνηγήσει και τον Κάρλος το Τσακάλι, που αυτήν τη φορά είχε τη μορφή του Μπρους Γουίλις, στο «Jackal» (1997). Η δεκαετία θα κλείσει πανηγυρικά με την ανάδειξή του σε πιο σέξι άντρα του πλανήτη από το περιοδικό «People» και με την επανένωση με τον σκηνοθέτη και τη συμπρωταγωνίστρια του «Pretty Woman». Στο «Runaway Bride» (1999) του Γκάρι Μάρσαλ, τα κόζα αλλάζουν και η «Σταχτοπούτα» Τζούλια Ρόμπερτς δεν βλέπει τον γάμο με τον «πρίγκιπα» σαν όνειρο αλλά σαν εφιάλτη. Χαμός και πάλι στο box-office, με την καλή πίστη του κοινού για τον πρωταγωνιστή να φέρνει ικανοποιητικά εισιτήρια και στην περίπτωση του «Autumn in New York» (2000), μιας ταινίας την οποία δεν έχουμε μεν καταγεγραμμένη στα τετράδιά μας ως σκουπίδι, αλλά ομολογουμένως κάνει το «Love Story» (1970) του Άρθουρ Χίλερ να μοιάζει με αριστούργημα.
Αφού διαγράψει και τον Ρόμπερτ Άλτμαν από την bucket list του με το έλασσον «Dr. T and his women» (2000), θα γίνει κι αυτός μέρος του trend που γέννησε η «Έκτη Αίσθηση» –μεταφυσικά θρίλερ με σταρ στη μαρκίζα και ανατροπή στο φινάλε− πρωταγωνιστώντας στο ατμοσφαιρικό «Τhe Mothman Prophecies» (2002), μια ταινία που μεταχειρίζεται με ευαισθησία τη διαχείριση της θλίψης μετά την καταστροφή.
Ακριβώς την ίδια χρονιά θα επιχειρήσει για τρίτη φορά στην καριέρα του αγγλόφωνη διασκευή μεγάλης δόξας του γαλλικού σινεμά, επιβεβαιώνοντας το γνωστό κλισέ, καθώς προέκυψε όντως η φαρμακερή. Στο «Unfaithful» (2002) του Έιντριαν Λάιν ο Γκιρ δεν υποδύεται τον εραστή αλλά τον απατημένο σύζυγο. Χαμηλώνει περισσότερο τους τόνους, αφενός για να μην επισκιάσει τον ερωτικό ανταγωνιστή Ολιβιέ Μαρτίνεζ –που έχει τη γοητεία μοντέλου, αλλά, σοβαροί να είμαστε, αν ο Γκιρ παίξει σαν σταρ, τρώει δέκα Μαρτίνεζ στην καθισιά του−, αφετέρου γιατί η ταινία ανήκει στην Νταϊάν Λέιν, σε μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ριμέικ που, αντί να επαναλαμβάνει το πρωτότυπο –την καλύτερη ταινία του Σαμπρόλ, το «La Femme Infidele» (1969)− έρχεται σε διάλογο μαζί του, δημιουργώντας ένα συναρπαστικό, άτυπο δίπτυχο. Εδώ οφείλουμε αναφορά και στο καταπληκτικό score του Γιαν Κατσμάρεκ. «Ερωτική μελαγχολία με γαλλική εσάνς θέλω», του είπε ο Λάιν, «ορίστε, μπροστά σου την καταθέτω», απάντησε ο Πολωνός συνθέτης που χάσαμε πρόωρα πέρυσι, και το αποτέλεσμα ήταν μελωδίες που συντρόφευσαν άπειρες νύχτες σύγχυσης και δακρύων – και επιστρατεύτηκαν επανειλημμένα από τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη για να ντύσουν μουσικά σκηνές από τις σειρές του.
