Georges Didi-Huberman
Φιλόσοφος, ιστορικός τέχνης
"Ούτε διωκόμενοι, ούτε πρόσφυγες, ούτε φυλακισμένοι, είμαστε ωστόσο οι ψυχικά όμηροι της αβάσταχτης κατάστασης στη Γάζα".
Οι περιπέτειες μιας ελεύθερης γνώμης
Ο Georges Didi-Huberman έγραψε το ακόλουθο κείμενο πριν δυο εβδομάδες και το έδωσε στη Libération. Η συντακτική επιτροπή συνεδρίαζε επί δύο εβδομάδες προτού αποφασίσει πως η προσέγγιση μεταξύ ισραηλινού στρατού και Ναζί "δεν βοηθάει στην επίλυση του προβλήματος". Στην αρχή του ζητήθηκε να χωριστεί το άρθρο σε δυο (ένα άρθρο για τη Γάζα κι ένα άλλο για τη μνήμη της Σοά), στη συνέχεια να παραμείνει ως έχει αλλά να αφαιρεθεί το τέλος, μετά να αφαιρεθεί η αναφορά στο γκέτο της Βαρσοβίας, κι αφού ο συγγραφέας αρνήθηκε να κόψει το οτιδήποτε, του είπαν πως δε θέλουν να το δημοσιεύσουν γιατί "σε αυτή τη δεδομένη στιγμή, το άρθρο, ως έχει, δε βοηθά στον κατευνασμό των πνευμάτων". Τελικά ο Georges Didi-Huberman το έδωσε στη Le Monde που θέλησε να το βγάλει αμέσως χωρίς περικοπές.

Ελεύθερη γνώμη
Le Monde -03.06.2025
Γάζα ή το μη ανεκτό. Εδώ και μήνες, και κάθε μέρα όλο και περισσότερο, θα μπορούσαμε να πούμε. Αυτή η κατάσταση είναι δύο φορές, τρεις φορές, χίλιες φορές αβάστακτη. Ανθρωπίνως απαράδεκτη, πρωτίστως φυσικά, για όσα υφίσταται ο άμαχος πληθυσμός, που συνθλίβεται κάτω από τις βόμβες ενός στρατού που, κατά το αμερικανικό πρότυπο, πιστεύει ότι μπορεί να "ξεριζώσει" (δηλαδή να βγάλει μια ρίζα από το τρίσβαθο έδαφος) καταστρέφοντας αδιακρίτως τα πάντα στην επιφάνεια (τα σπίτια, τα νοσοκομεία, τις γυναίκες και τα παιδιά, τους δημοσιογράφους, τους τραυματιοφορείς, τους εργαζόμενους σε ανθρωπιστικές οργανώσεις...). Η κατάσταση είναι επίσης πολιτικά αφόρητη, καθώς οι άπειρες φωνές που υψώνονται εναντίον της αποδεικνύονται απελπιστικά ανίσχυρες, από τη στιγμή που οι αμερικανικές βόμβες συνεχίζουν να παραδίδονται και να χρησιμοποιούνται στο πεδίο. Ο [πρωθυπουργός] Μπενιαμίν Νετανιάχου δεν ακούει πλέον - εδώ και πάρα πολύ καιρό - τον κόσμο γύρω του: τακτική της κώφωσης, βαθιά κυνική, αλλά και αυτοκτονική στην ουσία της, οδηγώντας σε σκηνές αποκάλυψης, και εκμηδενίζοντας έτσι κάθε πιθανότητα πολιτικής διευθέτησης αυτής της σύγκρουσης.
