H κυκλοφορία του σπαρταριστού «The Phoenician Scheme» στις αίθουσες έφερε στην επιφάνεια ξανά μια μεγάλη παρεξήγηση σε σχέση με το σινεμά του Γουές Άντερσον: αρκετοί υποστηρίζουν ότι για ακόμα μια φορά «κάνει την ίδια ταινία».
Ομολογουμένως, ο Άντερσον έχει ένα πολύ διακριτό στυλ. Τα παστέλ χρώματα, ο φετιχισμός με τα αντικείμενα, η συμμετρική mise-en-scène, οι πολύ συγκεκριμένες κινήσεις του φακού, η αναγωγή του διοράματος σε κινηματογραφική αρετή. Ωστόσο, δεν συμφωνούμε πως κάνει την ίδια ταινία. Για την ακρίβεια, δεν μας είναι νοητό να βλέπει κάποιος το «Asteroid City» και τους «Τένενμπαουμ» ή το «French Dispatch» και το «Fantastic Mr. Fox» και να λέει μετά ότι είναι ακριβώς οι ίδιες ταινίες.
Αλίμονο, δεκάδες τα παραδείγματα δημιουργών με δικό τους, διακριτό στυλ, με σταθερές θεματικές και με έργα-ψηφίδες ενός μεγαλύτερου work in progress. Και αλίμονο αν τους στηλιτεύαμε γι’ αυτό και μόνο. Θα μπορούσαμε να γράψουμε «φτάνει πια με την αναπαράσταση και τις ερμηνείες πρώτης ανάγνωσης, κύριε Λάνθιμε». «Επιτέλους, τι θα γίνει με τις νευρώσεις και τα ευφυολογήματα και τη νεοϋορκέζικη ιντελιγκέντσια, κύριε Άλεν;». «Ως πότε θα παίζετε με τα κορεσμένα χρώματα και τις queer αφηγήσεις, κύριε Αλμοδόβαρ;». «Τίποτα άλλο πέρα από πίνακες του Χόπερ και ήρωες της εργατιάς δεν γνωρίζετε, κύριε Καουρισμάκι;». Ή, ακόμα, «δεν βαρεθήκατε τη συμμετρία και το τακτοποιημένο χάος, κύριε Κιούμπρικ;» – ευτυχώς δεν ζει, για να το ακούσει ΚΑΙ αυτό, μαζί με άλλες σαχλαμάρες που έχουν γραφτεί σε βάρος του τα τελευταία χρόνια.
Η εμμονική έμφαση στο στυλ είναι μια προσπάθεια να κρατήσει ζωντανό έναν άλλο τρόπο φιλμοκατασκευής, που κινδυνεύει να χαθεί στη βιασύνη των σημερινών ηθών, στον οχαδερφισμό του «θα το φτιάξουμε στο post-production», στην αδιαφορία δημιουργών (και θεατών) για οτιδήποτε δεν βρίσκεται στο κέντρο του κάδρου ή στους υπότιτλους.
Κι έπειτα, σπανίζουν στις μέρες μας οι περιπτώσεις δημιουργών με τόσο προσωπικό στίγμα, ώστε να αρκούν μερικά δευτερόλεπτα τυχαίας παρακολούθησης για να αναγνωριστεί η δουλειά τους. Και, στα κιτάπια μας, αυτοί οι δημιουργοί, ως είδος προς εξαφάνιση, πρέπει να προστατευτούν. Δεν εννοούμε απαραίτητα να αποτιμηθούν ως σπουδαίοι – αξιέπαινη η φόρμα, αλλά απαιτείται και περιεχόμενο γι' αυτό. Βέβαια, ο Άντερσον, παρά τη συνήθη κατηγορία, έχει και τέτοιο, αλλά συνήθως πρέπει να σκαλίσεις πίσω από τη φόρμα για να το αλιεύσεις. Ίσως γι' αυτό από το «Isle of Dogs» και έπειτα επιχειρεί να ενσωματώσει το περιεχόμενο στη φόρμα, μάλλον αγανάκτησε ο άνθρωπος με αυτά που ακούει.
