«ΤΙ ΘΑ ΠΕΙ ΜΠΑΡΑ; Όλη η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία το ξέρει. Η Σπιναλόγκα της. Ο τόπος της Κολάσεως, η “Γιάμα” του Κουπρίν¹ αναδιπλασιασμένη, το τελευταίο ξεφτίδι των αίσχων του πολιτισμού μας. Εκείνο, που όλοι μας αποκαλούμε στίγμα και το προστατεύουμε οι ίδιοι, αφήνοντάς το να χοροπηδά μπρος στα μάτια μας χωρίς να έχουμε τη δύναμη να ρωτήσουμε τον λόγο της υπάρξεώς του. Μια ολόκληρη ιστορία γραμμένη με αίμα και αλύπητο ξύλο των αγαπητικών, στα ισχνά και βαθουλωμένα πρόσωπα γυναικείων υπάρξεων, που ζουν καταδικασμένες σε ζωντανό νεκροταφείο».
Με αυτά τα λόγια ο Κωστής Μπέζος² ξεκινάει για λογαριασμό της εφημερίδας «Ακρόπολις» την ανταπόκρισή του από τη γειτονιά της Μπάρας με αφορμή την επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1933.
«Μεγάλη κίνησις, εξαιρετικό νταραβέρι. Κάθε καρυδιάς καρύδι βρισκότανε εκεί, στολισμένα με γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα στ’ αυτί ή στην μπουτονιέρα. Οι φαντάροι και οι ναύτες είχανε την πρωτοκαθεδρία τάβλα στο μεθύσι».
Η Μπάρα ήταν, κατά τον Μπέζο, η συνοικία που σηκωνόταν σχεδόν κάθε βράδυ στο πόδι από τρεχάματα και πιστολιές. Ο τόπος που έστελνε την ηχώ της απεγνωσμένης και σπαρακτικής κραυγής στα πέρατα της Ελλάδας. Ένας στρατώνας οίκων ανοχής, σε βάρος των οποίων γυμνάζονταν αναρίθμητες υπάρξεις και εκμεταλλευτές. Ο τόπος όπου συγκεντρώνονταν από εγκληματικές φυσιογνωμίες μέχρι τον αθώο εργάτη.
«Αυτή είναι η Μπάρα της Θεσσαλονίκης, προ της οποίας ωχριούν τα θρυλικά Βούρλα του Πειραιώς».
Η φρικιαστική ηδονή
Το τέρμα της οδού Εγνατίας ήταν ο ομφαλός της φρικιαστικής συνοικίας. Κακομοιριά και φτώχεια σέρνονταν μαζί με τους ανθρώπους, που οι περισσότεροι βάδιζαν ύποπτα στα σκοτεινά σοκάκια, με μυστηριώδη έκφραση στα πρόσωπά τους.
Η ώρα θα ’ταν περίπου 3 μετά το μεσημέρι όταν ο Μπέζος μπήκε στην οδό Αφροδίτης.
«Μεγάλη κίνησις, εξαιρετικό νταραβέρι. Κάθε καρυδιάς καρύδι βρισκότανε εκεί, στολισμένα με γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα στ’ αυτί ή στην μπουτονιέρα. Οι φαντάροι και οι ναύτες είχανε την πρωτοκαθεδρία τάβλα στο μεθύσι».
Στην αρχή, μάλιστα, υπέθεσε ότι βρισκόταν σε προαύλιο στρατώνων, τόσο πολλοί είχαν συγκεντρωθεί. Οι γυναίκες ασχολούνταν διαρκώς μ’ αυτούς και δεν πρόφταιναν, παρότι η Μπάρα αριθμούσε περισσότερα από τριάντα «σπίτια». Σε κάθε «σπίτι» περίμεναν ουρές μεθυσμένων για να πάρουν σειρά, με τραγούδια, βρισιές, φτυσίματα και κοροϊδίες. Οι πιο ανυπόμονοι χτυπούσαν με γροθιές τα παράθυρα για ν’ ανοίξουν. Από ένα μικρούτσικο κενό της πόρτας, σε σχήμα τετράγωνο, πρόβαλλε η απαίσια φυσιογνωμία μιας γριάς.
— Με τη σειρά, βρε παιδιά... κάντε υπομονή.
