Εγώ στ' αλήθεια τώρα νιώθω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ.
Έξι παρά είκοσι το πρωί. Παίρνουμε τη στροφή για την παραλία της Αγίας Άννας πιο γρήγορα απ’ όσο θα έπρεπε. Ξεχασμένα άδεια μπουκάλια νερού χοροπηδούν στο πίσω κάθισμα, καπνός μες στο αμάξι. Δυναμώνω τα ηχεία κι άλλο, μέχρι να τρέμουν από την ένταση. Έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου ξημερώνει αργά, σαν να μας δίνει χρόνο μέχρι να φτάσουμε, και ο Χρήστος χτυπάει με δύναμη το καντράν του συνοδηγού και δηλώνει ότι τώρα στ' αλήθεια νιώθει πως δεν θα πεθάνει ποτέ. Πλησιάζουμε.
Πριν από τρεις ώρες, παραδομένοι στις άβολες καρέκλες ενός ρεμπετάδικου στην πλατεία της Χώρας, παραδεχόμασταν λέξεις που δεν μας ξαφνιάζουν πια, ανηδονία, ρωτάω επίμονα «μα γιατί» λες και δεν καταλαβαίνω, «μα γιατί», αφού η δουλειά σου πάει καλά –που σημαίνει ότι σου εξασφαλίζει τα απαραίτητα, ίσα-ίσα για να βγει ο μήνας και σίγουρα όχι αρκετά για να δίνεις τριακόσια ευρώ στα ακτοπλοϊκά–, «μα γιατί», αφού έχεις την κοπέλα σου –που σημαίνει ότι τα καταφέρνετε λίγες μέρες τον μήνα και τις υπόλοιπες ένας από τους δύο νιώθει πως δεν παίρνει αρκετό χρόνο, προσοχή, φροντίδα, στοργή, ηδονή, κοφτά μηνύματα, σύντομα τηλεφωνήματα, εκνευρισμένα «διαβάστηκε»–, οδηγώ και βλέπω μια σκοτεινή σκιά απέραντου νερού, κατεβαίνουμε και ακούω χαμηλόφωνα τον αχό της θάλασσας και θυμάμαι μια ιστορία για ένα ανδρόγυνο που το σκάφος τους αναποδογύρισε στα ανοιχτά. Όταν έφτασαν οι διασώστες, τους βρήκαν να παλεύουν μέσα στο νερό – ο ένας προσπαθούσε να κρατηθεί στην επιφάνεια σπρώχνοντας τον άλλον προς τον βυθό.
Η ενοχή ησυχάζει, ο θυμός, μέχρι και η αφόρητη χρονική πίεση να στριμώξω την απόλαυση όλου του χρόνου στις έξι ημέρες διακοπών στο νησί ησυχάζει. Λες και είναι ποτέ δυνατόν έξι μέρες να γεμίσουν τα ελλείμματα όλου του χρόνου. Λες και μόλις φύγεις από τις Κυκλάδες τελειώνει ο κόσμος, πεθαίνεις στο φέρι της επιστροφής και στον Πειραιά ξεβράζεται ένα πτώμα.
Εγώ τώρα στ' αλήθεια νιώθω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ.
Αφήνουμε το αμάξι σε ένα τεράστιο άδειο πάρκινγκ που σε λίγες ώρες θα είναι γεμάτο από νοικιασμένα ασημί Toyota Augo. Πενήντα σκαλιά πιο κάτω, το εκκλησάκι της Αγίας Άννας. «Εδώ γυρίστηκε το “Απέραντο Γαλάζιο”;» Κι εγώ μάλλον είμαι καταδικασμένος να ερωτεύομαι μόνο όσες στιγμές μοιάζουν με ταινία. Κατηφορίζουμε και δύο τεράστιοι βράχοι αρχίζουν να ξεπροβάλλουν καταμεσής της θάλασσας, ξημερώνει αργά μέσα μου, αλλά φοβάμαι για το χτυπημένο μου γόνατο και φωτίζω τα βήματά μου με το κινητό.
