Απεργία την Πρωτομαγιά

TO BLOG ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΣΤΑΒΕΡΗ
Facebook Twitter

Βαγγέλης Σιαφάκας. 10 κείμενα του αγαπημένου δημοσιογράφου που χάθηκε από τη ζωή

Βαγγέλης Σιαφάκας

10 κείμενα του αγαπημένου δημοσιογράφου που χάθηκε από τη ζωή

Ήρθε και μας βρήκε ποδηλατώντας. Έτσι κυκλοφορούσε στα Γιάννενα. Με αγκάλιασε σα να γνωριζόμασταν άπειρο καιρό, γελάσαμε πολύ για ώρα, φορέσαμε τις μάσκες μας και μπήκαμε μαζί στη Δημοτική Πινακοθήκη. Μου περιέγραψε αναλυτικά τη συλλογή του από ρολόγια και καποιες από τις φοβερές βόλτες του στο Μοναστηράκι -πρόσωπα, καφενεία κι αγορές-, μας είπε συγκινημένος για την γνωριμία του με τον θείο του Σπύρου όταν ήταν φοιτητής και λίγο πριν το σούρουπο, ανέβηκε πάλι στο ποδήλατό του, χτύπησε το κουδουνάκι κεφάτος και μας χαιρετούσε συνεχώς μέχρι που χάθηκε στην στροφή. Σαν σίφουνας. Ζωντανός, ζωηρός, γλυκός και απείρως τρυφερός -εκρηκτικά τρυφερός- μας αποχαιρέτησε οριστικά σήμερα. Τι κρίμα.

Νίκη Κόλλια

Ο Βαγγέλης Σιαφάκας ήταν αρχισυντάκτης μου στον αντέννα. Στο ίδιο γραφείο με τον άλλο αγαπημένο Θοδωρή Μιχοπουλο, ο οποίος επίσης έφυγε νωρίς. Τότε δεν είχαμε πολλά πολλά. Ήταν στα μάτια μου άλλος ένας αριστερός που δεν κόλλαγε με το συγκεκριμένο περιβάλλον, όσο και αν προσπαθούσε. Του ερχόταν δύσκολη η τηλεόραση. Σαν ξένο σωμα.... Πολύ αργότερα κατάλαβα τι ήταν και γιατί. Εδώ μέσα λάτρεψα τα διαμάντια κείμενά του, είδα το βιβλίο του, κατάλαβα ότι επρόκειτο για εναν βαθιά μορφωμένο άνθρωπο και διανοούμενο που ναι, δεν είχε καμία σχέση με τον αντέννα του '90. Οπότε αρχίσαμε να μιλάμε εδώ συχνά. Είχαμε πολλά κοινά. Τη χειμερινή κολύμβηση, τα συνομίληκα μικρότερα παιδιά μας, ήταν κι αυτός σκορπιός. Δεν ήξερα ότι ήταν άρρωστος τελευταία. Πού εξαφανίστηκε ο Βαγγέλης, αναρωτιόμουν....

Μάρω Λεονάρδου

Πάντα έκρυβες μια ευχάριστη έκπληξη. Μια έκπληξη που μπορεί να έμοιαζε παράταιρη αλλά που φανέρωνε την κρυμμένη βαθειά αισιοδοξία σου. Στην παρουσία σου, στις κουβέντες μας, στα γραπτά σου. Είναι αδύνατον να πιστέψουμε πως την πιο σκληρή έκπληξη, αυτή που δε χωράει ο νους μας, τη φύλαγες για το τέλος. Ακόμη και το "αντίο φίλε", "αντίο σύντροφε" ακούγεται τελείως παράταιρο όταν αφορά εσένα με την τόση αγάπη σου για τη ζωή, Βαγγέλη Σιαμάντα. Κι αυτή τη φορά είναι σχεδόν αδύνατο να προφερθεί.

Τέλης Σαμαντάς

Μερικούς ανθρώπους τους αγαπάμε εκ του μακρόθεν για κάτι στη φυσιογνωμία, για μια συνήθεια, μια ταπεινή ιδιότητα που έτυχε να έχουν. Ο Βαγγέλης Σιαφάκας μου ήταν φυσικά οικείος ως δημοσιογραφικό όνομα, ως άνθρωπος της ανανεωτικής Αριστεράς με μια ιστορία. Αργότερα διάβασα τις ιστορίες του, αλλά κυρίως χάρηκα βλέποντας τις χαρές του στα χειμερινά του μπάνια στη παραλία της Γλυφάδας. Η γκρίζα χειμερινή θάλασσα, τα Γιάννενα, οι ιταλικές μνήμες, η άταφη νεανικότητα κάτω από το σουλούπι που βάραινε. Φορούσε νομίζω ένα κίτρινο μπουρνούζι και είχε και μια καρέκλα θαλάσσης. Και όλο μας κοιτούσε γελώντας σαν να έλεγε: εδώ είναι το νόημα της ζωής βρε σύντροφοι, εδώ είναι το ταξίδι..
Κάποιους ανθρώπους τους απαθανατίζουν τελικά τα ταπεινά. Και έτσι γίνονται δικοί μας, με τρόπο ανεξήγητο. Ακόμα κι όταν έτυχε να ανταλλάξουμε πέντε-δέκα κουβέντες. Αντίο Βαγγέλη!
Νικόλας Σεβαστάκης
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
"Ο παιδικός μου φίλος μου, ο Σπύρος Anna Spyros Corre Kitas μου έστειλε μια φωτογραφία μου από τότε (1972) .Την τράβηξε αυτός, κι όπως μου είπε, είναι από την Μπολόνια κι όχι από τη Φλωρεντία, όπως νόμιζα. Την διέσωσε από ένα αρνητικό πολυκαιρισμένο. Η φωτογραφία τραβήχτηκε στο μπαλκόνι, ο θεός να το κάνει, ενός μεσαιωνικού κατάλοιπου σε ένα διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει γιαννιώτες φίλοι μας. Ήταν σ’ ένα άθλιο στενό δρομάκι κι απέξω έκαναν πιάτσα πουτάνες (ο θεός να τις κάνει). Ήταν εκεί όπως θυμάται ο Σπύρος, οι Γιώργος Λάμπρου (αρχιτέκτονας), Νίκος Λιόντος (ψυχίατρος), Νίκος Μπούσης (αρχιτέκτονας) Nikolaos Boussis και Γιάννης Βλάχος (φαρμακοποιός). Πριν, σε αυτό το σπίτι έμεναν για κάποιο διάστημα, η Μαρία Φαραντούρη με τον Τηλέμαχο Χυτήρη. ***Θυμάμαι πως τη ζακέτα, μού την είχε αγοράσει ή πλέξει η μάνα μου για να μην κρυώνω στην Ιταλία (είμαι σχεδόν 20 χρόνων, αλλά δείχνω…)." © FB Βαγγέλης Σιαφάκας

10 κείμενα του Βαγγέλη Σιαφάκα


Πρωτοχρονιάτικο πόκερ
******************************
(μόνο για γνώστες του …αθλήματος)
 