— Ψέματα λες, δεν είναι κανένας μέσα! ούρλιαξε ένας φαντάρος κι αμέσως ομοβροντία από φωνές, πέτρες και γιουχαΐσματα ανάγκασαν τη γριά να κλείσει για να μη δεχτεί καμιά πετριά στο κεφάλι.
Επιτέλους η πύλη του ισόγειου παράδεισου άνοιξε και η ανθρωπομάζα, σαν τίγρη που είχε νηστέψει μια εβδομάδα τουλάχιστον, όρμησε να κατασπαράξει τη λεία της. Οι γυναίκες δέχονταν χίλια δύο στραπατσαρίσματα, κι ενώ μέσα τους σίγουρα είχαν αγανακτήσει, εντούτοις γελούσαν και ανταπέδιδαν τις χειρονομίες με λεκτικά μαργαριταράκια που έσταζαν... ευγένεια! Το σάπιο πάτωμα στέναζε από τους γδούπους της αρβύλας. Το μικροσκοπικό μαγαζί του μικρού γιου της Αφροδίτης είχε μεταβληθεί σε σταύλο.
Ένας πολίτης με μαύρο αραιό μουστάκι, μάτι γλαρωμένο από το μεθύσι, τραβούσε μια γυναίκα, εκείνη αρνιόταν επίμονα και τον έβριζε πρόστυχα. Ο πελάτης σε μια στιγμή θύμωσε και τράβηξε απότομα το χέρι της.
«Ήταν μια αδύνατη κοπέλα, ρυτιδωμένη από βλογιά στη μύτη και στα μάγουλα. Το δέρμα της, ζαρωμένο σαν πέτσα της γιαούρτης, είχε βούλες-βούλες, πιταλισμένο λάνι, και τα μάτια της είχαν βυθιστεί σε δυο κυανόμαυρους κύκλους. Τα δάκτυλά της – καϋμένο κορίτσι! – στολισμένα με δυο πρόστυχα δαχτυλίδια, έμοιαζαν με ποντικοπόδαρα έτοιμα να σπάσουν σαν κληματσίδες στην παραμικρότερη βία».
Ο Μπέζος έπρεπε να αλλάξει σελίδα του ζωντανού αισχρού βιβλίου που διάβαζαν όλες του οι αισθήσεις, και τράβηξε παρακάτω. Τα «σπίτια» εκεί ήταν ατελείωτα, καθώς και τα γεγονότα. Μια ολόκληρη διμοιρία έφραζε τον δρόμο του, και αναγκάστηκε να σταματήσει. Όλοι αυτοί περίμεναν σειρά.
— Ανοίχτε γιατί το σπάζουμε, το καίμε... έλεγε κάποιος ανυπόμονος νταής, που έπρεπε στην παρουσία του να παραμερίσουν όλοι.
«Η αστυνομική δύναμις δια την τάξιν της Μπάρας ήταν ένας ξερός... χωροφύλακας! Ένας σκέτος χωροφύλακας, που πολύ δικαίως είχε καθίσει στ’ αυγά του. Μπορούσε ο φουκαράς να τα βγάλει πέρα μόνος του; Τι να πρωτοπρολάβει;»
Ένας λόχος στρατιωτών ήθελε σώνει και καλά να ανοίξει κάποιο «σπίτι». Η δυστυχισμένη πορτιέρισσα έβγαζε το κεφάλι της από το πορτάκι και προσπαθούσε με το καλό να τους καθησυχάσει, λέγοντάς τους ότι είναι Πάσχα και οι γυναίκες δεν εργάζονται.
— Δεν μας ενδιαφέρει, πληρώνουμε! ωρύονταν οι φαντάροι και οι πολίτες.
Σε μια στιγμή απ’ το σιδερένιο μπαλκόνι βγήκε μια γυναίκα, κρατώντας μια λεκάνη με νερό και το έχυσε απάνω τους.
— Να, λούστρα! είπε και τους πέταξε λεκάνη και νερό μαζί.
«Ε, το τι επηκολούθησε είναι απερίγραπτο. Ολόκληρα αγκωνάρια έπεφταν στις πόρτες και στα παράθυρα με βρισιές φοβερές. Μια παρέα από τρεις ναύτες ανέλαβε να ξεριζώσει την πόρτα κι ένας άλλος άρχισε να σπάζει τα τζάμια με τις γροθιές του...»
— Να, άτιμες... θα σας το κόψουμε!
