Δεκαπενταύγουστος κάπου στην Αγία Ρουμέλη στη Νότια Κρήτη

Δεκαπενταύγουστος κάπου στην Αγία Ρουμέλη στη Νότια Κρήτη Facebook Twitter
Κι εκεί στο τέλος του φαραγγιού, έχοντας χύσει αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα, ξαφνικά αγναντεύεις το βαθύ μπλε της θάλασσας της Νότιας Κρήτης.
0

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ στιγμές της παιδικής μου ηλικίας είναι οι διακοπές μας με τα φιλαράκια μου μετά το σχολείο. Η στιγμή που ο αδελφικός φίλος Μιχάλης μάς ξεσήκωσε για ένα ταξίδι περιπετειώδες και μακρύ για τα τότε δεδομένα, πόσο μάλλον για τα δεδομένα μας ως παιδιά, αφού ήμασταν περίπου 14-15 χρονών, κάπου μεταξύ 2003-2005.

Στην Κρήτη και στο Ηράκλειο, όπου μεγάλωσα, μόλις τελειώσει το σχολείο έχεις να κάνεις ωραία και ουσιαστικά πράγματα που φυσικά την αξία τους την έχω καταλάβει σχετικά πρόσφατα… Μπάνιο κάθε μα κάθε μέρα στη θάλασσα, οι αποστάσεις είναι αστείες... Άπειρες νυχτερινές βόλτες στο Μεγάλο Κάστρο του Κούλε, τρύγο στα αμπέλια που ανήκουν στην οικογένειά σου στο χωριό, βόλτες στο κέντρο και τα λιοντάρια, στην πλατεία φυσικά, ή διαφορετικά, εργάζεσαι στη δουλειά του πατέρα σου και είσαι ψιλοανεξάρτητος και cool και το βράδυ βολτάρεις και κερνάς τα φιλαράκια σου που ακόμη δεν έχουν μπει στο τριπάκι της δουλειάς.

Έτσι κι ο Μιχάλης, εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση κάθε καλοκαίρι και απλά περίμενε τις διακοπές της Παναγίας. Στην Κρήτη νομίζω πως κανένας δεν ασχολείται ακόμα και σήμερα με το πότε θα λείψει, τις τύπου διακοπές που κανονίζουμε σήμερα όλοι εμείς που δεν μένουμε στην Κρήτη. Μόνο οι μέρες της Παναγίας είναι ιερές, μεταφορικά και κυριολεκτικά, 12-18 Αυγούστου, κάτι τέτοιο, πέντε με έξι μέρες, λίγο πριν, λίγο μετά τη 15η Αυγούστου. 

Πέρναγαν οι μέρες, βουτάγαμε στα πολύ αλμυρά νερά της Αγίας Ρουμέλης με τη γκρίζα άμμο και τον βραχώδη βυθό, και θυμάμαι να με εντυπωσιάζει το βάθος της θάλασσας. Αν έβαζες μάσκα στο νερό καταλάβαινες πόσο παρθένα ήταν εκείνα τα νερά, κάτι που δεν ξανασυνάντησα ποτέ σε κανένα καλοκαιρινό μου ταξίδι από τότε. Δεν χόρταινες θάλασσα, φαγητό, ησυχία, κι όσο η ζέστη έπιανε περίπου 40άρια, τόσο εσύ γινόσουν ένα με όλα. Τι αγριάδα αυτό το μέρος. Πόσο κουμπώναμε σε αυτό;

Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι, ο Μιχάλης πρότεινε στην παρέα να πάμε κάπου όλοι μαζί καθώς συνήθιζε πάντοτε να φεύγει μακριά αλλά εντός Κρήτης με τους δικούς του και να περνάει μερικές στιγμές χαλάρωσης κατασκηνώνοντας συνήθως, ελεύθερο camping, σε μέρη μαγικά και απόμερα.

«Φύγαμε να περάσουμε το φαράγγι της Σαμαριάς;» 

«Φύγαμε», απαντήσαμε. Πολύ απλά και ειλικρινά. Εγώ, οι δύο Μιχάληδες κι ο Γεράσιμος.

