75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
«Υπάρχει μια κυριολεξία και ένας κυνισμός στις αποφάσεις που παίρνουμε, που δεν με ενδιαφέρει να κρίνω». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη γύρισε μια πανκ αλληγορία για όσα βιώνουμε σήμερα

0

Αν έχεις παρακολουθήσει το έργο της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, το Harvest είναι μια απρόσμενη ταινία. Ονειρική, παραληρηματική, με εξαιρετική φωτογραφία και ήχο, γυρισμένη στα τοπία της δυτικής Σκωτίας, σε έναν φανταστικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) οικισμό που εξαφανίζει η πρόοδος και η επερχόμενη βιομηχανική επανάσταση, η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας αγροτικής κοινότητας που διαλύεται από την τοπικιστική καχυποψία και τον επελαύνοντα καπιταλισμό, αποτελώντας μια αλληγορία για όσα βιώνουμε σήμερα. Η πρώτη της λογοτεχνική διασκευή, βασισμένη στο ομώνυμο ιστορικό μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα Jim Crace που είχε φτάσει στη βραχεία λίστα του Booker, είναι η πιο περίτεχνη και δαπανηρή παραγωγή της μέχρι σήμερα και σε μεταφέρει μερικούς αιώνες πίσω, βυθίζοντάς σε μια «μεσαιωνική» ατμόσφαιρα, ψυχεδελική, πρωτόγονη, αλλά και σκληρή.

«Απ’ το βιβλίο του Jim Crace κράτησα την αίσθηση του παραληρήματος της αφήγησης μέσα από τον πολύ ιδιαίτερο, διαστρεβλωμένο φακό του Γουόλτερ», λέει η σκηνοθέτιδα λίγο πριν από την πρεμιέρα της ταινίας στην Αθήνα. «Με ενδιέφεραν πάρα πολύ η θολή όραση, η θολή μνήμη, η θολή ακοή και με τον φωτογράφο, τον Sean Price Williams, θέλαμε να τα περάσουμε αυτά στη γλώσσα της ταινίας. Αυτό που άλλαξα αρκετά ήταν οι γυναίκες, το γυναικείο στοιχείο, το οποίο ήταν αρκετά καταπιεσμένο στην αφήγηση του βιβλίου· τις έφερα λίγο περισσότερο στο προσκήνιο και έγιναν κάπως οι εκδικήτριες, οι τιμωροί. Σε αυτή την εντελώς αντιηρωική ταινία οι γυναίκες έχουν ένα στοιχειώδες ηρωικό στοιχείο γιατί είναι οι μόνες που κάνουν κάτι. Το εκτίμησε και ο ίδιος ο Crace αυτό, πιστεύω, όταν είδε την ταινία. Επίσης, άλλαξα και το τέλος. Η πρώτη γραφή του σεναρίου ήταν της συν-σεναριογράφου μου, της Joslyn Barnes. Εκείνη αγόρασε τα δικαιώματα της ιστορίας απ’ τον Jim, μετά μου την έστειλε και συνεχίσαμε το σενάριο μαζί. Το τελευταίο στάδιο όμως είναι πάντα οι πρόβες, εκεί είναι όλα ανοιχτά και μπορούν να αλλάξουν τα πάντα, μαζί με το cast. Το τέλος το βρήκαμε μαζί με το cast, και κυρίως τον Caleb Landry Jones, κι αυτό έγινε αρκετά οργανικά, μέσα από πρόβες στη γη όπου έγιναν τα γυρίσματα.

«Δεν είναι μια ρομαντική ταινία βασισμένη στην ειδυλλιακή αγροτική ζωή. Όλοι οι χαρακτήρες είναι “αρχιδάκια”, δεν υπάρχει κάποιος ήρωας, κάποιος που έρχεται να σώσει στην ουσία την κοινότητα». 