Έχουμε να γράψουμε πολλά επί του θέματος, φοβόμαστε όμως ότι θα μεταθέσουμε το κέντρο βάρους από το έργο του δημιουργού στην υποδοχή του, σε όσα γράφονται γι' αυτό υπό το πρίσμα ενός viral αφορισμού – μιας γενικευμένης σοσιαλμιντιακής τάσης δηλαδή, όμοιας, π.χ., με εκείνη που ξαφνικά μια μέρα θα επαινέσει μαζικά τη «γαματοσύνη» του Νίκολας Κέιτζ, όταν δεν κάνει κάτι διαφορετικό από εκείνο που λίγο καιρό πριν «κατέστρεφε τις ταινίες». Είναι καλύτερα να μιλήσουμε γι' αυτόν μέσα από τις ταινίες του, τις οποίες παραθέτουμε σε σειρά κατάταξης από τη χειρότερη προς την καλύτερη ή μάλλον από τη λιγότερο καλή προς την καλύτερη, καθώς για μας ο Άντερσον κακή ταινία δεν έχει στο ενεργητικό του – ίσως μία λίγο ενοχλητική.
13.
The French Dispatch (2021)
Το τρέιλερ της ταινίας
Το ασπρόμαυρο φίλτρο και η απόπειρα φόρου τιμής στη δημοσιογραφία αρκούν για να «μαλακώσουμε». Με λίγα πράγματα έχουμε γελάσει στη φιλμογραφία του όσο με τον τρόπο που η Λέα Σεϊντού εκτοξεύει το πινέλο του Μπενίσιο ντελ Τόρο στον τοίχο και τον στέλνει πίσω στο καβαλέτο του, ωστόσο στην πραγματικότητα το «French Dispatch» αποτελεί μια αυτοαναφορική ωδή του Άντερσον στο στυλ του, που εδώ εμφανίζεται πιο μαξιμαλιστικό και προκύπτει πιο εσωστρεφές από ποτέ. Δυστυχώς, η στείρα παραδοξότητα αντικαθιστά το χιούμορ –υπάρχει, π.χ., μια «αστυνομία γαστρονομίας» που ενεργεί σαν κανονική αστυνομία και απλώς φέρει αυτή την ονομασία– και το κρεσέντο του είναι ικανό να προκαλέσει κεφαλαλγία και ίλιγγο στον «άμαχο πληθυσμό». Η ταινία έχει τους ένθερμους οπαδούς της, αλλά αισθάνεσαι πως ο σκηνοθέτης ζήλεψε αυτό που έκανε ο Νόλαν στο «Tenet» (2020) και αποφάσισε να τον συναγωνιστεί.
12.
Bottle Rocket (1996)

Είναι χαρακτηριστικό δείγμα αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά των ‘90s το «Bottle Rocket», εγκαινιάζει και τη συνεργασία του σκηνοθέτη με τους αδερφούς Γουίλσον. Η γοητεία δεν του λείπει, ωστόσο πρόκειται για πρωτόλειο, για τη δουλειά ενός δημιουργού που ακόμα ψάχνει τη φωνή του – ενώ, π.χ., στο «Following» (1998) του Νόλαν, που αναφέραμε παραπάνω, έβλεπες έναν έτοιμο δημιουργό, ο οποίος περίμενε μόνο την ευκαιρία και τα μέσα παραγωγής. Έχει ενδιαφέρον, πάντως, κατά τη διάρκεια της προβολής να αναζητήσετε μοτίβα και σημάδια που προοικονομούσαν την εξέλιξη του σκηνοθέτη – υπάρχουν αρκετά τέτοια.
11.