 
Το είδα στην τηλεόραση και ζήλεψα. Τους celebrities τους ρωτάνε ποιά Πρωτοχρονιά θυμούνται. Επειδή εμένα δεν με ρωτάει (κακώς) κανείς, θα απαντήσω μόνος μου.
Ήταν το μακρινό 1971 στην Μπολόνια. Φρέσκοι, φρέσκοι και 18ρηδες πηγαίναμε στη σχολή Ιταλικών να μάθουμε την γλώσσα, μια προϋπόθεση για να εγγραφούμε στο πανεπιστήμιο. Είχαμε πάει ως τουρίστες και ορισμένοι παραμείναμε πιστοί σε αυτή την ιδιότητα. Αυτό σήμαινε πως είχαμε θέματα με την στρατολογία και δεν μπορούσαμε να γυρίσουμε Ελλάδα και το κυριότερο δεν μπορούσαμε να πάρουμε συνάλλαγμα. Ήμασταν ταπί και ψύχραιμοι.
Μιλώ τόση ώρα στον πληθυντικό γιατί εκείνο το βράδυ της παραμονής πρωτοχρονιάς το περάσαμε τρεις φίλοι από τα χρόνια του νηπιαγωγείου, εκτός από την αφεντιά μου, ο Νίκος Οικονομίδης και ο Σπύρος Κήττας.
Δεν μας έφταναν οι αφραγκίες, θέλαμε να τηρήσουμε και το έθιμο της χαρτοπαιξίας κι έτσι δεχτήκαμε την πρόσκληση από δύο Βολιώτες για πόκερ. Μοιράσαμε στα τρία όσα χρήματα είχαμε, δεν κάναμε το σταυρό μας και το παιχνίδι ξεκίνησε. Σε καμιά ώρα "τάπωσαν" και τέθηκαν εκτός μάχης ο Νίκος κι ο Σπύρος. Ήταν θέμα χρόνου κι η δική μου εξόντωση, αφού με έπαιζαν "μπαχαβρά", ανέβαζαν δηλαδή τα χτυπήματα ώστε να μην προλάβω να "πιάσω φύλλο" αιμορραγώντας, πηγαίνοντας συνέχεια πάσο.
Τότε πρέπει να πέρασε από το σπίτι που παίζαμε ο Άγιος Βασίλης που μας λυπήθηκε. Άρχισα να έχω πολύ καλό φύλλο από την αρχή. Οι άλλοι δύο ανέβαζαν τα χτυπήματα κι εγώ ακολουθούσα. Το χειρότερο που μπορεί να τύχει σε ένα στήσιμο τύπου "μπαχαβρά" είναι να πέσουν σε μεγάλη ρέντα του θύματος τους. Αυτό συνέβη και τους διέλυσα.
Βγήκαμε από το σπίτι τους, μοιράσαμε ξανά τα χρήματα, πήγαμε, αγοράσαμε ουίσκι κι ένα πανετόνε και ξεκινήσαμε με τα πόδια για το σπίτι του Νίκου. Είχε αρχίσει να χιονίζει κι ύστερα από μία ώρα ποδαρόδρομο το είχε στρώσει για τα καλά. Από κάποιο σημείο της διαδρομής και μετά μας ακολουθούσε μια γάτα.
Φτάσαμε παγωμένοι στο σπίτι, βάλαμε γάλα ληγμένο στη γάτα κι αρχίσαμε να πίνουμε το ουίσκι τρώγοντας πανετόνε, γίναμε άμαθοι από το ποτό, "λιάδα". Ξύπνησα το 1972 από τους θορύβους στο διπλανό δωμάτιο. Η γάτα είχε σαλτάρει. Mέσα, δεν ήθελε, έξω στο μπαλκόνι όπου το χιόνι είχε φτάσει στους σαράντα πόντους δεν έβγαινε. Ο Νίκος είχε τέρμα ανοιχτό το παράθυρό του, μπας και βγει έξω και τρικλίζοντας προσπαθούσε ανεπιτυχώς να κάνει "ψιτ-ψιτ" μέχρι που σωριάστηκε στο κρεβάτι του.
Έκλεισα το παράθυρο, πήρα τη γάτα αγκαλιά κάτω από τα σκεπάσματα μου και κοιμηθήκαμε μαζί έως το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που είχα με γάτα, άγνωστη και του δρόμου …one night stand.
Αίσιον και ευτυχές το 2021
 

Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
"Firenze. Στο σπίτι μου με τον Κώστα Κουτσομιτέλη." © FB Βαγγέλης Σιαφάκας

16 Νοεμβρίου 2021

Έχω έναν καημό
*********************
 
Έχω έναν καημό. Το πατρικό μου στην Κράψη. Δεν είναι το σπίτι των παππούδων μου, είναι ένα σπίτι που έφτιαξε ο πατέρας μου πριν από 40 χρόνια, όταν αποφάσισε να "γυρίσει" στο χωριό του από το οποίο έφυγε κυνηγημένος από την φτώχεια και τους δαίμονες του εμφυλίου. Τότε είχε ρίξει πίσω του, όπως μου έλεγε, "μαύρη πέτρα", αλλά ο νόστος άλλα ήθελε.
Πήγα στο χωριό μου πριν από ένα μήνα. Ένα χωριό ιστορικό που κάποτε ήταν κεφαλοχώρι. Το μόνο που συνάντησα ήταν ένας σκύλος κι ας λένε πως τον χειμώνα καπνίζουν δέκα τζάκια. Είχα να ανοίξω την πόρτα του σπιτιού δυο χρόνια. Κάθε φορά που πάω Γιάννενα μένω στο πατρικό μου στην πόλη.
Και το σπίτι της Κράψης που με τόσο κόπο έφτιαξε ο πατέρας μου τι θα απογίνει; Είναι όπως το άφησε το 2004 που πέθανε. Κανείς δεν το επισκέπτεται, κανείς δεν κοιμήθηκε εκεί από τότε ούτε ένα βράδυ. Έχει τρία υπνοδωμάτια και τον παλιακό οντά με μπάσια χτιστά που κοιμίζουν άλλους τέσσερις.
Εγώ, δεν πάω, δεν είχα ποτέ ιδιαίτερες σχέσεις με το χωριό μου, τα παιδιά μου παρότι πέρασαν εκεί πολλά ευτυχισμένα καλοκαίρια με τους παππούδες τους, δεν πρόκειται να πάνε ποτέ. Και το σπίτι όνειρο και μόχθος του πατέρα τι θα γίνει; Μερικοί, που δεν ξέρουν τους Ηπειρώτες, μου λένε να το πουλήσω. Δεν καταλαβαίνουν πως θα ήταν κάτι σα στίγμα. Αυτά τα σπίτια δεν πωλούνται, κληροδοτούνται μέχρι να πεθάνουν.
Μου λένε πως μπορώ να το νοικιάσω και πως υπάρχουν ξένοι που θέλουν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους σε ένα άνετο σπίτι με τόσο μεγάλο κήπο, κοντά στον Άραχθο με θέα τα βουνά του Δρίσκου. Δεν μου φαίνεται κακό γιατί τα σπίτια επιζούν όταν κατοικούνται από ανθρώπους. Αμφιβάλλω όμως αν υπάρχουν τέτοιοι ξένοι που θα επέλεγαν ένα χωριό που τον χειμώνα δεν έχει όχι μπακάλικο αλλά ούτε καφενείο ανοιχτό.
Υπάρχουν κι εκείνοι που νομίζουν πως θα μπορούσαν να ζήσουν εκεί ένα μεγάλο μέρος του χρόνου γιατί αγνοούν πως είμαστε όλοι θηρία των μεγαλουπόλεων και στη Κράψη θα άντεχαν το πολύ μία εβδομάδα.
***Γι αυτό έχω έναν καημό πατέρα, με το σπίτι που μου εμπιστεύθηκες. Έχτισες σε ένα όνειρό σου που οι άλλοι δεν μπορούν να μπουν.
 