Άλλαξε και το τοπίο στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία. Το βιβλίο είναι άχρονο, δεν έχει τόπο. Όταν το διαβάζεις φαντάζεσαι ότι τοποθετείται κάπου στα τέλη του Μεσαίωνα, στην αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Αν είσαι Άγγλος και ξέρεις Ιστορία, καταλαβαίνεις ότι όλο αυτό συμβαίνει κατά τη διάρκεια αυτού που λέγεται Enclosure Acts (νόμοι περί εγκλεισμού), που είναι η στιγμή που αρχίζουν να μπαίνουν σύνορα και φράχτες σε μια γη που μέχρι τότε ήταν κοινή. Ο ίδιος ο Jim δεν τοποθέτησε την πλοκή κάπου συγκεκριμένα· δεν λέει πού είναι, απλώς θεωρείς ότι είναι κάπου στην αγγλική επαρχία. Με το που διάβασα το βιβλίο το μετέφερα αμέσως στη δυτική Σκωτία, επειδή δεν το είδα ως ιστορικό δράμα αλλά ως κάτι εντελώς σύγχρονο, γιατί είναι μια ιστορία που συμβαίνει ακριβώς με τον ίδιο τρόπο στην εποχή μας σε πάρα πολλά σημεία του πλανήτη, σχεδόν σε όλα θα έλεγα, σε μικρότερη και μεγαλύτερη κλίμακα. Και δεν μιλάω μόνο για το τι συμβαίνει στη Γάζα, στην Ουκρανία ή σε άλλες πολεμικές εστίες αλλά γι’ αυτό που συμβαίνει στην Αφρική ή στις μικρές φάρμες στην Αμερική, για το τι συμβαίνει εδώ. Βέβαια, εξαρτάται από το πώς ορίζεις τον πόλεμο, γιατί πολεμική κατάσταση είναι η καθημερινή μας φυσική κατάσταση αυτήν τη στιγμή. Βγήκα στην Ιπποκράτους να πάρω ταξί και βρέθηκα σε εμπόλεμη κατάσταση με ανθρώπους που ήταν στα όριά τους. Και επίσης είμαστε πάντα οι “άλλοι”, υπάρχει αυτό που ονομάζω “αυτοξένωση”, η αργή και μουλωχτή αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό.

75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
«Σε αυτή την εντελώς αντιηρωική ταινία οι γυναίκες έχουν ένα υποτυπώδες ηρωικό στοιχείο γιατί είναι οι μόνες που κάνουν κάτι».

Εκτός από την “αυτοξένωση”, με ενδιέφερε η συνενοχή με την εξουσία και οποιαδήποτε μορφή δύναμης: μέσα από την απουσία μας, την οκνηρία μας, τη μη συμμετοχή μας, τον ναρκισσισμό μας. Επίσης, το γεγονός ότι θεωρούμε πως κάνουμε ακτιβισμό ή ότι συμμετέχουμε επειδή ποστάρουμε στο TikTok και στα social media, το οποίο δεν είναι αρκετό προφανώς. Αυτή η έμμονη θέαση της καθημερινής τραγωδίας κάθε λεπτό, που δεν έχει καν τελετουργίαˑ τα νέα σε βομβαρδίζουν συνέχεια και εξουδετερώνονται ακριβώς επειδή όλα έχουν πια το ίδιο βάρος και την ίδια σημασία λόγω αυτού του βομβαρδισμού. 

Η έννοια της κοινότητας είχε μεγάλη σημασία για μένα γιατί είναι αρκετά πανκ η ταινία, δεν είναι μια ρομαντική ταινία βασισμένη στην ειδυλλιακή αγροτική ζωή. Όλοι οι χαρακτήρες είναι “αρχιδάκια”, δεν υπάρχει κάποιος ήρωας, κάποιος που έρχεται να σώσει στην ουσία την κοινότητα. Παρότι γίνεται κάτι χοντρό, παίρνουν το κοριτσάκι από τους γονείς του, εκείνοι δεν κάνουν τίποτα, γιατί είναι πραγματιστές και ξέρουν ότι είναι εντελώς ανήμποροι μπροστά στην εξουσία. Υπερισχύει ο φόβος και δεν αντιδρούν καθόλου, επειδή ξέρουν ότι αν αντιδράσουν μπορεί οι επιπτώσεις να είναι χειρότερες. Αυτό το θεωρώ το πιο ειλικρινές στοιχείο, είναι αυτό που νιώθω και φοβάμαι περισσότερο από όλα και για μένα την ίδια. 