Τhe Isle of Dogs (2018)
Το τρέιλερ της ταινίας
Ο κυνόφιλος μέσα μας γαβγίζει για όσα θα γράψουμε στη συνέχεια, ωστόσο στη σχηματική αντιφασιστική αλληγορία του «Isle of Dogs» είδαν την «ενηλικίωση» του δημιουργού όσοι δεν είχαν διαγνώσει ποτέ τους το (υπάρχον) δεύτερο επίπεδο παλιότερων δημιουργιών του και το διαπίστωσαν όταν αυτό ενσωματώθηκε στην ίντριγκα. Κατά διαστήματα το χιούμορ γίνεται λίγο κακόβουλο, ενώ η απουσία σεναριακού σκελετού, που είχε δώσει το προϋπάρχον υλικό στην προηγούμενη stop-motion δημιουργία του Άντερσον, στοιχίζει αρκετά, καθώς από τη μέση και μετά η ταινία μοιάζει να κυνηγάει την ουρά της – συγγνώμη, δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε. Παραμένει κουκλί, πάντως.
10.
The Life Aquatic with Steve Zissou (2004)

Η αποδοχή και η επιτυχία των «Royal Tenenbaums» δίνουν στον σκηνοθέτη τη δυνατότητα να παίξει με μεγαλύτερο μπάτζετ κι εκείνος αρπάζει την ευκαιρία από τα μαλλιά, στρέφεται για έμπνευση στον Κουστό, συνεχίζει (χωρίς να εξελίσσει απαραίτητα) την προβληματική του γύρω από την… προβληματική οικογένεια, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί την πρώτη του απόπειρα σε μια πιο αγνή εκδοχή κωμωδίας, με αξιοπρεπή αποτελέσματα – τα θαυμαστά θα έρχονταν περίπου μία δεκαετία μετά και, ναι, μόλις σας κάναμε ένα μικρό spoiler για το ποια ταινία έχουμε τοποθετήσει στην κορυφή της κατάταξης.
9.
Rushmore (1998)
Το τρέιλερ της ταινίας
Ο λόγος που βρίσκουμε τόσο άχαρη την παράθεση των τίτλων μιας φιλμογραφίας σε αξιολογική σειρά είναι γιατί, μοιραία, κάποια στιγμή θα έρθουμε στη δυσάρεστη θέση να τοποθετήσουμε μια ταινία σαν το «Rushmore» τόσο χαμηλά στην κατάταξη. Εδώ ο Άντερσον βρίσκει τον ηθοποιό-φυλαχτό του στο πρόσωπο του Μπιλ Μάρεϊ και ανοίγει τον δρόμο για τη συνεργασία του τελευταίου με δημιουργούς άλλου τύπου, συστήνει το (συχνό) μοτίβο ανηλίκων που προσπαθούν να φερθούν σαν ενήλικες κι ενηλίκων που δεν επιβιβάστηκαν ποτέ στο τρένο της ενηλικίωσης, ενώ παράλληλα καυτηριάζει τον αρσενικό ανταγωνισμό και το κυνήγι της αριστείας – ναι, είναι ΚΑΙ πολιτική ταινία το «Rushmore».
8.
Asteroid City (2023)

Απαραίτητο disclaimer: είναι δύστροπη ταινία το «Asteroid City», αλλά με έναν πολύ πιο νηφάλιο τρόπο από τον προκάτοχό της, το «French Dispatch».
Παραπέμποντας στα μωσαϊκά χαρακτήρων του Ρόμπερτ Άλτμαν –ανά στιγμές επιστρατεύει και επικαλυπτόμενους διαλόγους– ο Γουές Άντερσον τοποθετεί ένα τσούρμο χαρακτήρες στην καρδιά ερημικού τεχνητού σύμπαντος και τους αφήνει να αναζητήσουν τη θέση τους εκεί μέσα. «Ποιος είναι ο σκοπός; Ποιο είναι το νόημα;», αναρωτιέται σε μια σκηνή ο Λιβ Σράιμπερ, αναφερόμενος στην παρόρμηση και στη δραστηριότητα που αφήνει ξάγρυπνο τις νύχτες καθέναν από εμάς, για να πάρει την προφανή (αλλά πάντα δύσκολη στην αφομοίωση) απάντηση: «Ίσως επειδή φοβόμαστε πως, αν δεν το κάνουμε, δεν θα προσέξει κανείς στο σύμπαν την ύπαρξή μας». Όσο για τη μυθοπλασία, που είναι εκ των πραγμάτων «πλαστή», συνδράμει αυτή την απόπειρα νοηματοδότησης. Στη σπαρακτική –αν έχεις μπει μέσα στην ταινία– σκηνή της Μάργκο Ρόμπι καθίσταται σαφές ότι το έργο μπορεί να είναι τεχνητό, αλλά τα αισθήματα που το γέννησαν, εκείνα που πυροδότησε, αλλά και όσα θα πυροδοτήσει στο μέλλον, είναι πέρα για πέρα αληθινά.
