«O γιος της κουρούνας»: Ένα διήγημα από τον Παναγιώτη Ρίζο

«O γιος της κουρούνας»: Ένα διήγημα από τον Παναγιώτη Ρίζο Facebook Twitter
0

Πετάγαμε με τον γιo μου και μελλοντικό πατέρα των παιδιών μου αρκετές μέρες τώρα. Ξεκινούσαμε με το πρώτο φως της μέρας, όταν ακόμη είχε πάχνη και παγωνιά στον κάμπο ή στα βουνά, ανάλογα πού περνούσαμε τη νύχτα. Τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε, σκουλήκια, ψοφίμια, καρπούς, ό,τι υπήρχε στην περιοχή, ίσα να στυλωθούμε. Μετά ξεκινούσαμε το ταξίδι προς τα δυτικά, να βρούμε τον τόπο να στήσουμε το σπιτικό μας, να κάνουμε οικογένεια, να αναστήσουμε το γένος. Κάποτε ήμασταν πολλές. Ξεκινούσαμε κοπάδια ολόκληρα, μαύριζε ο ουρανός. Τώρα δεν είδα άλλες. Μόνοι μας εγώ και ο μικρός μου γιος, ο μελλοντικός πατέρας των παιδιών μου.

Χτες το βράδυ δεν κοιμήθηκε από αγωνία και χαρά μεγάλη. Δεν ήταν επειδή έκλεισε τα δεκαέξι και έσβησε τα κεράκια με την οικογένειά του και τους φίλους του από το σχολείο, ήταν επειδή ο πατέρας του, επειδή έγινε δεκαέξι, του χάρισε το πρώτο του κυνηγετικό όπλο, ένα φλομπέρ Bretton Gaucher – Saint Etienne 9άρι, μικρό κανονικό όπλο, κατάλληλο για την ηλικία του. Ο πατέρας του ο Λάμπης, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου. Αυστηρός και δίκαιος. Έξυπνος και καταφερτζής. Ελεγκτής, προϊστάμενος στη ΦΑΕ Αθηνών, στις μεγάλες εταιρείες, και πρόεδρος του Κυνηγετικού Συλλόγου Κυπαρισσίας, του τόπου καταγωγής. Εκείνος είχε δύο καραμπίνες, μία Benelli αυτόματη και μια ημιαυτόματη Remington, και δυο σκυλιά κυνηγετικά, 2 γκέκες δικούς του και ένα πόιντερ, τη Ρίκα, που το είχαν όλοι μαζί, ολόκληρη η παρέα του των κυνηγών, το πιο ακριβό, και του χάρισε χτες αυτό που του είχε υποσχεθεί πως θα του χάριζε όταν θα έκλεινε τα δεκαέξι, ένα όπλο πραγματικό κυνηγητικό, ένα φλομπέρ Bretton Gaucher 9αρι, και σήμερα είναι η Κυριακή, η μέρα που θα πήγαιναν για πρώτη φορά κυνήγι μαζί, σαν μεγάλοι, σαν δυο παλιόφιλοι κυνηγοί, όπως ο κύριος Ματθαίος και ο κύριος Χρυσοβαλάντης, οι κολλητοί του μπαμπά απ' το Ναυτικό, κληρούχες ΕΣΣΟ 78 Δ, που πηγαίνανε κάθε Κυριακή, όταν επιτρεπόταν για κυνήγι, για μπεκάτσες, ορτύκια, τσίχλες, μα και λαγούς, αγριογούρουνα, φασιανούς, με τα σκυλιά και τα φυσεκλίκια τους με τις στολές παραλλαγής και με τα καπέλα, πόσο τους θαύμαζε.

Καθόταν εκεί για λίγο αφήνοντας παντού τις μικρές κουτσουλιές της, τα πράσινα περιττώματά της, ήταν που χρόνια έτρωγε βατραχάκια και ποντίκια και έντομα από τη λίμνη και το ποτάμι το πράσινο με τις φουσκάλες δίπλα στο κτίριο με τα φουγάρα που ξέρναγε ξινό αέρα.