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
© FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 
 
 
24 Οκτωβρίου 2020
 
 
Η πρώτη μου φορά
************************
 
Στα Γιάννενα που γεννήθηκα δεν είχαμε θάλασσα. Μια λίμνη είχαμε που είχε πράσινα νερά κι από όπου και να πήγαινες έβλεπες πως τέλειωνε, χωρίς να είναι και μικρή. Είχε και πλαζ την "Λιμνοπούλα" που κάναμε βουτιές αλλά δεν βλέπαμε τα ποδάρια μας κάτω από το νερό, ούτε τις νεροφίδες εκτός από το κεφάλι τους που κι αυτές το κρατούσαν έξω από το νερό.
Την θάλασσα την πρωτογνώρισα επτά χρόνων όταν πήγαμε διακοπές στην Πρέβεζα και με κατέβασαν στην πλαζ που την έλεγαν "Κυανή ακτή". Όλα ήταν αλλιώς. Η θάλασσα μύριζε θάλασσα και δεν βρώμαγε όπως η λίμνη στα Σφαγεία, είχε άμμο, πολύ άμμο και θημωνιές από ξεραμένα φύκια, κι όταν έμπαινες, ήταν πιο εύκολο να κολυμπήσεις. Άσε που έβλεπες τον πάτο, όλο το σώμα σου μες το νερό και δεν είχε νεροφίδες.
Στην Πρέβεζα πήγαμε με το ΚΤΕΛ κι η μάνα μου ξέρναγε σε όλη τη διαδρομή, αφού την ζάλιζε το λεωφορείο. Μέναμε σε ένα δωμάτιο, στο ένα κρεβάτι οι δυο αδελφές μου και στο άλλο εγώ με την μάνα μου κι όταν έρχονταν στη χάση και την φέξη ο πατέρας μου πήγαινα στις αδελφές μου. Στην αυλή υπήρχε ένα πηγάδι κι η μάνα μου κατέβαζε μέσα σ΄ ένα κουβά το καρπούζι που γίνονταν μπούζι. Το τρώγαμε με τα χέρια χωρίς να κόψουμε τις φλούδες κι όσα κουκούτσια δεν καταπίναμε τα φτύναμε καταγής.
Η μάνα μου μαγείρευε μόνο φαγιά του φούρνου και το ταψί το πηγαίναμε στον φούρναρη την ώρα που κατεβαίναμε για μπάνιο στην "Κυανή ακτή". Το παίρναμε ψημένο όταν γυρίζαμε μαζί με ένα καρβέλι ζεστό ζυμωτό ψωμί. Ποτέ δεν έμενε φαί για την άλλη μέρα.
Στην πλαζ καθόμασταν για δροσιά κάτω από κάτι λεύκες και ορμάγαμε σαν ινδιάνοι στη θάλασσα. Η μάνα μου, μας ούρλιαζε όταν πηγαίναμε στα "άπατα" γιατί αυτή στο χωριό της δεν είχε λίμνη, είχε ποτάμι που ήταν παγωμένο, κι έτσι δεν ήξερε μπάνιο κι ούτε ποτέ έμαθε. Κάποιος πρέπει να της είχε πει πως τα αμμόλουτρα κάνουν καλό κι εμείς της σκάβαμε ένα λάκκο στην άμμο, την σκεπάζαμε, της βάζαμε το καπέλο της και μερικές φορές κι ένα σταυρό από καλάμια, αλλά ξεσήκωνε τον κόσμο με τις αγριοφωνάρες της και τον βγάζαμε.
Πηγαίναμε και το απόγευμα στη θάλασσα ,που ήταν πιο εύκολο αφού το πρόγραμμα δεν είχε ούτε φούρναρη ούτε θάψιμο της μάνας μας. Τότε ζήλευα τα παιδιά που είχαν λεφτά και τους άφηναν οι μανάδες τους να νοικιάσουν κανό. Εγώ αν με άφηναν πιανόμουν στην άκρη του κανό και με πήγαιναν χωρίς να κολυμπάω πάντα στα ρηχά.
Το βράδυ όπως το χαμε συνήθειο φοράγαμε τα καλά μας και βγαίναμε. Μόνο που η Πρέβεζα δεν είχε πλατεία όπως τα Γιάννενα και πήγαιναν όλοι στην "παραλία" όπως έλεγαν αυτοί το δρόμο που έκαναν "βόλτα". Είχε καφενεία, σινεμά, παγωτά, καλαμπόκια, απ’ όλα είχε. Η μάνα μου μας αγόραζε ένα καλαμπόκι στα τρία, πριν καθίσουμε στο καφενείο όπου έπινα γκαζόζα. Πιστεύαμε πως ήταν τσιγκούνα και κακιά γιατί δεν μας έπαιρνε τίποτε άλλο όσο και να παρακαλάγαμε.
Όταν όμως έρχονταν ο πατέρας μου, η μάνα μου που τα είχε καταφέρει να βγάλει την εβδομάδα με τα χρήματα που της έδινε, μας αγόραζε από ένα καλαμπόκι στον καθένα. Σιγά που την είχαμε ανάγκη αφού ο πατέρας μου μας αγόραζε παγωτά, φιστίκια αράπικα, παιχνίδια για τη θάλασσα και πηγαίναμε και σινεμά στο "Γκλόρια" όπου οι αδελφές μου μου διάβαζαν όσα γράμματα δεν προλάβαινα.
Γνώρισα και Πρεβεζιάνους που όλοι γύρναγαν με ποδήλατα κι οι πιο μάγκες έβαζαν ένα σκληρό χαρτόνι στις ακτίνες κι έκανε θόρυβο σα φτερωτή και τότε ήξεραν όλοι πως περνάει ένας μάγκας με ποδήλατο. Μίλαγα και με την Κατερίνα που ήταν μικρή σαν και μένα. Ήταν ξανθιά και οι αδελφές μου την κορόιδευαν και την έλεγαν Βουγιουκλάκη. Μου είχε πει πως μόλις τελειώσει το καλοκαίρι, θα έρθει με τη μάνα της στο παζάρι στα Γιάννενα να πουλήσουν φλοκάτες, που έφτιαχνε η μάνα της μέρα νύχτα στον αργαλειό.
Τότε όταν λέγαμε διακοπές εννοούσαμε πως μέναμε δυο μήνες, μέχρι να ξανανοίξουν τα σχολεία, που τέλειωναν όμως πολύ γρήγορα και δεν προλάβαινα να χορτάσω. Αν και χαιρόμουν κιόλας που θα γυρίσουμε για να δω τους φίλους μου που δεν είχαν δει θάλασσα, να τους πω πως είναι.
*** Όταν το τέλειωσα είδα πως το κείμενό μου ήταν σα παιδική έκθεση χωρίς να έχει να πει μια ιστορία, με επαναλαμβανόμενα ίδια ρήματα κι επίθετα, με κακή στίξη και σύνταξη. Το άφησα όπως ήταν. Οι φιλόλογοί μου, πάντα μου έλεγαν πως είμαι καλός στις εκθέσεις κι είχα χρόνια να γράψω μία.
 
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
"ΠΡΕΒΕΖΑ - "Κυανή Ακτη". Απο τις σπάνιες φορές που ήταν μαζί μας κι ο πατέρας μου." © FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 