Θα κλείσουμε με ένα δεύτερο, εξίσου απαραίτητο disclaimer: η ταινία ευνοείται από επαναληπτική προβολή.
7.
The Phoenician Scheme (2025)
Το τρέιλερ της ταινίας
Η πιο αστεία ταινία του σκηνοθέτη από την εποχή του «The Grand Budapest Hotel» –η σκηνή του μπάσκετ μπορεί να σε γονατίσει– ξεκινά με μια υπενθύμιση της ροπής του προς το μαύρο χιούμορ, που αγγίζει κοενικές διαστάσεις στην εισαγωγή. Κεντρικός ήρωάς της είναι ένας αδίστακτος καπιταλιστής και απρόθυμος πατέρας –ο Μπενίσιο ντελ Τόρο στην πιο μεστή ερμηνεία του από την εποχή του (ξεχασμένου) «Che»–, οι προσπάθειες του οποίου να διασφαλίσει τη χρηματοδότηση ενός μεγάλου έργου δίνουν στον Άντερσον τη δυνατότητα να καυτηριάσει τους θεσμούς που στηρίζουν το καπιταλιστικό σύστημα. Πέρα από το χιούμορ, η ταινία συγγενεύει με το «The Grand Budapest Hotel» και με έναν πιο ουσιώδη τρόπο. Μέσω του συσχετισμού του με την (υπό δοκιμή) κληρονόμο του, ο ήρωας σταδιακά μεταμορφώνεται, με το φινάλε να παραπέμπει στις ιδεαλιστικές δημιουργίες του Φρανκ Κάπρα, προτείνοντας μια πιο ανθρωπιστική λειτουργία εντός του συστήματος – κάποιοι ίσως το βρουν λίγο συντηρητικό, επειδή δεν προτείνει τη ριζική ανατροπή του, αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη ιδεολογική συζήτηση.
Τέλος, στο πλαίσιο του έργου του δημιουργού, το «Phoenician Scheme» είναι μια σημαντική ταινία, επειδή στον επίλογό του το ρήγμα στις οικογενειακές σχέσεις δεν μένει μισάνοιχτο, ούτε συγκολλάται προσωρινά, αλλά κλείνει εμφατικά.
6.
Τhe Darjeeling Limited (2007)

Η ταινία ξεκινά με τον Μπιλ Μάρεϊ, την πατρική φιγούρα της προηγούμενης ταινίας του σκηνοθέτη, να τρέχει αλλά να μην προλαβαίνει το τρένο, αφήνοντας τρία ενήλικα παιδιά μόνα τους σε μια απόδραση στις Ινδίες, όπου θα διαπιστώσουν έμπρακτα μια γενική παραδοχή: ακόμα κι αν ταξιδέψεις στην άλλη άκρη της Γης, τα προβλήματά σου θα σε ακολουθήσουν. Ταυτόχρονα, ο Άντερσον θίγει τη μυωπική θεώρηση του υπόλοιπου κόσμου από τους Δυτικούς, καταδεικνύοντας τη μεγαλοαστική αυτοαπορρόφηση και αφυπνίζοντας τρεις χαρακτήρες που έχουν περισσότερο προβληματισμούς παρά προβλήματα – όπως πολλοί από εμάς.