Κι όμως, ακόμα δεν ξεμπερδέψαμε με το φοβερό 2002 του ηθοποιού, το οποίο έκλεισε με την κινηματογραφική διασκευή του «Chicago» (2002) διά χειρός Ρομπ Μάρσαλ. Ο Γκιρ είναι έκτακτος στον ρόλο του μπαγαπόντη δικηγόρου Μπίλι Φλιν και εντυπωσιάζει όσους αγνοούσαν την προϋπηρεσία του στο μιούζικαλ – πλην της μουσικής παιδείας, στα ’70s είχε πρωταγωνιστήσει σε ανέβασμα του «Grease» στο West End. Θα κερδίσει υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα Β’ Ανδρικού Ρόλου και θα δει το όνομά του στα βραβεία των περισσότερων Ενώσεων. Παρά τη φόρα της ταινίας, όμως, και παρά το αφήγημα της τελειοποίησης των ικανοτήτων του στις κλακέτες για τις ανάγκες της, ο ηθοποιός δεν θα αποτελέσει μέρος του οσκαρικού θριάμβου της. Έπεσε σε χρονιά με τρομερό ανταγωνισμό στην κατηγορία: είχε Πολ Νιούμαν στο «Road to Perdition» –αξέχαστο το βλέμμα του στην τελευταία του σκηνή−, Εντ Χάρις στο «Hours» του Στίβεν Ντάλτρι, Κρίστοφερ Γουόκεν στο «Catch me if you can», Κρις Κούπερ στο «Adaptation», που το πήρε –η τελευταία μας επιλογή, αν μας ρωτάτε−, αλλά και τον συμπρωταγωνιστή του στην ταινία, Τζον Σ. Ράιλι, που διέθετε και το bonus της ταυτόχρονης συμμετοχής σε ακόμα δυο μεγάλες οσκαρικές ταινίες της χρονιάς, τις προαναφερθείσες «Ώρες» και τις σκορσεζικές «Συμμορίες της Νέας Υόρκης», αλλά κι ένα πολύ πιο πιασάρικο νούμερο στην ταινία, το «Mr. Celophane».

Ίσως σας είναι δύσκολο να το πιστέψετε, αλλά ο ηθοποιός, παρά τα τόσα χρόνια καριέρας, δεν έχει βρεθεί ποτέ του υποψήφιος για Όσκαρ. Βλέπεις, ποτέ δεν προχώρησε σε δραματικές σωματικές αλλαγές και μεταμορφώσεις για τις ανάγκες του ρόλου, κι ακόμα κι αν ο τελευταίος διαθέτει σκηνές υψηλότερων δραματικών απαιτήσεων, ο Γκιρ θα επιλέξει την οδό της υποδήλωσης. Και η Ακαδημία έχει αποδείξει περίτρανα μέσα σε δεκαετίες λειτουργίας ότι σπάνια τιμά τέτοιες ερμηνείες.
Πέρα από τις συγκυρίες που δεν ευνόησαν, στα μάτια μας υπάρχει κι ένας άλλος, εμφανής λόγος: ο Ρίτσαρντ Γκιρ κάνει τα πάντα να μοιάζουν τόσο ανεπιτήδευτα, που τον παίρνουμε για δεδομένο, δεν προσέχουμε τι φέρνει στην οθόνη, πώς εμπλουτίζει μια ταινία με το στήσιμό του και την παρουσία του. Θα μας επιτρέψετε ένα μικρό άλμα στον χρόνο. Στο «Arbitrage» (2012), μια καταπληκτική ταινία που πέρασε απαρατήρητη, ο Γκιρ υποδύεται έναν άνθρωπο που συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, έναν αναίσχυντα αμοραλιστή χαρακτήρα που πασχίζει να κρατήσει την ψηλή θέση του εντός του Συστήματος. Ο Γκιρ, λοιπόν, θα πάρει αυτό τον χαρακτήρα και θα επιστρατεύσει ερμηνεία σταρ, θα βάλει τον μαγνητισμό του στην ψηλότερη σκάλα, όχι μόνο γιατί ξέρει ότι η πλήρης απώθηση μπορεί να πετάξει το κοινό εκτός ταινίας, αλλά επειδή η ταινία καταδεικνύει τη γοητεία που ασκεί στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό η ιδεολογία που πρεσβεύει ο χαρακτήρας – και για να λειτουργήσει αυτό και να εξυπηρετηθεί το γενικότερο καλλιτεχνικό όραμα, πρέπει πρώτα να υπάρξει γοητεία.