10 Σεπτεμβρίου 2020

 
Εσένα κάτι σου χρωστάω
*******************************
 
Ο "κήπος του Αλλάχ" ένα καπηλειό στα Γιάννενα ήταν. Το πρώτο που σου έκανε εντύπωση είναι πως όντως είχε κήπο. Ουρί του παραδείσου δεν είχε αφού μόνο κάτι ξινισμένες φάτσες μεσόκοπων που έπιναν ρετσίνα έβλεπες. Σχεδόν καθένας για πάρτη του μέσα σε κάτι βρώμικα καρτούτσια ή μπουκάλια για να πηγαινοέρχεται ο ταβερνιάρης, σε δουλειά να βρίσκεται. Στο τζουκ μποξ πού ήταν δίπλα στην κουζίνα, η τσίκνα και η λίγδα έκαναν σχεδόν αόρατο τον περιστρεφόμενο δίσκο με τα 45αρια και οι ανορθόγραφοι και κακογραμμένοι τίτλοι των τραγουδιών θα έπρεπε να δυσκόλευαν την επιλογή. Λέω θα έπρεπε γιατί δε συνέβαινε καθόλου αυτό αφού ότι και να πάταγες Καζαντζίδη θα έπαιζε, άντε και Γαβαλά. Κι ύστερα όλοι ήξεραν πως το Β13 είναι Τα μουτζουρωμένα χέρια αφού εκείνη την εποχή : Τα μουντζουρωμένα χέρια, με τους ρόζους, τα χοντρά, είναι χέρια τιμημένα και ας μην είναι καθαρά.
Θεωρώ βέβαιο πως ο Αλλάχ δεν είχε σχέση με αυτό που συνέβαινε στον κήπο του αλλά και να είχε άντε να έβαζε και κανέναν αμανέ του Αγγελόπουλου. Τι άλλο να έκανε; Τότε ήταν που έγινε η εισβολή των νεοφερμένων φοιτητών στην πόλη που παρ’ ολίγο να καταστρέψουν το …concept του κήπου αφού μπούκαραν, κακάριζαν, φώναζαν, τραγούδαγαν τραγούδια του Θεοδωράκη κι αντάρτικα και έψαχναν κομμάτια των …Beatles στο τζουκ μποξ. Οι ξινισμένες φάτσες ενοχλήθηκαν, αλλά τι να κάνουν, η ζωή προχωράει χωρίς να κοιτάει τη δική σου μελαγχολία θα έλεγαν αν είχαν ακούσει Νιόνιο που δεν είχαν. Αυτό ήταν το νέο σκηνικό μέχρι που μπήκε επιτέλους το ουρί του παραδείσου. Ακριβώς όπως το φαντάζεστε ξανθά ατίθασα μαλλιά, σε κάθε κίνηση το κορμί της ανεπιτήδευτα σκόρπιζε πόθο, και στα γαλάζια μάτια της ταξίδευαν ακόμη κι οι ξινισμένες φάτσες με τα βρώμικα καρτούτσια ρετσίνας και τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους.
Κι εκείνος όταν την είδε, ας την ήξερε από τη σχολή, αισθάνθηκε το μυαλό του να μουδιάζει ακόμη περισσότερο μετά από πέντε καρτούτσια της ρετσίνας που είχε πιεί. Κάθισε δίπλα του και το άρωμα του κορμιού της τον ζάλιζε κι άλλο. Γύρναγε στο πλευρό του για να του ψιθυρίσει κάτι στο αυτί για να την ακούσει η για να την νιώσει. Μέχρι που του είπε: "Πάμε να φύγουμε από δω, θέλω καθαρό αέρα". Το Ντεσεβό του εικοσαετίας κατηφόρισε για το μώλο. Ήταν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι που έκανε τη λίμνη αόρατη και σιωπηλή και τους πλατάνους και το φύλλωμα τους σαν αγκαλιά. Την αγκάλιασε και την φίλησε.
Το θυμάται ακόμη, την θυμάται ακόμη. Μη νομίσετε, σαν χαίνουσα πληγή αφού για πρώτη φορά στη ζωή του, 22 χρόνων ήταν, δεν τα κατάφερε. Ο πόθος που έκανε το μυαλό και το κορμί του να τρέμουν δεν έφτανε στο ζωτικό …όργανο. Δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει. Ήταν η τελευταία φορά που αγκαλιάστηκαν. Τι ήταν αυτό ; Η ρετσίνα; Ποτέ δεν παραδέχθηκε αυτή την εκδοχή. Ακόμη και τώρα πιστεύει πως ήταν κάτι σαν υπόκλισή του σε μια όμορφη γυναίκα, σαν μια ασυνείδητη άρνηση να την προσθέσει σε ένα κατάλογο περιστασιακών πηδημάτων.
Κι ας της λέει ακόμη, όταν σπάνια την βλέπει : "Εσένα κάτι σου χρωστάω". Του αρκεί που ξεκαρδίζεται στα γέλια.
***Ο κήπος του Αλλάχ έχει περιγραφεί …ποιητική αδεία όπως κι όλα τα άλλα βεβαίως βεβαίως. (Οι φωτο είναι από το φωτογραφικό αρχείο της Ελένης Κουρματζή)
*** Αν τελειώσω ποτέ αυτό που ήρθα να τελειώσω να με φτύσετε. Αλλά οι περιστάσεις με ανάγκασαν να σας τα πω. Γιατί ένας παραμυθάς που δεν λέει ιστορίες είναι σα μουγγός γελωτοποιός που στο τέλος τον σκοτώνει ο βασιλιάς για να γελάσει.
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
Ο "κήπος του Αλλάχ". © FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 
 
 

Τα νέα μου παπούτσια
***************************
 
Τον PHILIPP PLEIN ούτε που τον ήξερα μέχρι που εισέβαλε το περασμένο Σάββατο, ορμητικά στη ζωή μου (στα πόδια μου για να είμαι ακριβής).
Περιφερόμουν ανύποπτος στα παζάρια του Βοτανικού. Τα παζάρια μου άρεσαν από παιδί. Έχουν την γοητεία της αναζήτησης στο παρελθόν, στο άγνωστο. Έχω επισκεφτεί κι αγοράσει σε τέτοιες αγορές στη Ρώμη, Παρίσι, Φλωρεντία, Καϊρο κι αλλού. Στην Αθήνα από τότε που το παζάρι έφυγε από τα στενά στο Μοναστηράκι για να μεταφερθεί στον Κεραμεικό πριν καταλήξει στον Βοτανικό έχασε το κύρος του, την ποιότητά του και κατάντησε μια αγορά πώλησης κυριολεκτικά σκουπιδιών. Ωστόσο πηγαίνω κυρίως για την ατμόσφαιρα.
Ας γυρίσουμε όμως στην ιστορία μας και στους προβληματισμούς που με έβαλε ο PHILIPP PLEIN. Είχα πάει να χαρίσω παλιά ρούχα και "διακοσμητικά" στον φίλο μου Αλόμ από το Πακιστάν. Σε ανταπόδοση μου έδωσε ένα ζευγάρι αθλητικά αφόρετα παπούτσια που πουλούσε προς δύο ευρώ και κανείς δεν αγόραζε (φωτο). Ήταν του PHILIPP PLEIN. Νέος γερμανός σχεδιαστής όπως έμαθα από το διαδίκτυο, που σαρώνει στη διεθνή μόδα. Έψαξα για την τιμή των νέων παπουτσιών μου. Το brand PHILIPP PLEIN στην Αθήνα αντιπροσωπεύεται από την Καλογήρου. Τα πουλάει …750 ευρώ. Καλά ακούσατε!
Λατρεύω τα παζάρια γιατί απομυθοποιούν, χλευάζουν, τρίβουν στη μούρη μιας ανόητης και υπερφίαλης καταναλωτικής τάσης, την αξία προιόντων στην οποία το brand αντιπροσωπεύει το 95%. Στο παζάρι η πραγματική αξία είναι όσα λεφτά χρειάζεται για να πιεί μια μπύρα ο πωλητής που ξέρει πως ο πελάτης του έχει πέντε ευρώ στην τσέπη του. Θα με ρωτήσετε πως βρέθηκαν εκεί παπούτσια του ταλαντούχου PHILIPP PLEIN. Δεν ξέρω.
Πριν τρείς μήνες αγόρασα στο ίδιο παζάρι τέσσερα ζευγάρια γόβες του ανερχόμενου Έλληνα σχεδιαστή Δούκα Χατζηδούκα με τιμή στο κουτί 630 ευρώ το ζευγάρι (φωτο). Τα πουλούσαν προς δύο ευρώ αλλά είχα το θράσος επειδή αγόρασα τέσσερα να κλείσω τη "συμφωνία" στα 5 ευρώ, δηλαδή 1,25 ευρώ το καθένα.
Κι επανέρχομαι. Τι έχει αξία και ποιος την καθορίζει. Αν απαντήσετε: η αγορά, χάσατε.
* με τις γόβες του Δούκα Χατζηδούκα έχω μπει στον πειρασμό να πάω Κυριακή στο Κολωνάκι και να δοκιμάσω να της πουλήσω 30 ευρώ το ζευγάρι (κέρδος 300%) να γίνω δηλαδή εντελώς ρεζίλι εξαιτίας της ακατανίκητης περιέργειάς μου που με οδήγησε στην …δημοσιογραφία.
Κανείς δεν ξέρει τι θα συμβεί. Διάβαζα κάποτε πως ένας κορυφαίος Ιταλός φλαουτίστας που έκανε sold out στην Σκάλα του Μιλάνου πήγε κι έπαιξε φλάουτο σε μια πλατειούλα του Μιλάνου προς γενική αδιαφορία των περαστικών.
Κάθε προιόν, βλέπετε, πωλείται με την κατάλληλη συσκευασία και εκτίθεται στην κατάλληλη βιτρίνα.
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
© FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 
 