Παντού υπάρχει αυτή η άρνηση στην αντίδραση, όχι μόνο στην Αμερική. Απλώς εκεί είναι πολύ πιο performative όλο αυτό, την εξουσία ο Τραμπ την έχει μετατρέψει σε παραστατική τέχνη και τηλεοπτική εκπομπή. Κι αυτό πιάνει, γιατί υπάρχει μια συνεχής γαργαλιστική αφήγηση. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει παντού. Π.χ. η Ευρώπη δεν είναι διαφορετική, δεν έχει κάνει απολύτως τίποτα για τη γενοκτονία, απλώς δεν το δηλώνει με τόσο προκλητικό τρόπο. Το ότι αναγνωρίζουν το κράτος της Παλαιστίνης δεν σημαίνει τίποτα, αν το δηλώνεις απλά στα Ηνωμένα Έθνη είναι κάτι προφορικό και τίποτε άλλο. 

Για μένα ο χαρτογράφος, ο Κουίλ, ο οποίος άλλαξε επίσης αρκετά ως χαρακτήρας από του βιβλίου, είναι το alter ego μου ως καλλιτέχνης που χρησιμοποιεί η εξουσία. Είναι αρκετά ρομαντικός ως καλλιτέχνης και αρχίζει πραγματικά να αγαπάει τη φύση, καταγράφοντάς την, όμως, υπογράφει την καταδίκη της.

75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
«Εκτός από την “αυτοξένωση”, με ενδιέφερε η συνενοχή με την εξουσία και οποιαδήποτε μορφή δύναμης: μέσα από την απουσία μας, την οκνηρία μας, τη μη συμμετοχή μας, τον ναρκισσισμό μας». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Έδωσα μεγάλη σημασία στη φύση, στα φυτά, γιατί κατά τη διάρκεια των δύο χρόνων που ήμουν εκεί κατέγραψα όλα τα γηγενή φυτά, ξέραμε ακριβώς ποια θα άνθιζαν την εποχή που γυρίσαμε την ταινία. Κι αυτή τη σκηνή που για μένα είναι η κεντρική της ταινίας και θεμελιώδης, τη βόλτα του Γουόλτερ και του Κουίλ στην οποία ο πρώτος δείχνει τις ιαματικές ιδιότητες των φυτών στον δεύτερο, τη γυρίσαμε ως ντοκιμαντέρ. Ο Caleb κι εγώ είχαμε κάνει την καταγραφή, τα ήξερε όλα πια κι εκείνος γιατί τα ζούσε. Είναι method actor και ήξερε τη γη, την όργωνε για τρεις μήνες, ήταν εκεί πολύ πριν απ’ τους άλλους ηθοποιούς και ζούσε στο χωριό, έχτισε με τα χέρια του στο σπίτι του και πρόσεχε τα ζώα. Σπείραμε οι ίδιοι το κριθάρι και τη βρόμη την άνοιξη σε μια γη που είχε να οργωθεί και να καλλιεργηθεί τριακόσια χρόνια, και μάλιστα με έναν σπόρο που ήταν από εκείνη την εποχή, τον οποίο ανακαλύψαμε μετά από αναζήτηση. Στα αγγλικά αυτό λέγεται heirloom, υπάρχει ολόκληρη σχετική παράδοση και εντοπίζεται και στην Ελλάδα. Ουσιαστικά πρόκειται για μια κίνηση στο πλαίσιο της οποίας βρίσκεις αρχαίους σπόρους. Αυτοί οι σπόροι φύτρωσαν, λοιπόν, και ήταν επιτυχία αυτό το πράγμα, γιατί συνεχίζουν να τους καλλιεργούν, και μετά το πέρας των γυρισμάτων. Ο οικισμός όπου γυρίσαμε την ταινία ήταν εγκαταλειμμένος εδώ και 100 χρόνια. Κάναμε ελάχιστες επεμβάσεις στα σπίτια, φτιάξαμε λίγο τις σκεπές και τη λιθοδομή. Αλλά αυτή ήταν η λογική: επειδή το budget ήταν αρκετά χαμηλό, έπρεπε να βρούμε κάτι εγκαταλειμμένο και να το φτιάξουμε – τώρα χρησιμοποιείται από τον ιδιοκτήτη αυτής της γης.