Τέτοια ήταν η λύσσα του ενός, που ενώ το χέρι του από τις γροθιές έτρεχε αίμα ποτάμι, γιατί το είχαν κομματιάσει τα τζάμια, εξακολουθούσε να σπάζει αράδα και στα παρακάτω σπίτια. Οι γυναίκες, τρομαγμένες, τρύπωναν μέσα κι αμπάρωναν τις πόρτες.
Τρία χρόνια μετά
Τρία χρόνια μετά, τον Μάρτη του 1936, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» πάλι, για την περιοχή της Μπάρας θα γράψει ο Αριστείδης Αγγελόπουλος.
«Τέσσαρες φορές επήγα στην Μπάρα. Είδα και άκουσα πράγματα που ξεπερνούν τα όρια του πιστευτού. Είδα και άκουσα ανατριχιαστικά γεγονότα, ικανά να προκαλέσουν τη συμπόνια και στον πιο αντικοινωνικό άνθρωπο. […] Μια ολόκληρη εκστρατεία, στην οποία ασφαλώς θ’ απετύγχανα ή θα έπεφτα οπωσδήποτε έξω από την πραγματικότητα, δίχως την πολύτιμη συντροφιά μιας συναδέλφου, της δεσποινίδος Τασίας Φλαμαροπούλου, που εργάζεται ως αστυνομικός συντάκτης στην “Απογευματινή” της Θεσσαλονίκης».
Η συνάδελφός του τον οδήγησε πρώτη φορά σ’ έναν περίπατο που είχε ανιχνευτικό χαρακτήρα κι ύστερα τον συντρόφεψε δύο ακόμα φορές, όταν θέλησε να συμπληρώσει τα στοιχεία του, συζητώντας όχι μονάχα με τις γυναίκες αλλά και με τις «μαμάδες», τους αγαπητικούς και τους καφετζήδες της γειτονιάς, καθώς η Μπάρα απαρτιζόταν από μια αναλογία 70% «σπιτιών» και 30% καφενείων, και τα καφενεία ήταν οι αίθουσες αναμονής των «σπιτιών».
«Αξίζει τον κόπο», του είχε πει. «Η Μπάρα είναι εντελώς διαφορετική από τα Βούρλα που επισκέφθηκε η Νάκου. Θα το δεις».
«Η Μπάρα είναι η αμαρτωλή γειτονιά της Θεσσαλονίκης. Τρακόσια βασανισμένα κορμιά πουλιούνται εκεί για ένα κομμάτι ψωμί. Πουλιούνται μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα αποπνικτική, κάτω από συνθήκες τουλάχιστον απάνθρωπες».
Σύμφωνα με τον Αγγελόπουλο, στην Μπάρα πλέον δεν συμβαίνουν μυστηριώδη και τρομαχτικά πράγματα, φόνοι ή ληστείες. Αυτό συνέβαινε παλιότερα, όταν η Μπάρα είχε τριπλάσια έκταση και πληθυσμό και η περιπλάνηση ενός απλού ανθρώπου στα θεοσκότεινα, κατεστραμμένα σοκάκια της θεωρούνταν τρέλα σωστή. Συμπλοκές, ενέδρες, απαγωγές, τραυματισμοί, ληστείες, φόνοι, αποτελούσαν το απαραίτητο νυχτερινό μενού του γειτονικού αστυνομικού τμήματος που μάταια πάσχιζε να συγκρατήσει μια τάξη στο πολυδαίδαλο κέντρο της ακολασίας.
«Σήμερα όμως η κρίσις, η αναδουλειά και η επιτακτική ανάγκη του ψωμιού την έχουν ανοίξει διάπλατη, καταδεχτική. Έχει αφοσιωθεί απόλυτα στον προορισμό της: να προσφέρει το ξεκούρασμα της ζωής βιοπαλαιστών που για τον έναν ή τον άλλον λόγο δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν μίαν οικογενειακή εστία. Θέλει να διασκεδάσει πρόσκαιρα τους πελάτες της για να ζήσει κι αυτή».
Η Μπάρα ήταν ευρύτερα γνωστή με τ’ όνομα «Βαρδάρης» και υπήρχαν πλέον πολλά νοικοκυρόσπιτα και μαγαζιά, εργοστάσια καθώς και προσφυγικός συνοικισμός. Τα σπίτια της, όλα μονώροφα, ισόγεια ή υπόγεια και επάνω πάτωμα. Δρόμοι, σπίτια και τρόφιμοι είχαν εντελώς κοινά χαρακτηριστικά: σαράβαλα, κακότεχνα μπαλωμένα, σοβατισμένα και φτιασιδωμένα πρόχειρα, όχι τόσο για να δώσουν τόνο στοιχειώδους κοκεταρίας όσο για να κρύψουν το ανεπανόρθωτο σακάτεμα.