 
24 Μαρτίου 2020
 
 
Γεννημένος 7 Νοεμβρίου, επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης, εορτάζων την 25 Μαρτίου, επέτειο του Εθνικού ξεσηκωμού( το όνομα Βαγγέλης μου δόθηκε στη μνήμη του αδελφού του πατέρα μου, που εκτελέστηκε ως επικίνδυνος κομμουνιστής), θα έλεγε κανείς πως ριζικό μου ήταν να διαδραματίσω κάποιο ρόλο στις επαναστάσεις.
Προφανώς από ένστικτο κατάλαβα νωρίς πως τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν πολύ άσχημα και έσπευσα να ενταχθώ σε ένα κόμμα που αντιλαμβάνονταν την επανάσταση ως μια σύνθετη διαδικασία δομικών αλλαγών τόσο αργή που στο τέλος ξεχνούσες την επανάσταση.
Κάπως έτσι την έβγαλα καθαρή και τώρα περιμένω τη σειρά μου να εμβολιαστώ αναθεωρώντας και την άποψη του Μαρξ "Καλύτερα ένα άθλιο τέλος παρά μια αθλιότητα χωρίς τέλος."
 
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
"Μαβίδης, Τσονάκας, Σιαφάκας, Χρυσοστομίδης." © FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 
 
Η άγνωστη του fb
**********************
 
Ούτε ξέρω πως έφτασα στις φωτογραφίες της. Ξέρετε, κάτι σα βεβήλωση, παρότι ήταν δημόσιες αναρτήσεις στο fb. Όλα τα βιβλία που διάβαζε ήταν ανάμεσα στα γυμνά πόδια της. Ακόμη και στα δάχτυλα των ποδιών της. Κανένα στα χέρια της. Καμία selfie που να την δείχνει ολόκληρη να διαβάζει. Βιβλία κυρίως φιλοσοφίας στους μηρούς της, πιο χαμηλά στις γάμπες της, μερικές φορές στο δάπεδο αλλά πάντα με τα πόδια της στο κάδρο.
Δεν είναι το ερωτικό μήνυμα που σίγουρα υπήρχε που μου έκανε εντύπωση, αλλά η απορία μου για ποιο λόγο το έκανε. Ποια ήταν η παρόρμησή της, η εμμονή της, ο ψυχαναγκασμός; Θα μου ήταν εντελώς αδιάφορο αν απλώς φωτογράφιζε βιβλία για να επιδείξει ενδεχομένως μια ανύπαρκτη βιβλιοφιλία. Ήμουν σίγουρος πως ήταν βιβλία που διάβαζε. Οι άλλες φωτογραφίες της δεν είχαν τίποτα το "προκλητικό", μόνο για τα βιβλία γύμνωνε τους μηρούς της που ποτέ δεν περιείχαν το πρόσωπο της, αφού έκαναν focus στο βιβλίο.
Δεν θυμάμαι τους συγγραφείς, αλλά οι περισσότεροι ήταν σύγχρονοι φιλόσοφοι, μερικοί είχαν σχέση με τη φιλοσοφία του δικαίου, υποθέτω επειδή η άγνωστη του fb ήταν μια 35-40 χρόνων δικηγόρος, που αποφοίτησε από τη Νομική ενός πανεπιστημίου στον βορρά . Ήξερα πως η καταγωγή της ήταν από μια παραλιακή πόλη και το όνομα ή το επίθετο της άρχιζε από "Μ".
Με αυτά τα λίγα στοιχεία άρχισα να την ψάχνω στον απέραντο κι αχανή κόσμο του fb και του διαδικτύου χωρίς να ξέρω τι θα έκανα αν την έβρισκα. Το προφανές που ήθελα ήταν να ξαναδώ ακριβώς τα βιβλία που είχε εναποθέσει στα πόδια της. Και μετά. Μετά τίποτα. Ίσως της έκανα αίτημα φιλίας, αν και αυτό το σκέφτηκα τώρα που το γράφω, όχι όταν την έψαχνα.
Αναζήτησα την γνώμη των ειδικών του διαδικτύου, "το βιβλίο ως φετίχ" και "ποδολαγνεία". Διάβασα ένα σωρό ύμνους για το βιβλίο σε χαρτί, κι ένα σωρό αηδίες για τους ποδολάγνους. Σκέφτηκα πως μπορεί να είναι κάτι απλό πως έτσι της ήταν πιο βολική η φωτογράφιση των βιβλίων που διάβαζε, πως ίσως είχε πρεσβυωπία και δεν το ήξερε.
Κι ύστερα δυστυχώς το μπαλάκι γύρισε σε μένα. Γιατί να ψάχνω επί ώρες μια άγνωστη; Τι ήταν αυτό που με παρακινούσε; Τι ήταν αυτό που με "ακούμπησε"; Κατάληξα πως είχε να κάνει με την ανεξέλεγκτη περιέργειά μου, με την απόλαυση της έρευνας, που με οδήγησαν στη δημοσιογραφία.
Κι όμως αν δεν είναι αυτά; Αγαπάω τα βιβλία και μου αρέσουν τα γυναικεία πόδια. Ας κάνω λοιπόν, αυτό που ξέρω: Να σας πω την ιστορία.
***Δεν έβαλα φωτό που ενδεχομένως οδηγούσαν αποπροσανατολιστικά, στο προφανές.
 
 
*
 

Συλλέκτης ρολογιών
*************************
 
(με πρακτικές συμβουλές και φιλοσοφικό επιμύθιο)
 