Ιδανικά, πριν από την προβολή αναζητήστε το «Hotel Chevalier», ένα φιλμ μικρού μήκους που λειτουργεί ως πρόλογος και δίνει (ακόμα πιο) μελαγχολική διάσταση στα δρώμενα.
5.
Moonrise Kingdom (2012)

Πιθανότατα η πιο αγαπητή ταινία του σκηνοθέτη για μια νεότερη γενιά σινεφίλ, αφενός επειδή στιγμιότυπα σαν τον χορό στους ρυθμούς του «Temps de L’Amour» διασφαλίζουν σοσιαλμιντιακή αθανασία, αφετέρου γιατί η παιδική διάθεση του σκηνοθέτη ευθυγραμμίζεται με το βλέμμα των ανηλίκων που, εντελώς γουεσαντερσονικά, συμπεριφέρονται πιο ώριμα από τους ενήλικες. Τα δύο πιτσιρίκια κάνουν τους κανόνες της κατασκήνωσης φύλλο και φτερό, συμβαδίζοντας με το επαναστατικό πνεύμα της νιότης, ενώ η διάχυτη καλοκαιρινή αύρα διασφαλίζει τη θέση του «Moonrise Kingdom» ανάμεσα στις διαχρονικές θερινές κινηματογραφικές απολαύσεις.
Στο σημερινό μάτι, η ηρωική κορύφωση με την εμπλοκή του Μπρους Γουίλις αποκτά μια συγκινητική διάσταση, καθώς έχουμε αρχίσει πια να συνειδητοποιούμε για τα καλά πόσο μας λείπει ο ηθοποιός.
4.
Fantastic Mr. Fox (2009)
Το τρέιλερ της ταινίας
Έτσι κι αλλιώς οι ταινίες του σκηνοθέτη παραπέμπουν σε live-action διοράματα –κι αυτό κάποιοι τους το χρεώνουν, αντί να τους το πιστώσουν– συνεπώς ήταν θέμα χρόνου ο Άντερσον να στραφεί στο stop-motion animation. Το πρωτότυπο υλικό του Ρόαλντ Νταλ γίνεται στήριγμα για το όραμα του σκηνοθέτη, με τους δύο δημιουργούς να βρίσκουν τον κοινό τόπο τους στην ακομπλεξάριστη παιδικότητα και στον διαρκή εμπαιγμό – a match made in heaven, που θα λέγαμε και στο χωριό μου. Πίσω από τη heist ίντριγκα καραδοκούν δυο συγκρούσεις, η ταξική –από τα trademarks του Νταλ– και εκείνη του ατομικού ενστίκτου με τις επιταγές του κοινωνικού συμβολαίου. Οι «auterιστές» θα δουν στον κύριο Φοξ έναν πάτερ φαμίλια διόλου μακριά από εκείνον των Τένενμπαουμ.
Αρκετά χρόνια μετά, ο Άντερσον θα επιχειρούσε μια δεύτερη αναμέτρηση με έργα του Νταλ, πετυχαίνοντας και κάτι ακόμα – γι’ αυτό και τοποθετήσαμε εκείνη την ταινία μια θέση ψηλότερα.
3.
Τhe Wonderful Story of Henry Sugar (2023)

Βάζοντας τους χαρακτήρες να αποδίδουν αυτούσια την πρόζα του Ρόαλντ Νταλ και υπογραμμίζοντας περισσότερο από ποτέ την τεχνητή φύση του θεάματος, ο Άντερσον, σε συνέχεια του «Asteroid City», διατείνεται σχεδόν μετακινηματογραφικά ότι, σε πείσμα των αντιφρονούντων, το περιεχόμενο μπορεί να κρύβεται (και) στη φόρμα. Κι αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές στην ομώνυμη ιστορία αυτής της ανθολογίας, με τα τέσσερα επίπεδα αφήγησής της. Λόγω χώρου και για να μην αδικήσουμε τις υπόλοιπες ταινίες, δεν θα επεκταθούμε εδώ και θα σας παραπέμψουμε στο κείμενο που είχαμε γράψει για αυτή, όταν είχε κυκλοφορήσει στο Netflix.
