To μαμαδίστικο

To μαμαδίστικο Facebook Twitter
2
To μαμαδίστικο Facebook Twitter
Επομένως, τη μάνα σας να την προσέχετε, και όταν σας φέρνει το φαγητό, ακόμα και τώρα που έχετε σαρανταπενταρίσει, γιατί πιστεύει, και έχει δίκιο, πως δεν έχετε να φάτε ή δεν προλαβαίνετε, να το εκτιμάτε... Εικονογράφηση: Stupid Greg

Την Κυριακή το βράδυ γύρισα από ένα ταξίδι. Αργά. Έφυγα άνοιξη, γύρισα χειμώνα. Παγωμένο σπίτι, γάτες κάτω από τα στρωσίδια. Πήγα κι ήρθα δυο-τρεις φορές μες στο σπίτι. Τσέκαρα κάτι φυτά αν έχουν νερό, φύλαξα το διαβατήριό μου μην το χάσω. Πήγα στην κουζίνα. Πάντα εδώ έρχομαι μόλις μπαίνω στο σπίτι. Το κέντρο ελέγχου. Μικρό, με χιλιάδες πράγματα, σαν κουζινάκι εργένη. Έχει όμως κερδίσει τα γαλόνια και τα παράσημά του και δεν μασάει μπροστά στις μεγάλες κουζίνες, τις άσπιλες. Δεν είχα και πολλές επιλογές. Ό,τι είχε το ντουλάπι με τις προμήθειες και η κατάψυξη. Δόξα και τιμή στους ζωμούς που κρύβονται εκεί πίσω, στο βάθος, μετά τα παγωμένα τσίπουρα. Δόξα και τιμή και σε κάτι τραχανάδες που βρίσκονται πάντα στο ντουλάπι.

Μαμαδίστικο είναι αυτό που δεν μπορείς να φτιάξεις εσύ ή κάποιο εστιατόριο ποτέ. Είναι μόνο από αυτήν και απευθύνεται μόνο σ' εσένα. Ούτε καν στην αδερφή σου, που μάλλον έχει άλλο φαγητό στο μυαλό της ως τον ορισμό του μαμαδίστικου.


Δεν έκανα πολλά. Έβαλα μπρος να φτιάξω το Νο1 αγαπημένο μου μαμαδίστικο φαγητό ή, για να μην παρεξηγηθώ, της μάνας μου το αγαπημένο φαγητό. Δεν έχω ψευδαισθήσεις, το δικό της δεν μπορώ να το φτάσω. Μάλιστα, το κάνω και επίτηδες να είμαι άτσαλος όταν φτιάχνω αυτή την ντοματένια σούπα με τραχανά. Ίσως και για να μην την ξεπεράσω ποτέ. Αν το κάνω, τι έχω να περιμένω; Τι θα έχω να θυμάμαι; Βαριέμαι τις νίκες και τις κατακτήσεις. Θέλω τα κουτάκια να γεμίζουν με αυτό που πρέπει. Και αυτό το κουτάκι έχει γεμίσει από πολύ νωρίς.


Σαν φοιτητής, λοιπόν, πετάω κάτι ντοματίνια (ούτε ντομάτα κονσέρβα, ούτε τίποτα) στην κατσαρόλα μαζί με λάδι και τα αφήνω να «σπάσουν». Πετάω δυο μεγάλους κύβους από κατεψυγμένο ζωμό κότας (ούτε που θυμάμαι πότε φτιάχτηκαν αυτοί) και αφού λιώσουν ανάμεσα σε υδρατμούς και αρώματα ζωμού, όσο περνά η ώρα ανασταίνονται και ξεπηδούν από τον πάγο. Όταν αρχίσει ο ζωμός να κοχλάζει, πέφτει μέσα κι ο τραχανάς, αυτό το παράξενο υλικό που όσο ψήνεται τόσο η γεύση του μαλακώνει και γλυκαίνει – μυρίζεις γάλα και γη. Αυτό ήταν. Τα αφήνω να βράσουν μέχρι να λιώσει ο τραχανάς και οι ντομάτες να βάψουν τον ζωμό και να τον κάνουν κοραλλί προς κόκκινο. Αλάτι, πιπέρι, λίγο βούτυρο. Λίγη τριμμένη φέτα και έτοιμο. Η μάνα μου θα έβαζε χαλούμι. Που θα μαλάκωνε, αλλά δεν θα έλιωνε μέσα στη σούπα.


