Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΤΡΟΜΟΣ ζει μέρες δόξας, καθώς κοστίζει λίγο, μπορεί να αποφέρει πολλά και διασφαλίζει ανέξοδο engagement στο TikTok. Και καθώς οι ταινίες πληθαίνουν, οι δημιουργοί πασχίζουν να επινοήσουν κάτι που «δεν έχουμε ξαναδεί», είτε στρεφόμενοι στην πρακτική του εξωφρενικού gore, είτε επενδύοντας στο concept που, κακά τα ψέματα, είναι κι εκείνο που μπορεί να διευρύνει τον κύκλο ζωής της ταινίας και να τραβήξει και ένα κοινό πέρα από τους πιστούς φαν του είδους. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι το concept από μόνο του δεν μπορεί να υποστηρίξει ολόκληρη ταινία. Ναι, μπορεί να αποβεί άκρως αποτελεσματικός ο liminal τρόμος του Skinamarink (2022), για παράδειγμα, αλλά πέρα από την ιδιαιτερότητα του τρόπου της, η ταινία δεν διαθέτει τίποτε άλλο, νιώθεις πως είτε διαρκούσε είκοσι λεπτά είτε εκατό καμία ουσιαστική διαφορά δεν είχε, απλώς στην πρώτη περίπτωση θα κάναμε λόγο για ένα τρομακτικά ενδιαφέρον φιλμ μικρού μήκους, ενώ τώρα το εγχείρημα, καίτοι αξιοπερίεργο, κινείται περισσότερο στη σφαίρα του gimmick – έχουμε γράψει αναλυτικά για το φιλμ εδώ.
Κάποιοι ζωόφιλοι έχουν δηλώσει ήδη δισταγμό να παρακολουθήσουν μια ταινία όπου ένα ζώο φοβάται ή κινδυνεύει, δεν έχουμε, όμως, μια ταινία στην οποία το ζώο τρομοκρατείται από τις φαντασματικές παρουσίες. Ο τρόμος προκαλείται από την αντιπαραβολή αυτού που βλέπει ο σκύλος κι εκείνου που αγνοεί ο ιδιοκτήτης του.
Τη φετινή χρονιά είδαμε όχι μία αλλά δύο ταινίες που, αναζητώντας αυτό το «κάτι» που «δεν έχουμε ξαναδεί», έπαιξαν με τη συνταγή της ιστορίας φαντασμάτων, ενός υποείδους που έχει εμπνεύσει μερικές από τις μεγαλύτερες δόξες του κινηματογραφικού τρόμου και προσφέρει ευρύτατο πεδίο για δημιουργία, καθώς η έννοια του φαντάσματος μπορεί να προσδιοριστεί με δεκάδες διαφορετικούς τρόπους – κι αυτή του την πολυσημία το «φάντασμα» τη φοράει περήφανα και στην ετυμολογία του, ως άμεσα συνδεδεμένο με τη «φαντασία». Η μία είναι το Presence του πολύπειρου Στίβεν Σόντερμπεργκ και η άλλη το επερχόμενο Good Boy του πρωτοεμφανιζόμενου Μπεν Λέονμπεργκ.

Στο Presence το διαφορετικό angle, το hook, όπως θα έλεγαν οι φίλοι μας οι διαφημιστές, είναι ότι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παρατηρούμε τα δρώμενα από την οπτική γωνία του φαντάσματος. Το εύρημα θα μπορούσε να αποτελεί gimmick ανάλογο του προαναφερθέντος Skinamarink, αν το POV δεν βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση με το περιεχόμενο. Γιατί μέλημα του Σόντερμπεργκ είναι να μας τοποθετήσει στη θέση του φαντάσματος και, παράλληλα με τη '90s ίντριγκα μυστηρίου που έγραψε ο Ντέιβιντ Κεπ, να στοχαστεί γύρω από το επέκεινα, καταλήγοντας σε μια διαπίστωση πιο ανατριχιαστική από δέκα Φρέντι Κρούγκερ και είκοσι Καλόγριες μαζί: η υπαρξιακή μας αγωνία δεν θα καταλαγιάσει ούτε στην άλλη ζωή.