Όταν γυρίσαμε τη σκηνή της βόλτας, ο Caleb ήξερε όλα τα φυτά και τις θεραπευτικές ιδιότητές τους. Επίσης, όσοι έπαιξαν τους χωρικούς ήταν πραγματικοί χωρικοί (αγρότες, τσοπάνηδες, καλλιτέχνες της περιοχής, υφάντρες, αγγειοπλάστες), άνθρωποι που για δύο χρόνια έψαχνα να βρω για να φτιάξουμε μαζί αυτή την κοινότητα. Η Μάγια, που παίζει τη Λίζι, είχε εκεί όλη την οικογένειά της, αυτό που στη Σκωτία λέγεται clan, και ο καθένας έπαιζε τον εαυτό του.

Το μέρος είναι στη δυτική Σκωτία, σε ένα λιμάνι που λέγεται Όμπαν, ακριβώς απέναντι από τις Εβρίδες Νήσους. Αισθάνεσαι πραγματικά ότι είσαι στο far west της Ευρώπης, το οποίο για μένα έχει σημασία σχεδόν συμβολική. Άρχισα να κατασκευάζω εξαρχής στο μυαλό μου την ταινία ως ένα μηδενιστικό γουέστερν, γιατί από εκεί έφυγαν οι Σκωτσέζοι όταν έχασαν τη γη τους και πήγαν να αναζητήσουν την τύχη τους στην άλλη δυτική ακτή, το far west της Αμερικής. Το Scottish Clearances με το Enclosure Acts ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη μεγάλη μεταναστευτική κίνηση στην σύγχρονη Ευρώπη. Στην ουσία αυτό είναι και η απαρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, γιατί όλοι αυτοί μετακόμισαν σε πολύ μικρά χωριά που σιγά-σιγά έγιναν πόλεις. Για να ζεσταθούν οι κάτοικοι άρχισε να γίνεται εξόρυξη κάρβουνου και επεξεργασία μαλλιού. Χάρη στη βιομηχανία του μαλλιού και το βαμβάκι από την Ινδία δημιουργήθηκε η Βρετανική Αυτοκρατορία. Η εξαφάνιση ενός χωριού και στην ουσία ενός ολόκληρου τρόπου ζωής είναι η απαρχή του καπιταλισμού και της κοινωνίας που βιώνουμε τώρα. 

75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
Σκηνή από την ταινία Harvest.
75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
«Με ενδιέφερε να κρατήσω την ίδια απόσταση από όλους τους χαρακτήρες και να μην κάνω καμία κριτική».
75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
Eίναι η πιο περίτεχνη και δαπανηρή παραγωγή της μέχρι σήμερα και σε μεταφέρει μερικούς αιώνες πίσω, βυθίζοντάς σε μια «μεσαιωνική» ατμόσφαιρα, ψυχεδελική, πρωτόγονη, αλλά και σκληρή.

Με ενδιέφερε να κρατήσω την ίδια απόσταση από όλους τους χαρακτήρες και να μην κάνω καμία κριτική. Ο Τζόρνταν, αντί για εργάτης της γης, θα μπορούσε να είναι ένας καπιταλιστής της Wall Street, επενδυτής, απέναντι στον οποίο δεν είμαι καθόλου επικριτική, γιατί ο ήρωας πιστεύει στην πρόοδο. Κι εδώ μπαίνει το επιχείρημα της προόδου. Το κοριτσάκι που βλέπει όλα αυτά τα εξωτικά φρούτα μπροστά του προφανώς δεν θέλει να επιστρέψει στη λάσπη και την πείνα και επιλέγει να πάει με το μέρος του Τζόρνταν. Υπάρχει μια κυριολεξία και ένας κυνισμός στις αποφάσεις που παίρνουμε που δεν με ενδιαφέρει να κρίνω. Ούτε κάνω πολιτικό, διδακτικό σχόλιο –το οποίο αποφεύγω σε όλες μου τις ταινίες, ούτως ή άλλως– ούτε λέω ότι αυτό είναι πιο σωστό από το άλλο· προφανώς ξέρουμε τι έχει συμβεί με τον καπιταλισμό. Από την άλλη δεν με ενδιέφερε ο Τζόρνταν να γίνει ο κλασικός villain, ο κακός των γουέστερν, απλώς έχει μια διαφορετική λογική, του νεοφιλελεύθερου της εποχής μας. 