Μέχρι και σήμερα με εντυπωσιάζει το πώς βρήκαμε τα χρήματα αλλά και τον τρόπο να το κάνουμε. Με χάρτη τότε και πληροφορίες σκόρπιες. Εγώ με δανεικά κι αγύριστα, ο καθένας με τον τρόπο του. Άλλο ένα πράγμα που έμαθα μεγαλώνοντας είναι πως αυτές οι παρορμητικές στιγμές-αποφάσεις με την παρέα, τα φιλαράκια σου, είναι τελικά οι σημαντικότερες και οι εντονότερες για τη μέχρι τώρα πορεία σου ή αλλιώς, μεταφορικά, είναι το ήρεμο λιμάνι σου σε κάθε φουρτουνιασμένο χειμώνα.

Με πίστη και πάθος φύγαμε πρωινιάτικα από το Ηράκλειο τέσσερις φίλοι με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, με πρώτη στάση την πόλη των Χανίων από όπου θα αλλάζαμε λεωφορείο, με επόμενο σταθμό το περήφανο βουνό του Ομαλού, όπου και θα σταματούσαμε τις οδικές μετακινήσεις, καθώς εκεί βρίσκεται η είσοδος για το φαράγγι της Σαμαριάς. Ευτράπελα, γέλιο, νύστα, ναυτία, τουρίστες από την άλλη άκρη της γης, κεράσματα από τουρίστες και περιπλανώμενους μέσα από σακούλες σκουπιδιών… Όλα τα είχαν τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ τότε. Ώσπου, ούτε κι εγώ ξέρω τι ώρα, φτάσαμε επιτέλους στην πύλη για την είσοδό μας στο φαράγγι της Σαμαριάς.

Δεκαπενταύγουστος κάπου στην Αγία Ρουμέλη στη Νότια Κρήτη Facebook Twitter
Οι Πόρτες που λένε μέσα στο φαράγγι.

Από ψηλά, όταν φτάσεις στον Ομαλό, το βλέπεις εκεί αιώνιο, επιβλητικό, να σκίζει τα βουνά και να σε οδηγεί στο άγνωστο ανάμεσα σε ποταμάκια, δέντρα και βράχους. Εκεί βίωσα τι σημαίνει για κάποιον το να ταξιδεύει από την άλλη άκρη της γης με έναν και μόνο στόχο, να το περάσει και να γράψει τη δική του ιστορία. Πολύς κόσμος, κυρίως τουρίστες από το εξωτερικό με πρωτοφανή για τα μάτια μας οργάνωση, με αυτοσκοπό το επιτυχές πέρασμα του φαραγγιού. Εμείς, σαν παιδιά, απορώ πώς το βγάλαμε…ή μάλλον σαν παιδιά το βγάλαμε, με άγνοια πόνου, κινδύνου και οργάνωσης. Κλασικά, φωτογραφία στις Πόρτες, που λένε μέσα στο φαράγγι, στο χωριό που βρίσκεται μέσα στο φαράγγι και με τα αγριοκάτσικα που βρίσκονται εδώ κι εκεί. Με φωτογραφική μηχανή μιας χρήσης.  

Κι εκεί στο τέλος του φαραγγιού, έχοντας χύσει αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα, ξαφνικά αγναντεύεις το βαθύ μπλε της θάλασσας της Νότιας Κρήτης, το ατέλειωτο, μα πριν βγεις όλο και κάποιος φύλακας-πυροσβέστης του φαραγγιού θα σε τρατάρει ρακή κρύα, ένα κομμάτι γραβιέρα και κανένα παξιμαδάκι, έτσι για να θυμάσαι πού βρίσκεσαι και πως μόνο σ’ αυτόν τον τόπο η λέξη φιλοξενία υπήρχε όσο υπήρχαν όλα στον κόσμο. 

Προχωράς και κατευθύνεσαι στο χωριό της Αγίας Ρουμέλης, πλακόστρωτα σοκάκια, βουκαμβίλιες. Εδώ δεν υπάρχουν αμάξια και μηχανάκια, μονάχα μερικά rooms to let, b&b και ταβερνάκια όπου μαγειρεύει η γιαγιά εδώ και χρόνια. Λίγο ακόμα περπάτημα προς την παραλία, όπου πάνω στην παραλία κρέμεται κυριολεκτικά το μπαλκονάκι της οικογενειακής ταβέρνας Γκίγκιλος, κι από πάνω τα δωμάτια με τα κατάλευκα σεντόνια και τη θέα στο βαθύ Λιβυκό πέλαγος. Εκεί μείναμε, όσες φορές κι αν πήγαμε.

Δεκαπενταύγουστος κάπου στην Αγία Ρουμέλη στη Νότια Κρήτη Facebook Twitter
Πάνω στην παραλία κρέμεται κυριολεκτικά το μπαλκονάκι της οικογενειακής ταβέρνας Γκίγκιλος.