Σε άλλες εποχές το «Arbitrage» θα συζητιόταν όσο λίγες ταινίες της χρονιάς, το 2012 όμως είχαν αρχίσει να παίρνουν τη σκυτάλη τα διευρυμένα σύμπαντα και οι executives που δεν ξέρουν γρι από σινεμά. Ο ίδιος ο Γκιρ, δε, είχε περάσει ήδη εδώ και κάποιο διάστημα την εμπορική ημερομηνία λήξης που, μοιραία, έχουν οι περισσότεροι σταρ. Kατά τη δεκαετία από το «Chicago» ως το «Arbitrage» κρατάμε μόνο την ενσάρκωση μιας από τις περσόνες του Ντίλαν στο οβιδιακό «Ι’m not there» (2007) του Τοντ Χέινς και την εμφάνισή του στο «Hachiko» (2009) – κι εδώ μουσική Κατσμάρεκ, όσοι είχατε συμπτώματα αναφιλητών, κλάψατε δυο φορές παραπάνω εξαιτίας του σάουντρακ. Εμπορική επιτυχία είχαν μόνο το ριμέικ του «Shall we Dance» (2004) και η επανένωσή του με τη Νταϊάν Λέιν στο «Nights in Rodanthe» (2008).

Yπάρχει κι ένας άλλος λόγος που οι εμφανίσεις του περιορίζονται πια σε ανεξάρτητες παραγωγές. Το διάστημα εκείνο το Χόλιγουντ σύσφιξε τις σχέσεις του με την Κίνα, η οποία αποτελούσε πια μία από τις σημαντικότερες αγορές στον κόσμο. Και, όπως είπαμε και παραπάνω, ο Γκιρ είναι persona non grata για το κινεζικό καθεστώς. Ο ίδιος έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι παραγωγοί τού έχουν εκμυστηρευθεί πως δεν τον προσλαμβάνουν φοβούμενοι τις αντιδράσεις της Κίνας. Πρόβλημα δεν έχει πάντως. Συνεχίζει να συμμετέχει σε ανεξάρτητες παραγωγές, όπως στην αρχή της καριέρας του, και συνεχίζει να τοποθετείται πολιτικά, όποτε το κρίνει σκόπιμο, ανεξαρτήτως κόστους – μεταξύ άλλων, παραμένει ένθερμος υποστηρικτής του παλαιστινιακού αγώνα. Αν, λοιπόν, δεν τον έχετε δει ακόμα ως μέρος των απανταχού διευρυμένων υπερηρωικών συμπάντων, τώρα γνωρίζετε και τον λόγο.
Οι εμφανίσεις στο πανί αραίωσαν, επιχείρησε και τη μετάβαση στην τηλεόραση, όπου γνώρισαν την (εκ νέου) αποθέωση αρκετοί συνομήλικοί του, μα ούτε το «MotherFatherSon», ούτε το πρόσφατο «Τhe Agency», η μεταγραφή του γαλλικού σουξέ «Le Bureau» επί αμερικανικού εδάφους, χαιρετίστηκαν μαζικά από κοινό και κριτική. Ο ίδιος παραμένει συνεπής και πολύτιμος για τις παραγωγές στις οποίες εμφανίζεται, απλώς στέκεται εξαιρετικά άτυχος και τις βλέπουν ελάχιστοι – ή προκύπτουν μέτριες ταινίες. Ελπίζεις η συγκλονιστική ερμηνεία του στο «Oh Canada», έστω κι αν η ταινία πρακτικά πέρασε και δεν ακούμπησε, να θυμίσει ή να δείξει σε μια γενιά νεότερων κινηματογραφιστών τι μπορεί να κάνει και οι τελευταίοι να χρειαστούν τις υπηρεσίες του. Ταλέντο και γοητεία διαθέτει σε περίσσευμα, λίγη τόλμη χρειάζεται – όχι από τη δική του πλευρά, από εκείνη της βιομηχανίας και των ανθρώπων της.
H ταινία Oh, Canada κυκλοφορεί στους κινηματογράφους αυτή την Πέμπτη 22 Μαΐου.