Αν ο Βόλος ήταν γλυκό, θα ήταν η πάστα φούρνου της Μινέρβας

Αν ο Βόλος ήταν γλυκό, θα ήταν η πάστα φούρνου της Μινέρβας Facebook Twitter
Όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου ερχόντουσαν εδώ για το ούζο του απεριτίφ, οι κυρίες για τον ελληνικό, εμείς για την πορτοκαλάδα ΕΨΑ και όλοι μαζί για το διάσημο, περιβόητο γλυκό της με το σουρεαλιστικό όνομα «πάστα φούρνου». Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
1

Κάθε πόλη στην Ελλάδα έχει τη δική της «Μινέρβα». Εμείς στο Βόλο την έχουμε πάνω στην περαντζάδα της παραλίας, καίρια στο πιο ζηλευτό κομμάτι της, στην καρδιά της κοσμοσυρροής, στα πόδια της πιο όμορφης παλιάς πολυκατοικίας της πόλης.

Η «Μινέρβα» είναι ζαχαροπλαστείο, είναι καφέ, είναι ανοιχτή όλη μέρα κι όλη νύχτα, είναι και ποτάδικο, κυρίως, όμως, είναι μνήμη, είναι η ιστορία όλων μας, του μπαμπά, της μαμάς, η δική μου, εσχάτως και του γιου μου. Η «Μινέρβα» δεν πεθαίνει και δεν αγχώνεται μήπως την κλείσουν οι καιροί. Μόνη αποφασίζει τη ζωή και το θάνατό της, ψηφίζοντας υπόγεια και σταθερά πάντα το πρώτο. Δίπλα της ανοίγουν αλυσίδες, με δυνατές μουσικές, με χρωματιστά λογότυπα, με ταμπέλες που τυφλώνουν το μάτι και σε σέρνουν απ'τη μύτη, με ντιζάιν καναπέδες και λαχταριστούς φρέντο.

Όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου ερχόντουσαν εδώ για το ούζο του απεριτίφ, οι κυρίες για τον ελληνικό, εμείς για την πορτοκαλάδα ΕΨΑ και όλοι μαζί για το διάσημο, περιβόητο γλυκό της με το σουρεαλιστικό όνομα «πάστα φούρνου».

Η «Μινέρβα» έχει τέντες που λυσσομανάνε με το θαλασσινό αεράκι, πολλά τραπέζια, καμία αισθητική ανησυχία. Κάποτε έκανε ανακαίνιση, αλλά πίσω από τις καινούριες μπανκέτες, πάλι νομίζεις ότι από κάπου θα προβάλλει ο Κωνσταντάρας με τον Δαλιανίδη, πάλι η sixties μυρωδιά ξετρυπώνει από το ψυγείο-προθήκη, τα κάδρα στους τοίχους, τα παλιά γκαρσόνια που θαρρείς θ'αφήσουν εδώ τα κόκαλά τους, τα ίδια από τα βάθη του χρόνου, μόνο που τώρα μοιάζουν λιγότερο γκλαμ, λιγότερο café de Paris. Όσο κι αν έψαξα την ιστορία της, τίποτα συνταρακτικό δεν βρήκα στο βιογραφικό της.

Μόνο μια μετακόμιση, δυο στενά πιο κεντρικά. Λαϊκός καφενές με μπιλιάρδα στις αρχές του περασμένου αιώνα, πέρασε στην αστική café society μόλις έπιασε παραλία, ωστόσο ποτέ δεν έκανε κάστινγκ στην πελατεία της. Όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου ερχόντουσαν εδώ για το ούζο του απεριτίφ, οι κυρίες για τον ελληνικό, εμείς για την πορτοκαλάδα ΕΨΑ και όλοι μαζί για το διάσημο, περιβόητο γλυκό της με το σουρεαλιστικό όνομα «πάστα φούρνου». Καθότι, πώς φούρνου με τόση σοκολατένια σαντιγί γύρω τριγύρω;

Αν ο Βόλος ήταν γλυκό, θα ήταν η πάστα φούρνου της Μινέρβας Facebook Twitter
Η «Μινέρβα» είναι ζαχαροπλαστείο, είναι καφέ, είναι ανοιχτή όλη μέρα κι όλη νύχτα, είναι και ποτάδικο, κυρίως, όμως, είναι μνήμη, είναι η ιστορία όλων μας, του μπαμπά, της μαμάς, η δική μου, εσχάτως και του γιού μου.

Γαστρονομικό αίνιγμα που παρασκευάζεται με την ίδια συνταγή και καταναλώνεται με την ίδια νοσταλγία. Αν ο Βόλος ήταν γλυκό θα ήταν η πάστα φούρνου της Μινέρβας. Στη Μινέρβα έμαθα πως όταν είσαι παιδί και σε βγάζουν για πορτοκαλάδα, δεν τσιρίζεις, δεν μιλάς, σχεδόν δεν αναπνέεις, απαντάς μόνο όταν ρωτούν το όνομά σου, κάθεσαι ευπρεπώς, δεν έχεις απαιτήσεις, δεν καρφώνεσαι με περιέργεια στα γύρω τραπέζια, δεν ρουφάς το καλαμάκι σου, δεν πετιέσαι στις κουβέντες των μεγάλων.

Στη Μινέρβα ήρθε ο πρώτος φραπές της πόλης, στη Μινέρβα κατέληγαν όλα τα σκασιαρχεία, στη Μινέρβα είχε πολλά τάβλια, στη Μινέρβα δώσαμε τα πρώτα ραντεβού, στη Μινέρβα καθόμασταν χώρια τ'αγόρια από τα κορίτσια στην πασαρέλα που αποφάσιζε τους πρώτους, αειπάρθενους έρωτες.