Και ο Γουόλτερ δεν αντιδρά καθόλου, δεν κάνει τίποτα, παρότι έχουν φυλακίσει τη φίλη του, γιατί είναι δειλός. Επίσης είναι outsider, δεν πιστεύει ότι ανήκει πουθενά, δεν είναι μέρος αυτής της κοινότητας, ούτε της άρχουσας τάξης. Η μικρή επανάσταση που κάνει είναι αυτή που μας παίρνει όλους να κάνουμε. Δεν είναι επανάσταση με κεφαλαίο “ε”, είναι κάτι μικρό που είναι ντροπή να μην κάνουμε, μια πολύ μικρή χειρονομία, η οποία κάνει τη διαφορά. O Caleb, που υποδύεται τον Γουόλτερ, έχει μια αγριότητα μέσα του. Είναι από το Τέξας, δεν είναι καν Σκωτσέζος, και επειδή είναι method actor, μπαίνει στον ρόλο. Από τη στιγμή που τον βρήκα στο Λος Άντζελες κάτσαμε πέντε έξι φορές στην κουζίνα του, διάβασε το σενάριο, μιλήσαμε πάρα πολύ για μουσική, για το Τέξας –γιατί ζούσα εκεί αρκετό διάστημα– και κατάλαβε ότι γενικώς δεν νιώθω άνετα να εξηγώ τι είναι το σενάριο, αφήνω τους ηθοποιούς να μπουν σε αυτό, δεν δίνω ποτέ backstory και δεν επεξηγώ ψυχολογικά τους χαρακτήρες, το αφήνω πραγματικά επάνω τους. Μετά πάνε στις πρόβες και από τη μεταξύ τους διάδραση παίρνω διάφορα κι έτσι ξαναγράφεται το σενάριο live. Ο Γουόλτερ, λοιπόν, είπε “ναι, θέλω να το κάνω” και μετά άρχισε να μαθαίνει τη διάλεκτο. Όταν ήρθε, μιλούσε μόνο σκωτσέζικα. Δεν τον ακούσαμε να μιλάει με την τεξανή προφορά του, ποτέ». 

Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του Harvest είναι η εκπληκτική κινηματογράφηση του Sean Price Williams, που καταγράφει με ντοκιμαντερίστικη λεπτομέρεια την άγρια ομορφιά της σκωτσέζικης ακτογραμμής, κάθε λεπίδα χόρτου, κάθε κομμάτι λάσπης, κάθε λουλούδι και αχτίδα του ηλιοβασιλέματος. «Ο Sean Price Williams, ο φωτογράφος της ταινίας, ο οποίος έχει δουλέψει πολύ με τους Safdie Brothers, έρχεται από τη σχολή της Νέας Υόρκης που είναι μια σχολή με αρκετά χειροποίητο σινεμά τα τελευταία 20 χρόνια, σε φιλμ» λέει η Αθηνά. «Μαζί είχαμε γυρίσει και τη σειρά που έχω κάνει, το Trigonometry, το οποίο προβάλλεται στο Cinobo.

75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Κάθε ταινία μου είναι διαφορετική από την άλλη, το Harvest όμως ήταν κόλαση, ένας εφιάλτης γιατί είχαμε πολύ λίγο χρόνο. Γύριζα πέντε σκηνές τη μέρα μέσα σε ανελέητη βροχή, χαλάζι και λάσπη. Ωστόσο, δημιουργήσαμε μια κοινότητα που ήταν πολύ σφιχτή, κάτι σαν δημιουργικό κοινόβιο, γιατί μέναμε μαζί, τρώγαμε μαζί, πίναμε μαζί, τα Σαββατοκύριακα ήμασταν όλοι μαζί, στο ίδιο μέρος. Δεν υπήρχε αυτό που οι πρώτοι ηθοποιοί μένουν σε ξενοδοχεία ή έχουν το τροχόσπιτό τους. Όλοι ήμασταν εκεί, μέσα στη λάσπη, κάτω από την ίδια τέντα, κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Σε κάθε ταινία που κάνω βάζω έναν διαφορετικό κώδικα για το πώς θα γίνει αυτή η ταινία, κι αυτός ο κώδικας στην ουσία δεν έχει να κάνει μόνο με την αισθητική της ταινίας, η οποία για μένα απορρέει απόλυτα από τη διαδικασία που ακολουθώ. Δηλαδή υπήρχε άλλος κώδικας για το Chevalier, άλλος για το Attenberg, άλλος για το Capsule, άλλος για τη σειρά που έκανα, το “Trigonometry”.

