ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ πρώτες ταινίες που παρακολούθησα ως φοιτητής στις Νύχτες Πρεμιέρας ήταν το «Save the Green Planet!» (2003) του Γιανγκ Τζουν-Χουάν. Καθώς ήμουν σε εκείνη την ηλικία που η κινηματογραφική γλώσσα φαντάζει ακόμα φρέσκια και η σεναριακή ανατροπή κολοφώνας της καλλιτεχνικής δημιουργικότητας, έσπευσα να ταξινομήσω το φιλμ στις κορυφαίες σπαζοκεφαλιές που είχα δει ως τότε – ο ψυχαναγκασμός της άμεσης ταξινόμησης είναι άλλη μια νόσος της νεότητας που, εσχάτως, φαίνεται να πρωταγωνιστεί στη σοσιαλμιντιακή συζήτηση περί σινεμά και να κυριεύει και την κριτική. Ο καιρός πέρασε, η ταινία δεν κυκλοφόρησε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες ή στα βιντεοκλάμπ και φάνηκε να ξεχνιέται, λόγω της άνθησης του νοτιοκορεατικού σινεμά και των εξαίσιων, συχνά (ακόμα πιο) οριακών δημιουργιών που ακολούθησαν.
Κι έπειτα ήρθε η ανακοίνωση ότι το αμερικανικό ριμέικ της ταινίας θα αποτελέσει την επόμενη σκηνοθετική δουλειά του Γιώργου Λάνθιμου. Συνήθως κάτι χάνεται στη μετάφραση κατά τη μεταφορά ασιατικών δημιουργιών στο δυτικό σινεμά. Για κάθε «A Fistful of Dollars» (ανεπίσημη μεταφορά του «Yojimbo») υπάρχει κι ένα «Outrage» (επίσημη μεταφορά του «Rashomon»). Για κάθε σκορσεζικό «Departed» υπάρχει κι ένα κατά Σπάικ Λι «Oldboy». Μακρύς ο κατάλογος και περιπτώσεις σαν τις δεύτερες νικούν αριθμητικά κατά κράτος τις πρώτες. Αν όλα πάνε καλά, το λανθιμικό «Bugonia» θα πλασαριστεί στον εκλεκτό κατάλογο των πρώτων.
Όταν σαρώνει τα Όσκαρ μια υβριδική ταινία σαν το «Everything, Everywhere all at Once» και, πολύ περισσότερο, τα δηκτικά «Παράσιτα», ίσως δεν θα ήταν συνετό να ξεγράψουμε ακόμα το «Bugonia»
Στο μεταξύ, δυο δεκαετίες μετά, βρήκα την ευκαιρία να επισκεφθώ ξανά το «Save the Green Planet!», για να δω πώς στέκεται σήμερα – και πώς στέκομαι κι εγώ απέναντί του. Η ταινία ξεκινά με μια voice-over αφήγηση ενός «πειραγμένου» άνδρα πάνω σε φωτογραφικό κολάζ ενός CEO πολυεθνικής. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του αφηγητή, το εν λόγω στέλεχος είναι στην πραγματικότητα εξωγήινος από την Ανδρομέδα, ζει incognito στον πλανήτη μας και σχεδιάζει να επικοινωνήσει με τη φυλή του στην επόμενη έκλειψη της Σελήνης, για να έρθει και να μας κονιορτοποιήσει. Αναγορεύοντας εαυτόν σε σωτήρα της Γης, ο ήρωας αναισθητοποιεί τον CEO με χλωροφόρμιο και τον μεταφέρει στο υπόγειό του, όπου τον υποβάλλει σε σειρά βασανιστηρίων, προκειμένου να αποκαλύψει την «πραγματική» του ταυτότητα και να ομολογήσει τα σχέδιά του.

Αρχικά η αφήγηση μοιράζεται μεταξύ της δράσης στο υπόγειο και της αστυνομικής έρευνας για τον εντοπισμό του θύματος απαγωγής, η συνέχεια, όμως, επιφυλάσσει ουκ ολίγους ελιγμούς. Ένας εκπαιδευμένος θεατής ίσως μπορέσει να μυριστεί ορισμένες από τις ανατροπές που θα ακολουθήσουν, μα είναι αδύνατον να μαντέψει τον τρόπο που θα μετουσιωθούν σε εικόνες, σε μια ταινία που μεταπηδά από είδος σε είδος, από το θρίλερ στην κωμωδία, από τον τρόμο στην επιστημονική φαντασία – σκεφτείτε πως διαθέτει ακόμα και φαντασιωτική σεκάνς πολεμικών τεχνών.
Η πλοκή της ταινίας είναι εξωφρενική, ωστόσο ο Γιανγκ Τζουν-Χουάν επιμελημένα έχει στήσει μια εξτραβαγκάντζα στην οποία τα πάντα μοιάζουν πιθανά κι έτσι (SPOILERS ALERT) δεν φαντάζει εκτός φιλμικού σύμπαντος ούτε καν η γενναία, κοσμική στροφή στην τρίτη πράξη. Η δομή του σεναρίου είναι, στ’ αλήθεια, ένα από τα αξιοσημείωτα στοιχεία της ταινίας. Ξεκινά από ένα υπόγειο, με δυο βασανιστές κι έναν βασανιζόμενο, και καταλήγει σε ανατροπή της δαρβινικής θεωρίας, σε μια εναλλακτική αφήγηση της ανθρώπινης ιστορίας και σε δράση… διαστημικών διαστάσεων. Ο θεατής μπορεί μόνο να αγανακτήσει ή να χειροκροτήσει – μέση λύση δεν φαίνεται να χωρά. (SPOILERS END)
Η επιθυμία του Τζουν-Χουάν να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια μας όσο περισσότερες φορές γίνεται καθιστά τη φευγάτη κορύφωση και τη φιλοσοφική διάσταση της ταινίας του ένα (εντυπωσιακό) πυροτέχνημα – δεν το λέμε απαραίτητα για κακό, μας αρέσουν τα πυροτεχνήματα. Μέσα στο έργο του, όμως, υπάρχει εύλογη, αυθεντική ανησυχία για το μέλλον της ανθρωπότητας. Καθώς το ρολόι του κόσμου φαντάζει καθημερινά έτοιμο να χτυπήσει μεσάνυχτα, το timing του αμερικανικού ριμέικ δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατάλληλο.