Όλες οι γενιές μαζί ανεκτικές στις ορέξεις της καθεμιάς, στη Μινέρβα μάθαμε να είμαστε «μοντέρνοι» όταν παραγγείλαμε το πρώτο ice cream soda, σόδα που έσβηνε το παγωτό βανίλια μέσα στο ποτήρι με τη μεταλλική σκαλιστή βάση και το χερούλι. Εκεί φάγαμε το πρώτο παγωτό σικάγο, πάστα σαντιγί και αμυγδάλου, με το μάτι τηλεσκόπιο στον περαστικό γνωστό που θα προδώσει στους γονείς ότι «οι μικρές δεν πήγαν και σήμερα φροντιστήριο αλλά τις είδα στη Μινέρβα να χαλβαδιάζουν αγόρια».

Αν ο Βόλος ήταν γλυκό, θα ήταν η πάστα φούρνου της Μινέρβας Facebook Twitter
Όσο κι αν επί αιώνες προσπαθούμε να σημειολογήσουμε από τι φτιάχνεται η σαντιγί της, δεν το'χουμε καταφέρει - λες να'χει μαρέγκα; Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Δυο-τρεις φορές το χρόνο πάμε ακόμα στη Μινέρβα. Αργά τη νύχτα, μετά από αλκοολοποσίες που κάμπτουν την αντίσταση στην τσάμπα θερμίδες-ζάχαρη. Κάποιος κοιμάται σ' ένα τραπέζι, φοιτητές παίζουν επιτραπέζια σε μια γωνία, ένα παράνομο ζευγαράκι, στις 4 το πρωί μπορεί ξαφνικά να γίνει χαμός σε ένα after του χαλαρού χαζολογήματος με σόδες και κόκα-κόλες. Παραγγέλνουμε όλα τα γλυκά. Όσο κι αν επί αιώνες προσπαθούμε να σημειολογήσουμε από τι φτιάχνεται η σαντιγί της, δεν το'χουμε καταφέρει – λες να'χει μαρέγκα;

Άλλοτε στραβώνουμε γιατί η γεύση τους είναι σαν πεθαμένη, αδύνατο να αναστήσει μέσα μας τον νεκρό της νοσταλγίας. Άλλοτε όλα μοιάζουν ακριβώς «τότε». Κι επειδή η κουζίνα προφανώς αναπαράγει τυφλοσούρτη τις ίδιες συνταγές του ιδρυτού, και πατέρα του καταπληκτικού ποιητή, συγγραφέα, μεταφραστή και συνεκδότη της «Λέξης» Θανάση Νιάρχου, έχω καταλήξει πως και το παρελθόν έχει τις ώρες του. Άλλοτε ξυπνά πρόθυμα, άλλοτε βαριέται να σε εξυπηρετήσει στη διαδρομή που ζωγραφίζει στον ουρανίσκο καρμπόν την παιδική σου ηλικία.

Γεύση
1

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Η ιεροτελεστία του πανηγυρικού πιλαφιού του Δεκαπενταύγουστου στο Καρπάθιο

Γεύση / Tα πιλάφια του Δεκαπενταύγουστου: Έτσι τιμούν τη μεγάλη γιορτή σε Κάσο και Κάρπαθο

Ακολουθώντας τελετουργικό χρόνων, στήνουν καζάνια πάνω σε φωτιές και φτιάχνουν πιλάφι, κρέας κοκκινιστό και τηγανητές πατάτες για να τιμήσουν τη μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Agora symi

Γεύση / Agora: Η πιο γραφική ανηφόρα της Σύμης οδηγεί σε μια κουζίνα με χαρακτήρα

Σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα τα παστέλ αρχοντικά της Σύμης, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος σερβίρει μια ελληνική κουζίνα που συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το αντιγράφει – μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά ακούγεται καθαρά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Οι ανθοί της cucina povera

Γεύση / Κολοκυθανθοί: Τα λουλούδια της φτωχής αλλά σοφής κουζίνας

Τα άνθη που είτε βουτιούνται στο κουρκούτι είτε γίνονται τροφαντός ντολμάς κρύβουν φθαρτή ομορφιά και μεγάλη γευστική παράδοση — πολύ πριν ο οδηγός Michelin αναδείξει τάσεις σαν το zero waste και το «από το χωράφι στο τραπέζι».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Το κρασί με απλά λόγια / Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Πώς επηρεάζει η αστρονομία τις καλλιεργητικές πρακτικές στο αμπέλι; Η Υρώ Κολιακουδάκη και ο Παναγιώτης Ορφανίδης σε μια συζήτηση με τον Θοδωρή Κοντογιάννη για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την τεχνολογία και το κρασί, έξω από τα συνηθισμένα.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ
Οι ιδιαίτερες γεύσεις του καλοκαιριού στο Αιγαίο

Γεύση / Σαρδέλες Καλλονής, Φούσκες, Σκίζα. Αυτή είναι η γεύση του Αιγαίου

Οι μένουλες Καρπάθου, το σπινιάλο Καλύμνου, η σκίζα της Μήλου και η μόστρα της Μυκόνου: Από τον ιωδιούχο αφρό του Αιγαίου ως τα μητάτα των Κυκλάδων, η γεύση του καλοκαιριού αποτυπώνεται σε προϊόντα που φέρουν την ιστορία και το φως των νησιών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