 
Το θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι το είχε γράψει ο Άκης Πάνου και το τραγούδησε ο Μπιθικώτσης εγκαίρως , από το 1967. Όμως το αγνόησα, γιατί η παρόρμηση ήταν ισχυρή κι ανεξέλεγκτη κι άρχισα αιφνιδίως, πριν από 35 χρόνια, να συλλέγω ρολόγια.
Όχι σε κοσμηματοπωλεία. Παλιά ρολόγια χειρός, ήταν το νέο μου φετίχ, μηχανικά, ποτέ Quartz (μπαταρίας). Τα αγόραζα από παντού, κυρίως από Μοναστηράκι, Σχιστό, Πειραιά, σε παζάρια όπου ταξίδευα, σε παλαιοπωλεία. Κάποτε με ρώτησε κάποιος που βρίσκω τα καλύτερα και του απάντησα: "Από νεκροθάφτες στα κοιμητήρια, αν και θέλουν γερό καθάρισμα επειδή έχουν μείνει σάρκες που δεν έχουν λιώσει". Το πίστεψε κι έκανε μια γκριμάτσα απέχθειας, αλλά για να το επινοήσω τόσο γρήγορα κάπου "θαμμένο" μέσα μου θα ήταν.
Αυτό θα σας έλεγε ο ειδικός που θα ήταν σίγουρος πως το τραύμα που με οδήγησε στη συλλεκτική μανία, προκλήθηκε όταν πρώτευσα στις εξετάσεις για την εισαγωγή στη Ζωσιμαία σχολή κι ο πατέρας μου αντί για ποδήλατο που είχε υποσχεθεί, μου πήρε ένα χρυσό Omega. Σε ένα παιδάκι 12 χρόνων.
Ουδέποτε το φόρεσα, δεν το είχα καν πάρει μαζί μου στη Φλωρεντία, που ο χρόνος δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Το βρήκα τυχαία στη βιβλιοθήκη μου μετά από χρόνια και το πήγα στην αντιπροσωπεία για σέρβις, όπου μου είπαν πόσο σπουδαίο ρολόι ήταν. Από την επόμενη Κυριακή ξεκίνησε η μακρόχρονη περιπέτειά μου.
Κάπου το έχω ξαναγράψει, "συλλέκτες" του επιπέδου μου είναι στην πραγματικότητα ρακοσυλλέκτες που ντρέπονται να ψάχνουν σε κάδους σκουπιδιών. Με τα πολλά έφτασα να έχω αποκτήσει κοντά στα 500, γεγονός που ενόχλησε την ερίτιμο η οποία μου είπε μια σοφή κουβέντα: "τι τα μαζεύεις, ούτε στο φέρετρό σου δεν θα χωράνε". Κι είχε δίκιο. Με δυσκολία χώρεσαν σε μια μεγάλη θυρίδα τράπεζας, που δεν ήμουν κι εγώ μέσα, όπου έχω να πάω πέντε και βάλε χρόνια.
Η αγορά τους ήταν πάντα διασκεδαστική, ιδιαίτερα στην περίοδο που ήμουν άσχετος από ρολόγια. Με τον καιρό μαθαίνεις: "Είναι εύκολο: 1) Ποτέ δεν ζητάς αυτό που θέλεις, αλλά ρωτάς για άσχετα αντικείμενα που πουλάει και μετά από κανένα πεντάλεπτο δήθεν τυχαία ρωτάς και την τιμή του ρολογιού που από την αρχή θέλεις. 2) Αντιπροτείνεις το 1\4 της τιμής που σου λένε και παζαρεύεις. 3)  Όταν διαφωνείς στην τελική τιμή, βγάζεις από την τσέπη, τα χρήματα που δίνεις (όχι παραπάνω) του τα δείχνεις και κάνεις να φύγεις. 4) Αν δεν σε φωνάξει, έχασες. Ποτέ δεν γυρίζεις αργότερα για να ξαναπαζαρέψεις. 5) Δείχνεις πάντα άσχετος για αυτό που αγοράζεις. Αν βγάλεις φακούς, τσιμπίδες ανοίγματος κλπ, έχεις απογειώσει την τιμή."
Το δύσκολο και κοστοβόρο είναι η επιδιόρθωσή τους. Είχα τρεις ρολογάδες, έναν υπαίθριο για τα φτηνά, έναν γεράκο παλιό τεχνίτη του Ζολώτα και έναν σούπερ για τα λίγα πολύ ακριβά ρολόγια, που μου έπινε το αίμα.
Μετά έρχεται η τρέλα να σου χτυπήσει την πόρτα. Βγάζεις ας πούμε 20 ρολόγια, τα κουρδίζεις κι έχεις την απαίτηση μετά από μία ώρα να δείχνουν όλα την ίδια ώρα ακριβώς. Διορθώνεις, βάζεις ξανά τη σωστή ώρα ξανακουρδίζεις και περιμένεις άλλη μια ώρα για να γίνει το ίδιο αφού έχουμε να κάνουμε με ρολόγια 70 και βάλε χρόνων που επιπλέον μένουν επί μακρόν, ακούρδιστα κι αρρύθμιστα.
***Διαπιστώνεις το ανέφικτο αλλά και την ματαιότητα του τέλειου συγχρονισμού και καταλαβαίνεις πως το μόνο που έχει αξία να συλλέγεις, είναι εμπειρίες ζωής για τις οποίες δεν χρειάζεσαι θυρίδα. Χιούμορ χρειάζεται όταν "μετράς τους καημούς και τους αναστεναγμούς", ή καλό ψυχίατρο αν δεν σε αντέξει το σκοινί.
 
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
"Με τον Βαγγέλη Σιαφάκα, ήμασταν δυο αδερφιών παιδιά: ο πατέρας του ο Αλέξης -ο "μπαρμπα-Αλέξης", για το σόι μας και για τα μισά Γιάννενα-(1922-2004), κι η μάνα μου η Αριάδνη (1925-2011), αδέρφια απ' την Κράψη πίσω απ' το Δρίσκο του Λορέντζου Μαβίλη. Μεγαλύτερός μου κατά 11 χρόνια, ήταν πολύ "δεμένος" με το μεγάλο αδερφό μου Κώστα: συνομήλικοι οι δυο τους, συνσπουδαστές στη Φλωρεντία το '70, και κυρίως μ' ολόιδιο όμορφα ιδιόμορφο κι εύθραυστο ψυχισμό, και μ' ένα ολόιδιο πάλι "γιατί;" στο μάτι, είτε σε στιγμές μοναχικές είτε σε ώρες γλεντιού. Ο Βαγγέλης, θυμάμαι τότε, ήταν λεπτός κι αγγελόμορφος, με μακριά πυκνά κατάμαυρα μαλλιά, κι ο Κώστας που τον αγάπαγε πολύ, τον έλεγε χαριτολογώντας "ο Βαγγέλης ο γιεγιές", απ' το ομώνυμο τραγούδι του Περπινιάδη. [...] Είναι αστείο, ένας θνητός να λέει για εκλιπόντα "θα σε θυμόμαστε " κ.λ.π. Εγώ όμως, για όσο ακόμα θα ζω, θα θυμάμαι το Βαγγέλη, όπως είναι στη φωτογραφία τούτη στα Γιάννενα, στη στροφή στο Μώλο, στο Δώδεκα, σπαθάτο "δανδή" (ο Βαγγέλης έκαψε πολλές κοριτσίστικες καρδιές), ..διακτινισμένο Τσε Γκεβάρα στα Γιάννενα του '70 (του έμοιαζε τόσο πολύ τότε), με το τσιγάρο στο δεξί, και πάντα με μια θλίψη στο μάτι (για τα μελλούμενα αδιέξοδα άραγε της Αριστεράς για την οποία τόσο πάλεψε?), και μ' έναν παλιοκαιρίσιο Κραψίτικο τσαμπουκά, ήσυχο κι εσωτερικό τσαμπουκά που τον πάταγε με την αριστερή γροθιά του στην τσέπη του παντελονιού του, όπως στη φωτογραφία, για να μη βγαίνει παραόξω απωθητικός, παρά μονάχα να μένει μονάχα εντός του, τιθασευμένος, ίσα που να τον κάνει να περπατά καμαρωτός κι αγέρωχος αρχάγγελος σ' έναν κόσμο που ήδη είχε αρχίσει να "χαμηλώνει" και να πέφτει ηθικά, αξιακά κ.λ.π." ('Αγγελος Παπαγεωργίου). © FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 
 
 