Είμαστε κουρούνες. Παλιά, στα αρχαία χρόνια, στην Ελλάδα μάς έλεγαν κορώνες. Σταχτιές με μαύρα φτερά, κεφάλι, λαιμό και πόδια. Πήραν το παλιό όνομά μας και ονομάτισαν το στεφάνι και το βασιλικό στέμμα corona από το στριφτό ράμφος μας. Ένα είδος πτηνών αρπακτικών και παμφάγων. Ζούμε πολλά χρόνια, είμαστε κορακοζώητες, που λέτε κι εσείς. Ξυπνάμε πριν από το χάραμα, πλένουμε τα φτερά μας και την ουρά μας στο πράσινο ποτάμι με τις φουσκάλες ή στα πράσινα νερά στη μικρή βαλτώδη λίμνη που έγινε τώρα τελευταία, δίπλα σε ένα μεγάλο κτίριο με φουγάρα που φυσάει ασταμάτητα καπνό όλη μέρα κι όλη νύχτα και ρίχνει κάθε βράδυ στο ποτάμι υγρά απόβλητα. Μετά παραμονεύουμε στις όχθες για το πρωινό μας, βατραχάκια πράσινα και γυρίνους και ποντίκια που αφθονούν στα στάσιμα νερά με την ξινή μυρωδιά. Παλιά δεν ήταν έτσι. Εγώ που πρόλαβα και γνώρισα οκτώ γενιές κουρούνων σάς λέω ότι τρώγαμε και ζούσαμε διαφορετικά. Παλιά, μας κρατούσε η θεά Αθηνά στο χέρι της. Μαζί με τα χελιδόνια αναγγέλλαμε την άνοιξη και το φθινόπωρο. Τώρα πετάμε δυτικά με τον γιο μου. Μόνοι μας. Απ' όλες τις κουρούνες του κόσμου, έχουμε μείνει δύο. Εγώ, η μητέρα του και μέλλουσα μητέρα των παιδιών του, και αυτός, ο γιος μου και αυριανός πατέρας τους. Με την πρώτη βροχή του φθινοπώρου όταν επιστρέψουμε, πρώτα ο Θεός, θα είμαστε πέντε. Εγώ θα γεννήσω δώδεκα, αλλά θα επιστρέψουμε πέντε. Έτσι γινόταν πάντοτε.

«Ξύπνα, αγόρι μου, είναι ώρα να φύγουμε». Kι αυτός που δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από την αγωνία και τη χαρά του, έκανε ότι χασμουρήθηκε, σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και αφού ετοιμάστηκε σαν αστραπή, έβαλε τον εξοπλισμό και το καπέλο, μπήκε στο παλιό Vitara του μπαμπά που το είχε μόνο για το κυνήγι, τακτοποίησαν τα όπλα τους, τοποθέτησαν τη Ρίκα που θα έπαιρναν μαζί τους απόψε να ξεμουδιάσει στην ξύλινη μπαγκαζιέρα με τις τρύπες, και ξεκίνησαν αχάραγα ακόμη για τη ρεματιά πάνω στον Αϊ-Γιώργη, που ήταν το πέρασμα για καρτέρι.


Σ' ένα μικρό ύψωμα πίσω απ' τα βράχια μπροστά από τη μικρή εκκλησία τούς βρήκε η αυγή, με τα όπλα γεμισμένα, το εφηβικό του όπλο γεμάτο με σκάγια, έτοιμο για την αποστολή. Με τις κάννες προς τα πάνω σημαδεύοντας τον ουρανό. Έτοιμους, στοχοθετημένους.
«Να, εκεί!» Του έδειξε ο μπαμπάς. Και τότε τα είδε. Οι στόχοι. Δυο πουλιά, το ένα πιο μεγάλο το άλλο μικρότερο, να πετάνε διαγώνια μπροστά τους γύρω στα 20 μέτρα μακριά, μαύρα και σκούρα σαν δύο μεγάλες τελείες στον ουρανό.