Αποφασίσαμε να τη γυρίσουμε σε Super 16 γιατί η κάμερα ήταν μέρος του σώματός του Sean, που σημαίνει ότι υπήρχε μια αμεσότητα, ειδικά σε αυτές τις συνθήκες, που το 85% της ταινίας ήταν όλο έξω στη φύση. Κι επειδή στη Σκωτία ξέραμε τον καιρό, ενσωματώσαμε αυτό το στοιχείο. Δηλαδή δεν σταματούσαμε κάθε 15 λεπτά που αρχίζει να βρέχει και αλλάζει εντελώς το φως. Χρησιμοποιήσαμε αυτό το στοιχείο, γιατί ο φωτισμός του Καραβάτζο ή των Φλαμανδών ζωγράφων ήταν ήδη αναφορά για την ταινία, από το mood board που έκανα αφού βρήκα την τοποθεσία. Κατασκήνωσα εκεί για μία εβδομάδα και παρατήρησα το φως· έμαθα πώς αλλάζαν τα χρώματα από τέλη Αυγούστου μέχρι μέσα Σεπτέμβρη. 

Το σινεμά έχει καταντήσει ένα βιομηχανικό συγκρότημα, πολλοί σκηνοθέτες δεν θέλουν να κάνουν γυρίσματα σε τοποθεσίες και να το ζήσουν, προτιμούν περισσότερο το στούντιο ή πηγαίνουν σε εξωτερικές τοποθεσίες για κάποιες ώρες. Για μένα ήταν μέρος της διαδικασίας των γυρισμάτων το να βρεθώ σε εκείνα τα μέρη, με έναν πολύ ταπεινό τρόπο. Ήμουν μόνη μου, έμενα μαζί με κάποιους αγρότες ή κατασκήνωνα, έτσι κατάλαβα την ταινία μου πολύ πριν αρχίσω να τη γυρίζω. Το ίδιο και με το Chevalier, ήμασταν πάνω στο σκάφος για δύο μήνες, πριν αρχίσουμε να γυρίζουμε. Στο Attenberg ήμουν σε μια πόλη που την ήξερα, την είχα ζήσει, ήμουν για αρκετό καιρό εκεί πριν αρχίσω πραγματικά να κωδικοποιώ τη γλώσσα της ταινίας. 

Ένα άλλο επίτευγμα της ταινίας είναι ο σχεδιασμός ήχου που τονίζει το ουρλιαχτό του ανέμου, το νωχελικό βούισμα των εντόμων και, φυσικά, τις κραυγές της παγανιστικής γιορτής και το θρόισμα των σταχιών την στιγμή του θερισμού».

75’ με την Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη Facebook Twitter
«Αισθάνεσαι πραγματικά ότι είσαι στο far west της Ευρώπης, το οποίο για μένα έχει σημασία σχεδόν συμβολική».