Βλέπουμε τα τεράστια καφέ πλευρά του βουνού να φανερώνονται αργά, πίσω και μακριά μας τους φιδωτούς δρόμους και τα νυχτερινά κόκκινα φώτα των αμαξιών, βλέπω συστάδες λευκών σπιτιών καρφωμένες στα πλευρά των βουνών και ο Χρήστος λέει ότι είναι συγκινητικό πόσο όμορφος είναι ο κόσμος και μετά συμπληρώνει «αν έχεις λεφτά, υγεία και ανήκεις στην ευνοούμενη μεριά του πλανήτη», γιατί η ενοχή του επιζήσαντα που μπορούμε και φοράμε ακριβά μαγιό και τρώμε φρέσκο ψάρι υπάρχει πάντα και σε όποιο νησί και να βρίσκεσαι· όταν αποβιβάζεσαι στις Κυκλάδες δεν σημαίνει ότι βγαίνεις εκτός πραγματικότητας, προστατευμένος από ένα κουκούλι αντηλιακού και ευφορίας. Το παράλογο και το άδικο και το άνισο υπάρχουν και δίπλα από τη θάλασσα, ακόμη και σ’ ένα γραφικό αμοργιανό πανηγύρι, όπου μία παρέμβαση με πανό αντιμετωπίζεται σαν δολοφονική επίθεση, τραγουδοποιοί θίγονται και τάχα θυμούνται την Κύπρο και στα οτοστόπ που παίρνουμε μάς λένε ότι τοπικοί παράγοντες ψάχνουν ποιοι σήκωσαν το πανό, να τους τακτοποιήσουν και να τους απολύσουν από τις εποχικές δουλειές τους στο νησί, και αναρωτιέσαι πώς πολιτικοποιήθηκαν συγκεκριμένες σημαίες και συνθήματα. Στο επόμενο πανηγύρι ομολογώ στην Ειρήνη ότι νιώθω περίεργα να φωνάζουμε συνθήματα ενώ καλοπερνάμε σε ένα νησί και η Ειρήνη θυμώνει, με ρωτάει αν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο από εδώ, όχι δεν μπορούμε, ε, τότε να κάνουμε έστω αυτό, και η Ειρήνη έχει δίκιο.
Αλλά εγώ, τώρα, στ' αλήθεια νιώθω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ.
Περνάμε το λευκό μοναστήρι, στηρίζουμε τα χέρια μας πάνω σε βράχους και προσγειωνόμαστε στην παραλία της Αγίας Άννας. Άδεια και απέραντη κι εμείς στεκόμαστε και κοιτάμε. Απλά στεκόμαστε και κοιτάμε. Απλά αναπνέουμε με τον ρυθμό των κυμάτων, όταν ξαφνικά ακούμε βήματα πίσω μας. Γυρίζουμε και βλέπουμε έναν μικροκαμωμένο άνδρα, που έχει κατέβει σιωπηλά τα σκαλιά, να σφυρίζει ανέμελα με μια μπεζ πετσέτα περασμένη στον ώμο. Σκύβει και βάζει διακριτικά το μαγιό του πίσω από έναν βράχο. Ύστερα κατηφορίζει, μας καλημερίζει ήσυχα, περνάει ανάμεσά μας, βγάζει τα λευκά του κροκς και σφυρίζοντας προχωράει για την καθιερωμένη του πρωινή βουτιά. Μόλις ακούω το μικρό του πλαδαρό σώμα να πέφτει ήσυχα στο νερό μ’ έναν ελάχιστο ήχο, κάτι μέσα μου ησυχάζει. Η ενοχή ησυχάζει, ο θυμός, μέχρι και η αφόρητη χρονική πίεση να στριμώξω την απόλαυση όλου του χρόνου στις έξι ημέρες διακοπών στο νησί ησυχάζει. Λες και είναι ποτέ δυνατόν έξι μέρες να γεμίσουν τα ελλείμματα όλου του χρόνου. Λες και μόλις φύγεις από τις Κυκλάδες τελειώνει ο κόσμος, πεθαίνεις στο φέρι της επιστροφής και στον Πειραιά ξεβράζεται ένα πτώμα.
Τον κοιτάζουμε να κολυμπάει ήρεμα προς τον ορίζοντα, προς το περίγραμμα του ήλιου που ανατέλλει. Κοιτάζω· με ηρεμία σχίζει ο μικρός κύριος το απέραντο, σαν να του ανήκει. Σαν να νιώθει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ.
Γδύνομαι, βουτάω και τρέμω από το κρύο και την ομορφιά. Γι' αυτές τις λίγες στιγμές που νιώθουμε πως νικάμε το σύμπαν και τον εαυτό μας. Για τις στιγμές που μια απέραντη γαλήνη αναπνέει μέσα μας και μας βοηθάει να αντέχουμε το παράλογο του κόσμου.
Κάθε καλοκαίρι η ίδια ιστορία, η ίδια επιθυμία. Το απέραντο που ζητάμε και το λίγο που έχουμε.
Κοιτάζω τον μικρόσωμο άνδρα να συνεχίζει άφοβα. Μικρές κινήσεις των χεριών προς το απέραντο.
Ξημερώνει.