Σήκωσε το όπλο και εγκλώβισε το μεγάλο στο στόχαστρο, παρακολούθησε με την κάννη την πορεία του. Ο πατέρας του καμάρωνε σαν σκεπάρνι γύφτου, χωρίς να έχει χάσει με την άκρη του έμπειρου ματιού του την πορεία των στόχων. «Τώρα» είπε. Μια ντουφεκιά ξερή ακούστηκε.

Πετούσαν ήδη δύο ώρες. Πρώτη στάση για νερό στη βρυσούλα του Αϊ-Λια πάνω απ' τη ρεματιά. Είχε αποφασίσει να σταματήσουν εκεί. Θα περνούσαν τη χαμηλότερη βρυσούλα του Αϊ-Γιώργη γρήγορα, γιατί εκεί την έστηναν για πέρδικες και ορτύκια οι κυνηγοί και στην αναμπουμπούλα μπορεί να τρώγανε και καμιά ξώφαλτση. Δεν υπήρχαν περιθώρια για παράπλευρες απώλειες. Εκεί στη βρυσούλα του Αϊ-Λια στα ψηλά θα ήταν ασφαλείς για ξεκούραση, νερό και ανεφοδιασμό. Ήθελε να περάσουν γρήγορα απ' του Αϊ-Γιώργη, είχε και ένα κακό προαίσθημα, γι' αυτό τον έβαλε εδώ και ώρα από δεξιά, απ' την πλευρά του ουρανού, δεν του είπε τον λόγο να μην τον ανησυχήσει, αυτός όμως έκανε τα κόλπα του στην πτήση, σαν τον Ίκαρο, έφευγε απ' την πορεία, έκανε βουτιές, ανέβαινε ψηλά, τον μάλωνε. Ξαφνικά με ένα ανάποδο luping πετάχτηκε από αριστερά της και τότε ήταν που ακούστηκε ο ξερός ήχος, όχι από καραμπίνα ούτε από δίκαννο, μα από κάτι πιο μικρό, σαν παιδικό παιχνίδι, και τον έχασε από δίπλα της.


Κάτω από το φτερό και στο αριστερό πλευρό τον βρήκαν τα σκάγια, στην άρση. Τινάχτηκε ψηλά και πίσω ξαφνικά, ο ένας από τους δύο στόχους, ο μικρός, και άρχισε να πέφτει με έναν ατσούμπαλο χορό προς τη γη, άψυχη μαύρη βολίδα.

«Μπράβο, αγόρι μου» είπε ο μπαμπάς και τον φίλησε στο μέτωπο. «Σιδεροκέφαλος!»

Δεν είπε στον μπαμπά ότι στόχευσε το μεγάλο αλλά αστόχησε, ούτε για τη σκιά μικρής λύπης που τον σκέπασε σαν είδε το μικρό μαύρο πουλί να πέφτει. Τι σημασία θα είχε; Θα το ξεπερνούσε με την εμπειρία, σαν τον μπαμπά.


«Τι πουλί ήταν, μπαμπά;»


«Κουρούνα, αγόρι μου, άχρηστα πουλιά» είπε ο μπαμπάς αμολώντας τη Ρίκα για να πάει να το φέρει για προπόνηση. «Φέρμα, Ρίκα, φέρ' το» είπε «φέρ' το, Ρίκα, εδώ!»


Φερμάρισε η Ρίκα, χοροπήδησε και με την ουρά της παράλληλη με το έδαφος χάθηκε στα πουρνάρια και στα σχοίνα της ρεματιάς γαβγίζοντας.