 
Ένα καλοκαίρι
******************
Μέρος δεύτερο: Μια παρτίδα πόκερ
 
 
Το να εμφανιστούν μόνες τους σε κάμπινγκ το 1972, δυο Ιταλίδες "ασυνόδευτες" ήταν τότε πολύ σπάνιο. Το να μην γνωρίζουν και να κολυμπούν ήταν σπανιότερο. Η σχέση τους με τον Α και τον Β (είπαμε δεν λέμε ονόματα) έμελλε να είναι μια σχέση απεριόριστης ευγνωμοσύνης. Βλέπετε τις είχαν διασώσει και τους όφειλαν την ζωή τους.
Δεν μπορούσαν να στρίψουν το θαλάσσιο ποδήλατο που είχαν νοικιάσει, το οποίο είχε απομακρυνθεί καμιά δεκαριά μέτρα από την ακτή όπου μάλλον ...πάτωναν. Στις κραυγές αγωνίας έσπευσαν να ανταποκριθούν ο Α και ο Β που ρίχτηκαν στα εντελώς ήρεμα νερά, έστριψαν το ποδήλατο προς την ακτή. Πως ήταν γεννημένοι για αυτή τη δουλειά (δεν εννοώ του διασώστη) επιβεβαιώθηκε από την επιλογή τους να τις βγάλουν στην ακτή μέσα στην αγκαλιά τους σε βάθος …30 εκατοστών.
Πως "η μοίρα κάνει τα δικά της τα παιχνίδια" δεν γράφτηκε τυχαία. Οι δυο φίλοι μας ήξεραν Ιταλικά, γεγονός που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο γιατί είχαν μια πρόθυμη αγκαλιά, δύο για την ακρίβεια, να πουν για τον εφιάλτη που έζησαν.
Ήταν λίγο παραπάνω από τριάντα, μεγάλες δηλαδή, η μία που διέσωσε ο Α ήταν αδύνατη, κοντούλα, καλοβαλμένη, και την έλεγαν Μαρία Κλοτίλδη, η άλλη η Τζούλια ψηλή, με πλούσιο στήθος και κώλο.
Το ραντεβού για το βράδυ κλείστηκε στο παραθαλάσσιο κέντρο τα "Δίχτυα". ‘Όλα όμως ήταν ανοιχτά καθώς ο Α δεν αποδέχονταν την εκδοχή του Β να πάρει ο καθένας αυτή που διέσωσε, δηλαδή αυτός την Τζούλια. Οχυρώθηκαν στη θέση τους, ανυποχώρητοι και οι δύο μέχρι που έπεσε η πρόταση να τις παίξουν σε μια παρτίδα πόκερ. Μπορεί να μην σας φαίνεται ρομαντικό, να το θεωρείτε έως και αποτρόπαιο αλλά πέστε μου εσείς πως μπορούσε να λυθεί η διαφορά που είχε ανακύψει;
Η παρτίδα παίχθηκε ενώπιον των υπολοίπων μπροστά από τη σκηνή της κάτωθι φωτογραφίας. Μοιράστηκαν από 2000 καπίκια, έπαιξαν σκληρά, πάλεψαν για τη γυναίκα που γούσταραν περίπου μισή ώρα σε μια αναμέτρηση που έληξε με συντριπτική νίκη του Β (Τζούλια). Είναι περιττό να σας πω πως όλα αυτά γίνονταν χωρίς να υπολογίζεται καθόλου η άποψη των κοριτσιών, αφού δεν ήταν καν γνωστό αν ήταν πρόθυμες να συναινέσουν σε αυτά που σχεδίαζαν οι δύο επίδοξοι εραστές.
Το βράδυ στα "Δίχτυα" ο Α έκανε την πρώτη κίνηση περιφρόνησης των συμφωνηθέντων, με το που έπεσε ένα μπλουζ ζήτησε από την Τζούλια να χορέψουν παρ’ ότι αυτή "ανήκε" στον Β. Η αντίδραση του Β υπήρξε σοφή. Έμεινε στη θέση του, δεν σήκωσε την Μαρία Κλοτίλδη να χορέψουν (που "ανήκε" στον Α) και περίμενε την σειρά του να χορέψει με την Τζούλια που είχε αρχίσει δειλά να δείχνει την προτίμηση του σε αυτόν.
Αν νομίζετε πως ο πόλεμος είχε τελειώσει κάνετε λάθος. Ο Α, μόλις έφυγαν από τα "Δίχτυα", έριξε στη μάχη το συγκριτικό του πλεονέκτημα: την κιθάρα του που πήγε κι έφερε από τη σκηνή για να κάτσουνε όλοι μαζί στην άμμο, μια νύχτα που θα τους μείνει αξέχαστη. Ταξίδευε με τις μουσικές του τις Ιταλίδες που επαναλάμβαναν πόσο ρομαντική βραδιά ζούσαν. Ντρέπομαι για εκείνον αλλά θα σας το πω. Τραγούδησε χαμηλόφωνα Θεοδωράκη (είχαμε δικτατορία):
"Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα..."
Αυτά έγραψε ο Ρίτσος γιατί αυτά που έλεγε ο Α ήταν:
"ΒαΒα-ρα αν θέλεις να γαμήσουμε
Πάρε εσύ την κοντή….."
(Αν προσπαθήσετε θα βρείτε το τέμπο)
Οι άλλες γοητευμένες με την μουσική, το φεγγάρι, την θάλασσα, ήταν σε άλλο κλίμα και δεν είχαν αντιληφθεί τον βιασμό Θεοδωράκη, Ρίτσου, Μπιθικώτση σε μια στιγμή που η πατρίδα στέναζε κάτω από την μπότα των συνταγματαρχών. Το θέμα μάλλον το έλυσε η Τζούλια που πήρε τον Β από το χέρι κι απομακρύνθηκαν πίσω από μια συστάδα δένδρων
Δυο ώρες αργότερα οι δύο αντίζηλοι συναντήθηκαν έξω από τη σκηνή τους.
Αφήγηση του Α (Μαρία Κλοτίλδη)
Με το που πήγα να την χουφτώσω μου άρχισε "μήπως δεν είναι σωστό; Μας έχει επηρεάσει η όμορφη νύχτα κι ύστερα είμαστε δυο άγνωστοι…" Τα αγνόησα όλα αυτά κι έσκυψα να την φιλήσω. Και πέφτω αγόρι μου σε μια παγωμένη μύτη. Μπούζι σου λέω. Αυτή τραβιόταν, η μύτη της γίνονταν όλο και πιο κρύα μέχρι που μου έπεσε οριστικώς.
Αφήγηση του Β (Τζούλια)
Τα πράγματα αγρίεψαν από την αρχή. Φιλιά, χέρια και δάχτυλα παντού μέχρι που με ρώτησε "με πόσες έχεις πάει αυτό το καλοκαίρι;" Απάντησα ακαριαία "με καμία" και υπέθετα πως δεν ήθελε να είναι μία ακόμη από τις περιστασιακές σχέσεις ενός καλοκαιριού. Δεν με ρωτούσε όμως γι αυτό. Εκείνο που την ανησυχούσε ήταν μην κολλήσει κανένα αφροδίσιο με την διείσδυση. Μου είπε aspetti amore che ti faro un bel pompino, πράγμα και που έκανε με ιταλική μαεστρία και δεν νομίζω πως της χρειάστηκαν πάνω από δύο λεπτά.
*** τώρα πέστε μου εσείς, αν άξιζε όλη αυτή η φασαρία, ο διασυρμός , η υποταγή στα κατώτατα ένστικτα, για ένα pompino; Γιατί ο Β επιμένει ακόμη και σήμερα πως άξιζε και με το παραπάνω
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
"Η Αλίκη στο καρουζέλ (παζάρι)". © FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 
 