2.
The Royal Tenenbaums (2002)

H στιγμή που ο δημιουργός τελειοποιεί τον φιλμικό μικρόκοσμο που ξεκινούσε να χτίζει με το «Rushmore» και εξαπολύει στον κόσμο το ιδιοσυγκρασιακό όραμά του, με δυσλειτουργικές οικογένειες και εκκεντρικούς χαρακτήρες που (φαντάζονται πως) διαφέρουν τρομερά από τον υπόλοιπο κόσμο και βρίσκουν τη λύση του τέλματος στην παραδοξότητα και στην αγκαλιά της αυτολύπησης ή/και του εγωκεντρισμού, τουλάχιστον μέχρι να έρθει μια γλυκιά χειρονομία και να τους υπενθυμίσει την ανάγκη των άλλων – ή μια μαχαιριά από τον Pagoda και να τους συνεφέρει.
Αν πολλοί αναρωτιέστε γιατί τόσοι σταρ θέλουν να γίνουν μέρος του γουεσαντερσονικού σύμπαντος, έστω και για μερικά δευτερόλεπτα εμφάνισης, η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο που ο φακός του δημιουργού μπορεί να αναδείξει τον ηθοποιό, με στιγμιότυπα σαν το slow motion στη Γκουίνεθ Πάλτροου – που, παρεμπιπτόντως, κατεβάζει τη φωνή της δυο οκτάβες και είναι εξαιρετική.
Αιώνια ευγνωμοσύνη στον σκηνοθέτη που έδωσε στον Τζιν Χάκμαν τον τελευταίο σπουδαίο ρόλο του, κι ας του έβγαλε το λάδι ο ηθοποιός στα γυρίσματα.
1.
Τhe Grand Budapest Hotel (2014)
Το τρέιλερ της ταινίας
Ούτε λίγο ούτε πολύ, πρόκειται για το μανιφέστο του Γουές Άντερσον, για την από καρδιάς ομολογία της πραγματικής αιτίας πίσω από την εμμονική έμφαση στη στοίχιση και στην ευθυγράμμιση, στη θέση των αντικειμένων στο κάδρο, στον τρόπο κίνησης του φακού, στη λεπτομέρεια. Το κάνει, όπως μας λέει, για να κρατήσει ζωντανό έναν άλλο τρόπο φιλμοκατασκευής, που κινδυνεύει να χαθεί στη βιασύνη των σημερινών ηθών, στον οχαδερφισμό τού «θα το φτιάξουμε στο post-production», στην αδιαφορία δημιουργών (και θεατών) για οτιδήποτε δεν βρίσκεται στο κέντρο του κάδρου ή στους υπότιτλους.
Ταυτόχρονα, χωρίς να ωραιοποιεί την παλιά εποχή –ο ξενοδόχος του καταπληκτικού Ρέιφ Φάινς είναι ένας απατεωνίσκος–, ο Άντερσον αναγνωρίζει τα προτερήματά της και θρηνεί την αθωότητα που χάθηκε για πάντα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν προσυπογράψαμε την ικανότητά μας για το χειρότερο. Επειδή, όμως, δεν είναι κυνικός δημιουργός, δεν εσχατολογεί, ούτε μένει στον θρήνο, αλλά πασχίζει να μας πείσει για την ανάγκη να φροντίσουμε τον κόσμο (μας) και να διαδώσουμε την καλοσύνη.
Το ότι όλα τα παραπάνω κατάφερε να τα ενσωματώσει σε συσκευασία ευφορικότατου crowdpleaser, χωρίς να κάνει την παραμικρή έκπτωση στο φιλμικό ιδίωμά του, τοποθετεί δικαιωματικά την ταινία ανάμεσα στις καλύτερες της περασμένης δεκαετίας.