«Ο ήχος είναι πάρα φοβερά σημαντικός στις ταινίες μου, και ειδικά σ’ αυτή, που μέρος του κώδικα ήταν να γυρίζω ολόκληρη τη σκηνή, από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να σταματάω» εξηγεί η Αθηνά. «Δεν κάνω ξεχωριστά πλάνα, αυτό που λέμε coverage, κανείς ηθοποιός δεν ξέρει πότε η κάμερα θα είναι πάνω του και πότε όχι, οπότε είναι όλοι ενεργοποιημένοι συνεχώς. Είναι κάπως θεατρική η μέθοδος. Για να γίνει αυτό, όμως, πρέπει όλοι οι ηθοποιοί να έχουν ψείρες επάνω τους – είχαμε και τέσσερα boom ταυτόχρονα, που σημαίνει ότι ήταν ήρωας ο ηχολήπτης. Ήταν σαν composer στην ουσία, γιατί είχε να κάνει με περίπου 20 μικρόφωνα και έκανε live mixing μέσα στη βροχή. Αυτό που προέκυψε ήταν μια συμφωνία φωνών. Το μιξάζ στη Γερμανία ήταν μια τεράστια πρόκληση, γιατί κανείς δεν έχει συνηθίσει να υπάρχουν τόσο πολλά μικρόφωνα live και να μιλάει ο ένας πάνω στον άλλο. Αυτό ήταν κάτι που πάντα θαύμαζα στον Aμερικανό σκηνοθέτη Ρόμπερτ Άλτμαν, γιατί στην ουσία αυτός άρχισε να αντιμετωπίζει τον ήχο με αυτόν τον κάπως “βρόμικο” τρόπο. Ξέρεις, υπάρχουν ακόμα ηχολήπτες που σταματάνε τους ηθοποιούς και λένε “μην καβαλάς την ατάκα του άλλου, γιατί δεν θα μπορέσει να το κόψει ο μοντέρ”. Στην ταινία μου όλοι μιλούσαν ταυτόχρονα, μπορέσαμε να το κάνουμε. Αυτός ο βρόμικος ήχος, η θολή όραση, η θολή μνήμη, η θολή ακοή, ο θολός ήχος, με ενδιαφέρουν πάρα πολύ. Δεν θέλω να υπάρχει η πλαστική εστίαση ούτε στην αφήγηση, ούτε στην τεχνική, ούτε στην αισθητική. Επίσης, ο sound designer, ο φοβερός Nicolas Becker, ο οποίος έχει πάρει και Όσκαρ για το Sound of Metal, είναι από αυτούς που πηγαίνουν στο location. Ήρθε, λοιπόν, κι επειδή κάπως είχα την ιδέα το baseline του ήχου να είναι underground, δηλαδή μέσα από το χώμα, μέσα από τη γη –στην ουσία ήταν η φωνή της γης, κάτι ρομαντικό και συμβολικό–, έβαλε contact μικρόφωνα μέσα στο χώμα παντού όπου κάναμε γύρισμα. Έτσι δημιουργήθηκε το baseline της ταινίας, το οποίο δεν το αντιλαμβάνεσαι αν δεις την ταινία στο λάπτοπ. Είναι πολύ σημαντικό να δεις αυτή την ταινία στο σινεμά.

Η μουσική έγινε με παρόμοιο τρόπο, πολύ οργανικό και live, από τον Caleb, που έπαιξε όλα τα κρουστά, τον Ian Hassett, που είναι ο σύντροφός μου και μουσικοσυνθέτης, τον Νίκολας, ο οποίος έφερε όλα τα πολύ πειραματικά όργανα που έχει στη συλλογή του, από τον Μεσαίωνα μέχρι σήμερα, απ’ όλον τον κόσμο, και έναν φοβερό μουσικό παραγωγό που λέγεται Lexx και είναι από το Λονδίνο. Το score της ταινίας έγινε στην ουσία live μέσα σε τρεις μέρες σε ένα στούντιο στο Λονδίνο. Την είχα δουλέψει την ταινία πάρα πολύ και ήξερα κάπως τη θερμοκρασία, τον ρυθμό, το texture της μουσικής, οπότε αυτό έγινε εντελώς αυτοσχεδιαστικά και εγώ ήμουν στη μέση, κάπως σαν μαέστρος, γιατί ήθελα να υπάρχει άμεση απόκριση στην εικόνα. Ήταν φοβερό για μένα, γιατί η σχέση μεταξύ σκηνοθέτη και συνθέτη μπορεί να είναι αρκετά τραυματική, από την άποψη ότι η μουσική μπορεί να σου αλλάξει τα πάντα. Αλλά ήταν ιδανικό και θα ήθελα πραγματικά να ξαναδουλέψω έτσι, με αυτούς που ονομάζω πια “Harvest Family Band”». 

— Ποια σκηνή της ταινίας είναι πιο πολύ δικιά σου;
Η σκηνή ανάμεσα στον Γουόλτ και τον Κουίλ, που στην ουσία είναι σαν να ερωτεύονται μεταξύ τους σε αυτήν τη μεγάλη βόλτα που κάνουν. Η άλλη είναι η τελευταία εικόνα της ταινίας.