Όλα αυτά είναι πολύ γνωστά, αν και χρειάζεται να τα επαναλαμβάνουμε. Ωστόσο, υπάρχει και μια τρίτη πτυχή αυτής της απαράδεκτης κατάστασης: μια ψυχική πτυχή, θα έλεγα, η οποία επηρεάζει ιδιαίτερα τους Εβραίους της διασποράς. Αυτούς που δεν ονειρεύτηκαν ποτέ κανενός είδους αυτοκρατορία, παρά μόνο μια ζωή ως πολίτες στη χώρα τους, όποια κι αν είναι αυτή, εκεί όπου επέλεξαν να ζήσουν. Αυτοί που δεν τοποθετούν την εβραϊκή τους ύπαρξη στο χωνευτήρι ενός κράτους. Είναι αλήθεια ότι μεταφέρουν στις πλάτες τους αυτό το τεράστιο βάρος που ονομάζεται ιστορία, συγκεντρωμένο σε μάζες ή σωρούς περισσότερο ή λιγότερο τακτοποιημένους στους ψυχικούς μαιάνδρους της μνήμης τους. Θυμάμαι ότι ο Henri Meige, μαθητής του Charcot στο νοσοκομείο Salpêtrière, είχε δημοσιεύεσει το 1893 μια ιατρική διατριβή πάνω σε αυτό που ονόμασε "σύνδρομο του περιπλανώμενου Εβραίου": σε πολλές περιπτώσεις, επρόκειτο για εξαθλιωμένους μετανάστες που είχαν διαφύγει από τα πογκρόμ της Ανατολικής Ευρώπης και είχαν χάσει τα λογικά τους μετά από τόσες δοκιμασίες που είχαν περάσει. Τους αναγνώριζες στους δρόμους του Παρισιού από τα τεράστια δέματα που κουβαλούσαν στους ώμους τους, γεμάτα με ασήμαντα, ετερόκλητα, άχρηστα αλλά συναισθηματικά αντικείμενα. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, όσοι δεν είχαν υποκύψει στις ναζιστικές διώξεις έγιναν με τη σειρά τους μετανάστες. Την άθλια αυτή ύπαρξη όπως και τη στέρηση των δικαιωμάτων τους υπέμειναν πολλοί, μεταξύ των οποίων και μεγάλοι διανοούμενοι όπως η Χάνα Άρεντ, η οποία έκανε μια ολοληρωμένη ανάλυση αυτής της κατάστασης σε ένα κείμενο που έγινε διάσημο, με τίτλο Εμείς οι πρόσφυγες (We Refugees).
Εμείς, σήμερα, σίγουρα δεν είμαστε πλέον Εβραίοι πρόσφυγες, αλλά ελεύθεροι πολίτες - λιγότερο ή περισσότερο ελεύθεροι - που ζουν σε μια χώρα της οποίας οι νόμοι υποτίθεται ότι μας προστατεύουν από το πανάρχαιο αντισημιτικό σύνδρομο. Δεν εμπλεκόμαστε άμεσα σε πόλεμο, ούτε ζούμε με τον καθημερινό φόβο, ούτε είμαστε φυλακισμένοι, ούτε πεινασμένοι, ούτε όμηροι κανενός. Εκεί πέρα, υπάρχουν ακόμα όμηροι που κρατούνται από τη Χαμάς, που δεν ξέρουμε πόσοι από αυτούς επιβιώνουν ή πόσοι θα επιβιώσουν. Υπάρχει ένας ολόκληρος πληθυσμός της Γάζας που κρατείται όμηρος μιας ατελείωτης εκδίκησης. Συγκριτικά, εμείς εδώ δεν είμαστε όμηροι κανενός. Αλλά η αφόρητη κατάσταση στη Γάζα μας έχει ρίξει σε ένα είδος παραλυτικού φόβου και αβυσσαλέας ντροπής, σημάδι της παγιδευσής μας σε μια ηθική μέγγενη. Ούτε διωκόμενοι, ούτε πρόσφυγες, ούτε φυλακισμένοι, είμαστε ωστόσο οι ψυχικά όμηροι της κατάστασης που δημιούργησε η πρόσφατη ιστορία - που όμως στην πραγματικότητα ξεκίνησε εδώ και πολύ καιρό - αυτής της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, η οποία δεν είναι καινούργια, ορισμένα μεγάλα πνεύματα, όπως ο Pierre Vidal-Naquet ή ο Jérôme Lindon, συνέβαλαν στο παρελθόν στο να χαλαρώσει η ηθική μεγγένη.
Σήμερα, δυστυχώς, πρέπει να τα πιάσουμε όλα από την αρχή. Πρέπει να επαναλάβουμε ότι άλλο πράγμα είναι το βάρος της ιστορίας στους ώμους μας και άλλο το τι θα κάνουμε με αυτό. Zakhor [η θύμηση στα εβραϊκά -σ.σ.], "θυμήσου". Θυμήσου και θα κατανοήσεις καλύτερα την παρούσα ύπαρξή σου, αλλά και το πώς θα ορίσεις το μέλλον σου. Αλλά τι, πώς και εν όψει τινός πράγματος πρέπει να θυμηθούμε; Ποια επιθυμία θα προκύψει από αυτή τη μνήμη, ανάλογα με τη χρήση που θα κάνουμε; Ατελείωτο πένθος ή χειραφετητική ουτοπία; Η παράνοια του πολιορκημένου (ο άλλος ιδωμένος μόνο μέσα από το φόβο που γίνεται μίσος) ή η δυνατότητα μιας ηθικής σχέσης που πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, να ξαναρχίσει; Εν ολίγοις, εδώ οδηγούμαστε πάλι, χωρίς να το θέλουμε, στην κατάσταση που η Άρεντ, στην αρχή του βιβλίου της Η κρίση του πολιτισμού, συνόψισε με έναν αφορισμό δανεισμένο από τον René Char: "Της κληρονομιάς μας δεν προηγείται καμία διαθήκη". Αυτός ο αποπροσανατολισμός, ωστόσο, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί από κανέναν για να μας μετατρέψει σε ψυχικά ομήρους.