Όσο για το ενδιαφέρον του Λάνθιμου για το εγχείρημα, δεν είναι δύσκολο να το εντοπίσει κανείς, παρά την camp φύση της πηγής. Σε μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του ο Έλληνας δημιουργός αντιμετωπίζει τους θεσμούς και τις διεργασίες κοινωνικοποίησης ως πειράματα, συνεπώς μια δημιουργία που κάνει ένα ακόμα μεγαλύτερο βήμα πίσω και αναρωτιέται αν ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι ένα πείραμα φαίνεται να συμπίπτει με τις ανησυχίες του. Το δε παιχνιδιάρικο κλείσιμο του ματιού της πρωτότυπης δημιουργίας σε μια σπουδαία δημιουργία του Κιούμπρικ σίγουρα αποτέλεσε ένα πρόσθετο δέλεαρ, με δεδομένη την εμφανή αγάπη του λανθιμικού σινεμά προς εκείνο του δημιουργού.
Το «Bugonia» έχει γίνει ήδη ευρύτερα γνωστό στα μέρη μας λόγω της απόφασης του ΚΑΣ να μην παραχωρήσει τον χώρο της Ακρόπολης για την πραγματοποίηση γυρισμάτων, επειδή η φύση της σκηνής «δεν ταίριαζε με αυτό που αντιπροσωπεύει ο Παρθενώνας». Η παραγωγή παρακάλεσε τον Τύπο να αποσύρει δημοσιεύματα που αποκαλύπτουν το περιεχόμενο της σκηνής – όσοι έχουμε δει την ταινία και προλάβαμε να τα διαβάσουμε, γνωρίζουμε ότι αποτελούν μέρος της τρίτης πράξης.
Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για το ζήτημα, έχουμε τοποθετηθεί κι εμείς, δεν θέλουμε να επεκταθούμε περαιτέρω για τις ανάγκες του παρόντος, αλλά οφείλουμε να επισημάνουμε για ακόμα μια φορά ότι παραμένει λυπηρός (και θλιβερά φολκλορικός) ο τρόπος που η Διοίκηση αντιλαμβάνεται τη «διαφήμιση της χώρας στο εξωτερικό» και ότι χάθηκε η ευκαιρία να προστεθεί η Ελλάδα ως χώρα γυρισμάτων σε μια δημιουργία με τις προδιαγραφές να αφήσει το στίγμα της στα κινηματογραφικά πράγματα.
Για τις οσκαρικές προοπτικές της ταινίας, όμως, επιφυλασσόμαστε. Ο οσκαρικός αναλυτής του «Variety» την τοποθετεί στη δεύτερη θέση στις πρώιμες οσκαρικές προβλέψεις του μέσου, που, παραδοσιακά, δημοσιεύονται μετά το πέρας του πρώτου εξαμήνου του έτους, εμφανώς, όμως, δεν έχει δει την πρωτότυπη ταινία στην οποία βασίζεται το φιλμ. Θα πρέπει ο σεναριογράφος Γουίλ Τρέισι και ο Λάνθιμος να έχουν προχωρήσει σε γενναίες αλλαγές, να έχουν απαλύνει τη «μεταμεσονύκτια» λογική του θεάματος και την υπερβολή του.

Το βιογραφικό αμφότερων συνηγορεί προς υψηλή δοσολογία μαύρου χιούμορ και, αν ρίξουμε μια ματιά στις ταινίες που έλαβαν την ύψιστη τιμή της Ακαδημίας μέσα σε (σχεδόν) έναν αιώνα λειτουργίας, λίγες είναι εκείνες που διαθέτουν περίσσιο από δαύτο. Από την άλλη, όταν σαρώνει τα Όσκαρ μια υβριδική ταινία σαν το «Everything, Everywhere all at Once» και, πολύ περισσότερο, τα δηκτικά «Παράσιτα», ίσως δεν θα ήταν συνετό να ξεγράψουμε ακόμα το «Bugonia». Μια δημιουργία που ασχολείται με τoν φόβο για το τέλος του κόσμου και –αν δεν έχει αλλάξει κάτι– τελειώνει με μια προειδοποιητική κατακλείδα μοιάζει απαραίτητη. Ο αντίλογος, βέβαια, λέει ότι η ταινία αυτή λέγεται «Οppenheimer» και έφυγε με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας πριν από δυο χρόνια.
Αλίμονο, θα έχουμε μήνες μπροστά μας για να οσκαρολογήσουμε, προέχει να δούμε την ταινία – στη χώρα μας κυκλοφορεί στις 7 Νοεμβρίου. Και η διάθεσή μας απέναντί της είναι ήδη θετική, καθώς μας θύμισε έναν από τους κρυμμένους θησαυρούς του νοτιοκορεατικού σινεμά, που ελπίζουμε τώρα να ανακαλύψουν περισσότεροι σινεφίλ.
BUGONIA | Official Teaser Trailer