 
ΚΑΤΗΓΟΡΩ
**************
 
Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ. Πέθανε πριν από δύο χρόνια πριν κλείσει τα 72 χρόνια της. Η Αλίκη ήταν αδελφή μου, ψυχασθενής και με φώναζε Βάγγο μου. Εμφάνισε την ψύχωση κοντά στα 20 χρόνια της και βασανίστηκε μέχρι θανάτου. Και τα δυο παιδιά της κληρονόμησαν την αρρώστια. Σήμερα το κορίτσι (55 χρόνων) νοσηλεύεται σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική των Αθηνών. Εμφάνισε τα συμπτώματα ενώ σπούδαζε (είναι δασκάλα) στην ίδια ηλικία με την μητέρα της και με φωνάζει θείο Βάγγο. Το αγόρι (54 χρόνων) είναι "ενταφιασμένο" στο πατρικό του στα Γιάννενα. Δεν βγαίνει από το σπίτι, όπου τον φροντίζει μια κυρία, δεν ακούει ραδιόφωνο, δεν βλέπει τηλεόραση, δεν ανοίγει υπολογιστή (είναι πτυχιούχος Φυσικομαθηματικής), κάθεται με τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες, σε μια καρέκλα στην κουζίνα χωρίς να σκέφτεται τίποτα, όπως μου είπε όταν τον ρώτησα. Δεν με φωνάζει ποτέ κι έμαθε πως υπάρχει η πανδημία του κορονοιού δυο μήνες αφού ξέσπασε.
Ο άνδρας και μεγάλος έρωτας της Αλίκης, ο Φρίξος (πέθανε το 2015) διαγνώστηκε σε μεγάλη ηλικία με σχιζοφρένεια, λες και δεν του επιτρεπόταν να είναι μόνο αυτός υγιής. Μια τετραμελής οικογένεια, με βαριά νοσούντες ψυχασθενείς με την οποία ουδείς ασχολήθηκε, κούραραν ο ένας τον άλλο ανάλογα με το ποιος ήταν σε ύφεση. ΟΥΔΕΙΣ, ούτε καν κάποιο σπασικλάκι της σχολής που θα μπορούσε να κάνει διατριβή για την περίπτωση.
ΚΑΤΗΓΟΡΩ την Ελληνική Πολιτεία η οποία με τις ενέργειες ή τις παραλείψεις της έχει μετατρέψει σε πολίτες β’ κατηγορίας τους ψυχικά ασθενείς, τα δικαιώματα των οποίων παραβιάζονται βάναυσα.
ΚΑΤΗΓΟΡΩ τις υγειονομικές αρχές για την παντελή έλλειψη ψυχιατρικής πολιτικής και την ανυπαρξία δομών και υπηρεσιών. Σε μία ολόκληρη περιφέρεια, την Ήπειρο, δεν υπάρχει δομή για νοσηλεία παραμονή για τους χρονίως πάσχοντες ψυχασθενείς. Αποτέλεσμα να "εκδιώκονται" προς τα δημόσια ψυχιατρεία της Αθήνας και να αποστερούνται ακόμη και την επίσκεψη των οικείων τους. Το πλέον σύνηθες είναι να εγκαταλείπονται χωρίς θεραπευτική αγωγή (που σχεδόν πάντα διακόπτουν), μόνιμοι "επισκέπτες" της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου (την οποία και αποδιοργανώνουν) όπου μεταφέρονται και ξαναμεταφέρονται με εισαγγελικές εντολές που αιτούνται συγγενείς, γείτονες, περαστικοί, αστυνομία κλπ.
ΚΑΤΗΓΟΡΩ για ανυπαρξία και εγκληματική αδιαφορία τις κοινωνικές υπηρεσίες που αγνόησαν επί πολλά χρόνια την Αλίκη, τον Φρίξο και τα δυο παιδιά τους Καμία μέριμνα εκτός από ένα πιάτο φαί που τους έδινε η εκκλησία όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση
ΚΑΤΗΓΟΡΩ τους ανθρώπους της "διπλανής πόρτας" για ασυδοσία και εκμετάλλευση. Ως ενοικιαστές ακινήτων της Αλίκης ο μεν πρώτος επί δεκαετία δεν κατέβαλλε το συμφωνημένο τίμημα των 1000 ευρώ μηνιαίως, καταθέτοντας κατά βούληση ποσά περί τα 200 ευρώ, η δε δεύτερη πώς έχει στην ουσία καταλάβει διαμέρισμα για το οποίο δεν πληρώνει τα μισθώματα επί μία πενταετία. Οδήγησαν μαζί με άλλους μια ανυπεράσπιστη αλλά εύπορη οικογένεια στην φτώχεια επειδή είχε την ατυχία να ζει δίπλα σε "θηριόμορφους".
ΚΑΤΗΓΟΡΩ την ελληνική δικαιοσύνη για απαράδεκτες καθυστερήσεις που θέτουν σε κίνδυνο την ευημερία και την περιουσία των συγγενών μου. Τρία χρόνια καθυστερεί η εκδίκαση της δικαστικής συνδρομής, ενώ το δικαστήριο χρειάστηκε πάνω από δύο χρόνια για να αντικαταστήσει πραγματογνώμονα που διόρισε, ο οποίος αρνήθηκε τον διορισμό του. Δυο χρόνια πεταγμένα για περιπτώσεις που υπάρχουν αδιαμφισβήτητες γνωματεύσεις της Ψυχιατρικής κλινικής του Πανεπιστημιακού νοσοκομείου στην οποία έχει νοσηλευθεί 10 φορές η ανιψιά μου και 7 ο ανιψιός μου.
ΚΑΤΗΓΟΡΩ τις φορολογικές αρχές που δεν εξετάζουν για τέτοιες τραγικές περιπτώσεις ρυθμίσεις χρεών μετά την αφαίρεση των εξοντωτικών προσαυξήσεων που κάνουν απαγορευτική τη διευθέτηση των χρεών τους με άμεσο κίνδυνο να κατασχεθεί και να πλειστηριαστεί η περιουσία τους.
ΚΑΤΗΓΟΡΩ τις υπηρεσίες οικονομικών ελέγχων που ανέχονται την ανεξέλεγκτη λειτουργία των ιδιωτικών ψυχιατρικών κλινικών όπου πέραν του υπέρογκου κόστους νοσηλείας, όλο το σύστημα σε κάθε μα κάθε υπηρεσία του, δουλεύει με "μαύρα" καθιστώντας "ομήρους" τους συγγενείς που σιωπούν φοβούμενοι την "εκδίωξη" των ανθρώπων τους.
ΚΑΤΗΓΟΡΩ τον Ευάγγελο Σιαφάκα γιατί άργησε δραματικά να παρέμβει, "κρύβοντας" από τον εαυτό του την αμείλικτη αλήθεια. Για τις σκέψεις όταν λυγίζει "μήπως δεν έπρεπε να εμφανιστώ". Για λιποψυχία όταν αισθάνεται να "μαυρίζει" ο δικός του ουρανός. Για την αδυναμία του να έρθει "πρόσωπο με πρόσωπο" με τη νεκρή αδελφή του και να γράψει την ιστορία της κι ας ξέρει πως θα του έλεγε: "Γύρισες Βάγγο μου".
*Στις φωτογραφίες η Αλίκη κι εγώ στο πορτόνι ενός σπιτιού στην Καλούτσιανη κι η Αλίκη μαθήτρια πριν αρρωστήσει (η ωραία της πόλης).
 
 
 
 
 
 
 
Βαγγέλης Σιαφάκας Facebook Twitter
"H ζωγράφος και παιδική μου φίλη απο τα Γιάννενα, Φώφη Λάμπρου, μου έφτιαξε το πρώτο πορτρέτο μου, με το οποίο θα κυκλοφορω στο εξής στο fb. Ελπίζω ως Ντόριαν." © FB Βαγγέλης Σιαφάκας
 
 
Αλμανάκ

Απεργία την Πρωτομαγιά

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

THE GOOD LIFO ΔΗΜΟΦΙΛΗ