Με τη Γάζα κάτω από τα μάτια μας, τι θέλουμε να θυμόμαστε για να κατανοήσουμε, ει δυνατόν, την κολασμένη λογική της ιστορίας; Θυμόμαστε αυθόρμητα το Χαλέπι που βομβαρδίστηκε από τις δυνάμεις του Μπασάρ αλ Άσαντ και την αεροπορία του Πούτιν· βλέπουμε τη Μαριούπολη και τα ατελείωτα ερείπιά της. Και μας πιάνει ίλιγγος και ναυτία όταν ξαφνικά ξαναβλέπουμε το γκέτο της Βαρσοβίας που καταστράφηκε συστηματικά από τους Ναζί, που κάηκε σπίτι-σπίτι μαζί με ό,τι απέμεινε από τον πληθυσμό του μεταξύ Απριλίου και Μαΐου 1943. Πρόκειται για μια σύγκριση που είναι τόσο προφανής όσο και δύσκολα αφομοιώσιμη από την άποψη της εβραϊκής ιστορίας και της ηθικής της. Αν κατέχει κάποια νομιμοποίηση, φέρει μαζί της ένα πολύ απλό επακόλουθο: η κατάσταση στη Γάζα - ένας "θύλακας", όπως λέγεται, δηλαδή ένα γκέτο που λιμοκτονεί, βομβαρδίζεται το ένα σπίτι μετά το άλλο, κοντά στην εκκαθάριση - αποτελεί στην πραγματικότητα την ύψιστη προσβολή που η σημερινή κυβέρνηση του "εβραϊκού κράτους" επιφέρει σε αυτό που θα έπρεπε να παραμείνει το δικό του ανθρωπολογικό, ηθικό και θρησκευτικό θεμέλιο. Εννοώ την πανάρχαια βιβλική εντολή: Zakhor - την ίδια την εβραϊκή μνήμη.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι η σημερινή βία του ισραηλινού στρατού κατά του παλαιστινιακού πληθυσμού έχει τη δική της πολιτική παράδοση: ανάγεται στο κίνημα του οποίου την επιζήμια επιρροή το Εργατικό Κόμμα - ιδρυτής του κράτους του Ισραήλ- δεν μπόρεσε να αποτρέψει με την πάροδο του χρόνου. Ο Νετανιάχου δεν είναι, άλλωστε, παρά ο ζηλωτής μαθητής του Μεναχέμ Μπέγκιν, ο οποίος είχε ήδη χαρακτηριστεί "φασίστας" από τον Μπεν Γκουριόν και τη Χάνα Άρεντ την εποχή της σφαγής στο Ντέιρ Γιασίν, και στη συνέχεια από τον Πρίμο Λέβι την εποχή των σφαγών στη Σάμπρα και τη Σατίλα. Ο Μπέγκιν ήταν οπαδός του Vladimir Jabotinsky, συγγραφέα του Ατσάλινου τείχους το 1923, ιδρυτή του "Αναθεωρητικού Σιωνιστικού Κόμματος", μιας "Εβραϊκής Λεγεώνας" και του Betar, που εκπαιδευόταν την εποχή του Μουσολίνι στο φασιστικό στρατόπεδο της Civitavecchia.
Μπορώ εύκολα να φανταστώ ότι πολλοί αξιωματικοί της Τσαχάλ θυμούνται από παιδιά τι υπέφεραν οι δικοί τους παππούδες και γιαγιάδες κατά την περίοδο του ναζισμού. Η δήλωση ενός από αυτούς, τον Ιανουάριο του 2002 σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ha'aretz, είναι ακόμη πιο επιβαρυντική και συμπτωματική μιας αντιστροφής της μνήμης, η οποία μετατοπίζεται από τη συμπόνια για τους σφαγιασθέντες πολίτες του γκέτο σε μια πραγματιστική ενασχόληση με τη στρατιωτική τεχνική των ίδιων των μαζικών δολοφόνων: "Είναι δικαιολογημένο και ακόμη και απαραίτητο να αντλούμε διδάγματα από όλες τις πιθανές πηγές. Αν η αποστολή είναι να καταληφθεί ένας πυκνοκατοικημένος προσφυγικός καταυλισμός ή η Kasbah της Ναμπλούς, και αν η υποχρέωση του διοικητή είναι να προσπαθήσει να εκτελέσει την αποστολή χωρίς απώλειες από τις δύο πλευρές, πρέπει πρώτα να αναλύσει και να εσωτερικεύσει τα διδάγματα προηγούμενων μαχών - και ακόμη, όσο σοκαριστικό και αν φαίνεται, ακόμη και τον τρόπο με τον οποίο πολέμησε ο γερμανικός στρατός στο γκέτο της Βαρσοβίας".