Τα «κακόφημα σπίτια» είχαν συγκεντρωθεί στο κέντρο της γειτονιάς σε μια έκταση τριακοσίων τετραγωνικών μέτρων που τη χώριζαν δεκαπέντε στενόδρομοι γεμάτοι τεράστιες ακανόνιστες λακκούβες και χαλάσματα, βουτηγμένοι σε βούρκους που αιώνια συντηρούσαν οι βροχές και τα βρομόνερα των σπιτιών. Εργάτες, μικροεπαγγελματίες, υπάλληλοι, ναυτικοί και παραδαρμένα συντρίμμια της σκληρής βιοπάλης ήταν οι πελάτες τους.
«Τα “κορίτσια” δεν έχουν κανένα παράπονο απ’ αυτούς. Αν δούλευαν μάλιστα ξένοιαστες κι όχι κάτω από τη στραγγαλιστική προστασία των “μαμάδων” και των “αγαπητικών”, ίσως η ευτυχία ν’ άρριχνε και σ’ αυτές λίγο φως, που τόσο λαχταρά η τρικυμισμένη ψυχή των».
Στην οδό Αφροδίτης
Ο Αριστείδης Αγγελόπουλος και η Τασία Φλαμαροπούλου πέρασαν την πλατεία του Βαρδαρίου, στο κεντρικότερο σημείο της πόλης κι επάνω στον δρόμο που οδηγούσε από τον σταθμό στο κέντρο. Προχώρησαν πενήντα βήματα σ’ έναν πυκνοσύχναστο δρόμο γεμάτο λογής-λογής μαγαζιά, παράγκες και καροτσάκια, που πουλιόντουσαν τα πιο ετερόκλητα πράγματα. Έστριψαν αμέσως δεξιά σ’ έναν βρόμικο και λιθόστρωτο ανηφορικό δρομάκο. Δεξιά κι αριστερά σιδηρουργεία, σαγματοποιεία³, καροποιεία. Άλλα πενήντα βήματα και συνάντησαν μια στενή πάροδο. Εκεί ήταν τα σύνορα της Μπάρας.
Το στενό προχωρούσε βαθιά. Ο ήλιος φώτιζε τη μία μονάχα πλευρά του. Φτωχόσπιτα δεξιά κι αριστερά. Ο ρεπόρτερ της «Ακρόπολις» κοίταξε μια μαυρισμένη πινακίδα που μόλις τη συγκρατούσε ένα υπόλοιπο καρφιού στον μισογκρεμισμένο τοίχο του γωνιακού σπιτιού. «Οδός Αφροδίτης», έγραφε.
Στα πεζοδρόμια πολλοί διαβάτες. Εργατικοί με λερωμένα και σκισμένα ρούχα κουβαλούσαν σίδερα ή καροτσάκια ή κουφώματα, γυναικούλες του λαού με μικροψώνια, παιδιά κουρελιάρικα. Η κλασική ζωή μιας πυκνοκατοικημένης φτωχογειτονιάς. Τίποτε το εξαιρετικό.
«Μας διάβασε ο κυρ-Μιχάλης για τα Βούρλα και κλαίγαμε»
Στο άλλο τετράγωνο, όμως, πόρτες διάπλατες, παραθύρια ορθάνοιχτα, καρέκλες στην είσοδο «κι ένας συρφετός από γυναίκες της αμαρτίας, ή μισόγυμνες ή διπλωμένες σε φανταχτερές ρόμπες, που κάθονταν προκλητικά ή περπατούσαν στα πεζοδρόμια».
Κάθε δυο σπίτια κι ένα καφενείο με γραμμόφωνο ή λατέρνα στην είσοδο, μερικοί ντενεκέδες με πρασινάδες, άφθονη πελατεία ανέργων και εργατικών. Οι γυναίκες προκαλούσαν με άσεμνα πειράγματα κάθε διαβάτη. Η ρεπόρτερ της «Απογευματινής» της Θεσσαλονίκης δεν φάνηκε και τόσο συγκινημένη από το θέαμα, γιατί το επάγγελμα της αστυνομικής συντάκτριας πολλές φορές την είχε φέρει ως εκεί.