Κάτι τέτοιες στιγμές σκέφτομαι πως είναι μεγάλη αδικία που τα εστιατόρια βαφτίζουν τα φαγητά τους «μαμαδίστικα», αλλά και οι πελάτες που ζητάνε το «μαμαδίστικο» από τα μεγαλοκαζάνια των εστιατορίων ίσως πρέπει να το κοιτάξουν αυτό.


Μαμαδίστικο είναι αυτό που δεν μπορείς να φτιάξεις εσύ ή κάποιο εστιατόριο ποτέ. Είναι μόνο από αυτήν και απευθύνεται μόνο σ' εσένα. Ούτε καν στην αδερφή σου, που μάλλον έχει άλλο φαγητό στο μυαλό της ως τον ορισμό του μαμαδίστικου.


Είναι αυτό, και ίσως το μοναδικό, που δεν είναι τόσο τα υλικά αλλά αυτή η γελοία φράση «έβαλε πολλή αγάπη ή πολύ συναίσθημα μέσα» που το καθιστά μαμαδίστικο.


Αντικειμενικά μπορεί να μην είναι καν νόστιμο. Μπορεί, όμως, να είναι ανυπέρβλητο επειδή εσύ το συνέδεσες με τα αχνιστά παράθυρα της κουζίνας του πατρικού σου όταν γύρναγες τον χειμώνα από το σχολείο και το ζεστό φαΐ σε περίμενε στο τραπέζι. Επειδή τα καλοκαίρια, έτσι όπως το έφτιαχνε αυτή το λαδερό, το σιγόβραζε από το πρωί και το άφηνε να φτάσει στη σωστή θερμοκρασία για να το βρεις και να το φας εσύ μετά το μπάνιο. Λοιπόν, αυτά δεν θα τα βρείτε εκεί που στην ταμπέλα γράφει «μαμαδίστικο».


Επομένως, τη μάνα σας να την προσέχετε, και όταν σας φέρνει το φαγητό, ακόμα και τώρα που έχετε σαρανταπενταρίσει, γιατί πιστεύει, και έχει δίκιο, πως δεν έχετε να φάτε ή δεν προλαβαίνετε, να το εκτιμάτε. Είμαστε κι εμείς που ζούμε πολύ μακριά από αυτές και που έχουμε να δούμε μαμαδίσιο ταπεράκι τουλάχιστον 20 χρόνια.
Τώρα, όσον αφορά τα εστιατόρια και το δικό τους μαμαδίστικο, τι να πω; Έχετε επενδύσει στους καραβοτσακισμένους αυτής της γης, που είναι και πολλοί και πιστεύουν ό,τι τους δίνει έστω και μια φλοίδα από αυτό που θα ήθελαν. Καλά κάνετε. Businesswise, σωστή απόφαση. Όμως το «μαμαδίστικο» δεν είναι ποτέ νερομπούλι. Να το θυμόμαστε αυτό.
Μάνα, στείλε τάπερ, σε φιλώ!

2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Nothing Days / Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Από την πιο αρχαία καλλιέργεια στην ιστορία μέχρι τις γκουρμέ, ακριβές εκδοχές τους, τα σαλιγκάρια κατέληξαν από βασική τροφή να γίνουν υποτιμημένη και σπάνια, και η αφορμή για τοξικά σχόλια στα social media.
M. HULOT
Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας

Γεύση / Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης, ένα από τα τελευταία της Ελλάδας, παραμένει ανοιχτό για ταξιδιώτες και ντόπιους, με την κυρία Νίτσα να κρατά ζωντανή την παράδοση της φιλοξενίας σε ένα μαγειρείο που θυμίζει λαογραφικό μουσείο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ

σχόλια

2 σχόλια
Τι ωραια που τα ειπες! Κι εμενα μου λειπει το λαχανορυζο και το τουρλου και τα γεμιστα και τα λαζανια με μελιτζανες που εφτιαχνε η μανουλα και που πολλες φορες δεν εκτιμουσα. Δεν υπαρχει αλλο φαγητο σαν της μαμας - μπορει να το πλησιασει σε νοστιμια αυτο που σου φτιαχνουν οσοι σε αγαπανε, αλλου ομως δε θα το βρεις, γιατι συνηθως τις αναμνησεις απο τα αγαπημενα μας προσωπα τις εξιδανικευουμε και τις βαζουμε αφταστα ψηλα.