Αυτή η αντιστροφή της μνήμης μας σφίγγει την καρδιά, μας κάνει να ντρεπόμαστε και μας εξοργίζει. Ωστόσο, δεν χαρακτηρίζει ούτε τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, ούτε την δημοκρατική παράδοση των θεμελιωδών θεσμών του, ούτε την έκκληση για δικαιοσύνη - η ένταση των διαδηλώσεων στους δρόμους του Τελ Αβίβ και των διαφόρων τοποθετήσεων εδώ και εκεί το μαρτυρούν - από μέρος του πληθυσμού του. Επομένως, σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπει την εξωφρενική αντιστροφή που προβάλλουν εκείνοι που θα ήθελαν να μετατρέψουν τους Παλαιστίνιους σε "νέους Εβραίους" και τους Εβραίους σε "νέους Ναζί". Αλλά αυτού του είδους η αντιστροφή επιβάλλεται όταν υποκύπτεις στην παρανοϊκή πολιτική και στην απλή επιθυμία για εκδίκηση: με άλλα λόγια, στη μιμητική αντιπαλότητα. Τότε το μίσος για τον άλλον υπερισχύει όλων των άλλων (μπορώ να φανταστώ τον Εμμανουήλ Λεβινάς να γυρίζει στον τάφο του, όπως λένε) και καταλήγεις να χρησιμοποιείς τα ίδια πολιτικά όπλα με τον εχθρό σου. Έτσι, η καταπολέμηση μιας ισλαμοφασιστικής οργάνωσης είναι ένα καθήκον που δεν πρέπει να προκαλεί αυτού του είδους τον αντανακλαστικό φασισμό που διέπεται από το πνεύμα της αποικιοκρατικής κατάκτησης και της απόλυτης κυριαρχίας, όλα όσα ο άμαχος πληθυσμός της Γάζας, στερούμενος πραγματικής πολιτικής εκπροσώπησης, υφίσταται εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Λένε πως οι στρατηγοί της Τσαχάλ είναι πολύ έξυπνοι. Σίγουρα πρέπει να γνωρίζουν πώς να πολεμήσουν μια τρομοκρατική οργάνωση χωρίς να χρειάζεται να καταδικάζουν σε λιμοκτονία και να σφαγιάζουν τόσους πολλούς πολίτες κάτω από βόμβες, εκτός κι αν χρησιμοποιούνται ως όργανα σε ένα σχέδιο εξάλειψης για το οποίο, απ' όσο γνωρίζω, δεν εκπαιδεύτηκαν στις στρατιωτικές σχολές τους. Αλλά σήμερα είναι το σχέδιο ενός πολιτικού καιροσκόπου και μερικών θεοκρατών, αυτών των θρησκευτικών φονταμενταλιστών που είναι απορροφημένοι από τον τρομακτικό μεσσιανικό ακτιβισμό τους, τη φαντασίωσή τους για τον "Τρίτο Ναό" ή την αποικιοκρατική προοπτική τους για το "Μεγάλο Ισραήλ". Ενεργώντας με αυτόν τον τρόπο, οι στρατιώτες του ισραηλινού στρατού απλώς προσβάλλουν τη μνήμη της δικής τους γενεαλογίας, της δικής τους ηθικής και θρησκευτικής παράδοσης των είκοσι επτά αιώνων. Αν υπάρχει κάποια ελπίδα σήμερα, αυτή βρίσκεται στους διαδηλωτές στο Τελ Αβίβ που κρατούν και τις εικόνες των παιδιών της Γάζας, ή στους εκατοντάδες στρατιώτες, "στρατιώτες της άρνησης" που έχουν κατανοήσει τον παραλογισμό -ανθρώπινο, πολιτικό- της δολοφονίας των δικών τους -των δικών μας- ξαδέλφων στο όνομα του Αβραάμ, του πατέρα του Ισμαήλ.
Μεταξύ των πιο πρόσφατων βιβλίων του Georges Didi-Huberman, συγκαταλέγονται τα εξής: Le Témoin jusqu'au bout. Une lecture de Victor Klemperer (Minuit), La Fabrique des émotions disjointes (Minuit) και Gestes critiques (Klincksieck).
Δείτε ακόμα στο Αλμανάκ:
Georges Didi-Huberman: Εκείνοι που διαπερνούν τείχη