Και τότε τους είδε με τα μάτια της της κουρούνας, δύο κυνηγούς με τα καπέλα τους και τις στολές τους, έναν μικρό και έναν μεγάλο και έναν σκύλο πόιντερ να τρέχει προς τα σχοίνα τη ρεματιά με την ουρά ευθεία γαβγίζοντας. Και κατάλαβε. Και άρχισε να κάνει κύκλους πάνω από τον ουρανό, μια μαύρη τελεία που διέγραφε κύκλους ομόκεντρους.


Τους άκουσε που φώναζαν τον σκύλο «Ρίκα, Ρίκα», είδε τον σκύλο που βρήκε τον γιο της, αυτόν που θα γινόταν πατέρας των παιδιών της, να τον αρπάζει με το σκυλίσιο στόμα του για να τον πάει στο αφεντικό του, όπως είχε εκπαιδευτεί. Τον είδε που μερικά μέτρα μετά έπεσε και έμεινε ακίνητος, ανάσκελα με φουσκάλες και αφρούς να βγαίνουν απ' το στόμα του, τουμπανιασμένος, είδε τον μεγάλο κυνηγό και τον μικρό να φωνάζουν «Ρίκα, Ρίκα», να κατεβαίνουν τη ρεματιά με κίνδυνο, είδε τον μεγάλο κυνηγό να φωνάζει, να καβαλάει τα αγκαθωτά πουρνάρια και τα σχοίνα και τα βάτα της ρεματιάς και να βρίζει την Παναγία των Κυνηγών και να σηκώνει στα χέρια του το σώμα του σκύλου που άκουγε στο όνομα Ρίκα, να το κουβαλάει μέχρι το Vitara που είχε μόνο για το κυνήγι. Είδε τον γιο του να του δίνει ένα χεράκι, σαστισμένος.


Τους παρακολούθησε από ψηλά με ένα θλιμμένο πέταγμα. Τους ακολούθησε πετώντας, είδε τη γειτονιά τους, την πόλη τους, τον κτηνίατρο που τον πήγαν. Είδε το σπίτι τους. Το γκαράζ που έβαζαν το Vitara που είχαν μόνο για το κυνήγι.


Και μετά πέταξε πιο χαμηλά και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω από την πόλη των ανθρώπων. Να κάθεται στις αυλές τους, στα σύρματα που άπλωναν τα ρούχα τους, στα καπό των αυτοκινήτων τους, στις εκκλησίες που πήγαιναν να λειτουργηθούν τις Κυριακές, στα προαύλια των σχολείων που στέλναν τα παιδιά τους, στους κήπους που φύτευαν τα λαχανικά τους, στα κλαδιά των δέντρων που κρέμονταν οι καρποί τους. Καθόταν εκεί για λίγο αφήνοντας παντού τις μικρές κουτσουλιές της, τα πράσινα περιττώματά της, ήταν που χρόνια έτρωγε βατραχάκια και ποντίκια και έντομα από τη λίμνη και το ποτάμι το πράσινο με τις φουσκάλες δίπλα στο κτίριο με τα φουγάρα που ξέρναγε ξινό αέρα.


Τότε ήταν που άρχισε η επιδημία και το θανατικό σε όλη την πόλη και χάθηκαν μέσα σε δύο μήνες όλα τα παιδιά και οι νέοι μέχρι 20 χρονών.


Οι βαπτιστές των λέξεων ονόμασαν τον φονικό ιό κορώνα ιό. Κάπως αφηρημένα και βιαστικά μπουρδούκλωσαν την ετυμολογία της ονομασίας και την αρχή της συμφοράς, αφήνοντας ωστόσο, σαν από τύψη συλλογική, έναν σαφή υπαινιγμό.


Όμως χωρίς περιστροφές η ακριβής ονομασία ήταν κουρούνα ιός. Ο γιος της κουρούνας.

Ο κ. Παναγιώτης Ρίζος είναι δικηγόρος και συγγραφέας του βιβλίου ΙΚΕΤΗΡΙΑ (εκδόσεις Παπαδόπουλος) το οποίο κατείχε μία θέση στις Βραχείες Λίστες για τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία του 2017.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