Προχωρήσανε στη μέση του δρόμου. Οι άσεμνες προκλήσεις συνεχίζονταν από τις γυναίκες κι αναγκάστηκαν να μπούμε στο πρώτο στενό. «Πάροδος Ταντάλου», έγραφε με μπογιά στον τοίχο. Η ίδια εικόνα και εδώ. Γυναίκες πολλές στον δρόμο, στα πεζοδρόμια, στα κατώφλια καθισμένες, δίχως να δίνουν σημασία στη στάση και την περιβολή τους. Ξαφνικά από ένα ισόγειο πετάχτηκε μία και έτρεξε προς το μέρος τους.
— Με θυμάσαι; ρώτησε την Τασία.
— Ναι. Στο νοσοκομείο.
— Α! Μπράβο. Είμαι η Αγγέλα. Αν θέλεις να σε βοηθήσω τίποτα, πέρασε μέσα να τα πούμε.
Την ακολούθησαν στο απέναντι ισόγειο. Ήταν ένας μακρόστενος διάδρομος, ανοιχτός προς τον δρόμο, με πολλές πόρτες, δυο πάγκους, μερικές καρέκλες και μια σόμπα στη μέση. Γύρω της κάθονταν δυο τρεις κοπέλες και μια μεσόκοπη που τους κοιτούσαν περίεργα. Η μεσόκοπη σηκώθηκε και τους ρώτησε ευγενικά:
— Θα πάρετε καφέ;
Η Τασία ζήτησε ένα νερό κι ο Αγγελόπουλος ευχαρίστησε. Η μεσόκοπη γύρισε σε μια κοπέλα και της είπε κάτι δυνατά, σε γλώσσα άγνωστή του. Εκείνη κούνησε το κεφάλι, δίπλωσε τη ρόμπα της και βγήκε στον δρόμο χτυπώντας τα πασουμάκια της.
— Είναι Αρμένισσα, τους εξήγησε η μεσόκοπη. Δεν ακούει καλά κι ούτε μπορεί να καλομιλήσει. Συλλαβίζει μερικές λέξεις με το ζόρι.
— Έχει πάθει τίποτα;
— Ποιος ξέρει; Δεν μάθαμε ποτέ τίποτα γι’ αυτήν. Είναι δεκαπέντε χρόνια εδώ πέρα. Ούτε το όνομά της δεν ξέρουμε. Την αγαπούμε όμως γιατί έχει καλή καρδιά. Ύστερα, δεν βρίσκονται εδώ γυναίκες που να μη βρίζουν. Αυτή, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει.
Απ’ έξω είχαν μαζευτεί κι άλλες γυναίκες κι άντρες από τα διπλανά σπίτια. Κρυφομιλούσαν για την Τασία Φλαμαροπούλου και σε μια στιγμή πήρε τ’ αυτί τους τα λόγια ενός:
— Θα γράψει για τις γυναίκες της Μπάρας, όπως έγραψε για τα Βούρλα. Είναι η Νάκου!
— Αλήθεια; ρώτησε μια απ’ έξω, κοιτάζοντας τη συνάδελφο. Θα γράψεις στην «Ακρόπολις»; Μας διάβασε ο κυρ-Μιχάλης για τα Βούρλα και κλαίγαμε.
Ο κυρ-Μιχάλης ήταν ο διπλανός καφετζής. Ο ρεπόρτερ της Ακρόπολις θέλησε να τον ρωτήσει κάτι, αλλά έκρινε σκοπιμότερο να σιωπήσει, γιατί μια παρέα από εργατικούς μπήκε στον διάδρομο. Σηκωθήκανε.
— Γεια σας, κορίτσια.
— Γεια σας και να μας ξαναρθήτε. Έχουμε να σας πούμε πολλά…
¹«Γιάμα» είναι ο τίτλος της μυθιστορηματικής μελέτης του Αλεξάντερ Κουπρίν για την πορνεία στην Ρωσία και δημοσιεύτηκε και σε τρία μέρη το 1909, το 1914 και το 1915.
²Ο Κωστής Μπέζος ήταν συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και κιθαρίστας του ρεμπέτικου. Παράλληλα ήταν σκιτσογράφος και δημοσιογράφος.
³Εργαστήρια κατασκευής σαμαριών