Συνήθως οι καλύτερες ιδέες στο σινεμά τρόμου προκύπτουν από καθημερινές εμπειρίες, από αστικούς μύθους ή από ένα (αδύνατο να εκπληρωθεί) αίτημα προς τους χαρακτήρες να αντισταθούν σε βασική βιολογική ή ψυχολογική τους ανάγκη προκειμένου να επιβιώσουν – στο Nightmare on Elm Street (1984), για παράδειγμα, πρέπει να μείνεις ξύπνιος, αλλιώς πέθανες. Το Good Boy αντλεί έμπνευση από μια παρατήρηση (αλλά και μια σκέψη) που κάθε ιδιοκτήτης ζώου έχει κάνει: μήπως όταν η γάτα μου κοιτάζει επίμονα το ταβάνι και ξαφνικά φεύγει τρέχοντας, τρόμαξε επειδή είδε κάτι που εγώ δεν βλέπω; Μήπως όταν ο σκύλος μου αρχίζει να γαβγίζει στον τοίχο, στην πραγματικότητα δεν γαβγίζει απλώς στο τσιμέντο; Μήπως υπάρχει μια παρουσία στο σπίτι αόρατη σε μένα, αλλά ορατή στο ζώο, που έχει κάποιες αισθήσεις του πιο ανεπτυγμένες; Κοινώς, μήπως ο σκύλος μου βλέπει φαντάσματα;
Ε, λοιπόν, στην ταινία του Μπεν Λέονμπεργκ αυτός ο μεγάλος φόβος ενός ιδιοκτήτη ζώου γίνεται πραγματικότητα. Το τετράποδο, «καλό παιδί» του τίτλου βλέπει όντως φαντάσματα. Και, για να μπορέσουμε να τα δούμε κι εμείς μαζί του, ο Λέονμπεργκ αποφασίζει να αφηγηθεί την ιστορία του αποκλειστικά από την οπτική γωνία του σκύλου. Ο νεόκοπος σκηνοθέτης μένει σε μεγάλο ποσοστό πιστός στο τέχνασμά του. Σε αρκετές σκηνές ο φακός βρίσκεται στο ύψος του γλυκύτατου πρωταγωνιστή και βλέπουμε μόνο ένα μέρος του ιδιοκτήτη του – όπως στον E.T. (1982), που υιοθετεί το παιδικό βλέμμα, τα πρόσωπα των ενηλίκων μένουν συχνά εκτός κάδρου.

Κάποιοι ζωόφιλοι έχουν δηλώσει ήδη δισταγμό να παρακολουθήσουν μια ταινία όπου ένα ζώο φοβάται ή κινδυνεύει, δεν έχουμε, όμως, μια ταινία στην οποία το ζώο τρομοκρατείται από τις φαντασματικές παρουσίες. Ο τρόμος προκαλείται από την αντιπαραβολή αυτού που βλέπει ο σκύλος κι εκείνου που αγνοεί ο ιδιοκτήτης του. Η συμπεριφορά του τετράποδου ήρωα προς τις απόκοσμες σκοτεινές φιγούρες είναι όμοια με εκείνη που θα είχε απέναντι σε οποιονδήποτε εισβολέα. Θέλει να τις διώξει, ώστε να προστατεύσει τον χώρο του και το αφεντικό του.
Κι εδώ έγκειται το βασικό συστατικό που απεγκλωβίζει την ταινία από τη μέγγενη του gimmick. O Λέονμπεργκ εφευρίσκει έναν απλό αλλά ευφάνταστο τρόπο για να συνδέσει τις μεταφυσικές συναντήσεις του σκύλου με εκείνο τον άφατο δεσμό μεταξύ του ζώου και του ιδιοκτήτη του. Έναν δεσμό τόσο αγνό κι ατόφιο, τόσο στενό και αρραγή που είναι αδύνατο να σπάσει οποιοσδήποτε τρίτος, ερχόμενος είτε από τούτη είτε από την άλλη ζωή. Για τους ζωόφιλους, η συγκίνηση είναι δεδομένη, δεδομένου πως συγγενέστερη ταινία του Good Boy αποδεικνύεται το λαοφιλές μελόδραμα Hachiko (2009).
Όσον αφορά τον τρόμο τώρα, όπως το γέλιο στις κωμωδίες, έτσι και ο φόβος στις ταινίες τρόμου είναι υποκειμενικό ζήτημα – δεν μπορούμε να εγγυηθούμε στον καθένα ξεχωριστά ότι θα τρομάξει με το Good Boy. Υπάρχουν 2-3 jump scares, το ένα, ομολογουμένως, ικανό να σε κάνει να αλλάξεις βρακί, αλλά ο Λέονμπεργκ στηρίζεται κυρίως στη διαστολή του χρόνου και στην αξιοποίηση του χώρου μέσα στο κάδρο, πάντα υπό το πρίσμα (και τους περιορισμούς) του σκυλίσιου POV. Σίγουρα, η κορύφωση του έργου θα μπορούσε να είναι λιγότερο καταδεικτική, δεδομένου του μέτριου CGI που επιστρατεύτηκε, αλλά περί πταίσματος πρόκειται. Εκτιμάται δε η οικονομία του εγχειρήματος στην παράδοση των b-movies του παρελθόντος και σε πείσμα των (συνειδητά) ανοικονόμητων κινηματογραφικών καιρών μας.
Για τον υπογράφοντα, πάντως, που παρακολούθησε την ταινία αρκετούς μήνες πριν, ο τρόμος της μάλλον λειτούργησε, δεδομένου ότι βλέπει καμιά φορά τις γάτες του να κοντοστέκονται στον τοίχο και να γουρλώνουν τα μάτια, ανακαλεί σκηνές του έργου και αγριεύεται. Και, κακά τα ψέματα, οι πιο πετυχημένες ταινίες τρόμου είναι εκείνες των οποίων την τρομακτική επίδραση αντιλαμβανόμαστε όχι την ώρα της προβολής αλλά καιρό μετά.
Το τρέιλερ της ταινίας
Η ταινία «Good Boy» κυκλοφορεί στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 9 Οκτωβρίου