Το τρέιλερ της ταινίας   

Η ταινία προβάλλεται στις αίθουσες από τις 25 Σεπτεμβρίου από το Cinobo και την Faliro House. 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LIFO

Οθόνες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

CHECK 10 τηλεοπτικές σειρές που θα δούμε μέχρι το τέλος του έτους

Οθόνες / 10 σειρές που θα δούμε μέχρι το τέλος του έτους

Από τη νέα σεζόν του «Slow Horses» στο μεγάλο φινάλε του «Stranger Things» κι από ένα φιλόδοξο πορτρέτο του Σκορσέζε στο νέο στοίχημα του δημιουργού του «Breaking Bad», διαλέγουμε δέκα σειρές που αναμένεται να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

CHECK 10 τηλεοπτικές σειρές που θα δούμε μέχρι το τέλος του έτους

Οθόνες / 10 σειρές που θα δούμε μέχρι το τέλος του έτους

Από τη νέα σεζόν του «Slow Horses» στο μεγάλο φινάλε του «Stranger Things» κι από ένα φιλόδοξο πορτρέτο του Σκορσέζε στο νέο στοίχημα του δημιουργού του «Breaking Bad», διαλέγουμε δέκα σειρές που αναμένεται να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
6 αποκαλυπτικά ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τον κόσμο που ζούμε τώρα

Οθόνες / 6 αποκαλυπτικά ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τον κόσμο που ζούμε τώρα

Το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Καστελλορίζου πρόβαλε φέτος ταινίες πολιτικά φορτισμένες που οραματίζονται ένα μέλλον χωρίς σύνορα. Έξι από αυτές έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση χάρη στην αισθητική και την προβληματική τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Βίκι Κριπς στη LIFO: «Καθένας επιλέγει το δικό του δηλητήριο»

Οθόνες / Βίκι Κριπς: «Καθένας επιλέγει το δικό του δηλητήριο»

Η ηθοποιός που στάθηκε σαν ίση προς ίσο απέναντι σε ολόκληρο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις μιλάει στη LiFO σε μια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης με αφορμή την κυκλοφορία του «Hot Milk», που συμπεριλαμβάνει γυρίσματα στη χώρα μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ο ξεχασμένος απαγωγέας Τόνι Κυρίτσης, που ενέπνευσε τον Γκας Βαν Σαντ για το Dead Man's Wire

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Dead Man’s Wire»: Η χλιαρή επιστροφή του Γκας βαν Σαντ

Μετά από πέντε χρόνια ο Αμερικανός σκηνοθέτης επανέρχεται με την ξεχασμένη ιστορία ενός απαγωγέα, κάνοντας μια βιογραφία με νόημα, που όμως δεν προσθέτει κάτι στη φιλμογραφία του.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
To αριστουργηματικό Ran του Κουροσάβα και 8 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Οθόνες / To αριστουργηματικό Ran του Κουροσάβα και 8 ακόμα λόγοι για να πάτε σινεμά

Μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο του Στίβεν Κινγκ, η επιστροφή του Ντάρεν Αρονόφσκι, η καλύτερη ταινία του Κουροσάβα σε επανέκδοση και το τέταρτο μέρος της σειράς ταινιών θρίλερ «Το Κάλεσμα» – Τι παίζει από σήμερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
THE LIFO TEAM
«Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» ζωντανεύει στη Βενετία

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «Η φωνή της Χιντ Ρατζάμπ» ζωντανεύει στη Βενετία

Έκκληση από τους συντελεστές της ταινίας της Κάουτερ Μπεν Χάνια να σταματήσουν επιτέλους οι δολοφονίες παιδιών στη Γάζα, με αφορμή το σπαρακτικό τηλεφώνημα της 6χρονης Παλαιστίνιας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
A House of Dynamite

Ανταπόκριση από τη Βενετία / «House of Dynamite»: Η Κάθριν Μπίγκελοου πατάει το κουμπί – και μας κόβει την ανάσα

Με χειρουργική ακρίβεια, η πρώτη γυναίκα που τιμήθηκε με Όσκαρ σκηνοθεσίας μας πείθει ανατριχιαστικά για τον επικείμενο πυρηνικό όλεθρο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