Φορτωμένοι με τα μπαγκάζια από το φαράγγι σταματάμε για φαγητό, τσιγαριαστό αρνί με τηγανητές πατάτες και κρύα μπίρα. Πού να ήξερα την αξία εκείνων των στιγμών, και πόσα με κάνουν να αναζητώ σήμερα – και να μην τα βρίσκω. Κάθε μέρα τσιγαριαστό, μπουρέκι, ανθούς γεμιστούς με ξινομυζήθρα για συνοδευτικό, ντολμαδάκια, χόρτα άγρια, gordon bleu (ήταν της μόδας τότε), κρέας ψητό και στο τέλος πάντα φρούτα.

Εκεί έβρισκες την ηρεμία σου, εκεί που δεν πέρναγαν μηχανάκια κι αμάξια, ακόμη κι αυτοί που ξαποσταίναν μετά το φαράγγι σπάνια διέμεναν κι έφευγαν για το πιο «κοσμοπολίτικο» Λουτρό ή τα Σφακιά, πάντα με το καραβάκι της γραμμής που έφτανε μια φορά κάθε μέρα.

Πέρναγαν οι μέρες, βουτάγαμε στα πολύ αλμυρά νερά της Αγίας Ρουμέλης με τη γκρίζα άμμο και τον βραχώδη βυθό, και θυμάμαι να με εντυπωσιάζει το βάθος της θάλασσας. Αν έβαζες μάσκα στο νερό καταλάβαινες πόσο παρθένα ήταν εκείνα τα νερά, κάτι που δεν ξανασυνάντησα ποτέ σε κανένα καλοκαιρινό μου ταξίδι από τότε. Δεν χόρταινες θάλασσα, φαγητό, ησυχία κι όσο η ζέστη έπιανε περίπου 40άρια, τόσο εσύ γινόσουν ένα με όλα. Τι αγριάδα αυτό το μέρος. Πόσο κουμπώναμε σε αυτό; Το μέσα μου τότε αγάπησε την την πέτρα, τον γκρεμό και το κάθε άγριο ηλιοκαμένο κομμάτι γης. Βόλτα μας ήταν το τέλος του φαραγγιού, πάντα με τα κόκκινα αγροτικά της πυροσβεστικής να ελέγχουν τον χώρο για πιθανές φωτιές, ή ένα άλλο σημείο όπου κάναμε βουτιές που με τα χρόνια το σκέπασε η θάλασσα – όπως σκεπάζει και παίρνει τα πάντα.

Δεκαπενταύγουστος κάπου στην Αγία Ρουμέλη στη Νότια Κρήτη Facebook Twitter
Πέρναγαν οι μέρες, βουτάγαμε στα πολύ αλμυρά νερά της Αγίας Ρουμέλης με τη γκρίζα άμμο και τον βραχώδη βυθό, και θυμάμαι να με εντυπωσιάζει το βάθος της θάλασσας.

Τα βράδια τότε ήταν αγνά, χωρίς smart phone, κινητό είχαμε τότε, πότε παρέες με κιθάρα και μπουζούκι από τον Γεράσιμο στη θάλασσα, με τα ντόπια αγόρια και κορίτσια της ηλικίας μας, πότε καμιά βόλτα και πότε κανένα ποτό ή μπύρα στο Meli Cafe που υπήρχε τότε. Ένα σκοτεινό ποτάδικο, αξιοζήλευτο για την ταυτότητα που είχε,  κυριολεκτικά κάτω από τα περισσότερα αστέρια που μου έχουν φανερωθεί σε ουρανό όσο ζω. Εκεί πηγαίναμε, συζητήσεις επί συζητήσεων και παρατήρηση εκείνου του μαγικού νυχτερινού ουρανού στη Νότια Κρήτη. 

Πάντα θα μέναμε και της Παναγίας, όλο το χωριό γιόρταζε και στο βουνό που βρίσκεται το κάστρο της Αγίας Ρουμέλης υπάρχει κι ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στη χάρη της Παναγίας όπου κάθε χρόνο την ημέρα του Δεκαπενταύγουστου γινόταν λειτουργία το χάραμα, και μετά το τέλος της σέρβιραν σε όλους βραστό κρέας (γίδα συνήθως) και μακαρόνια βρασμένα στο ζουμί του κρέατος. Το πέρασμα από τη νηστεία στην κατανάλωση κρέατος ξανά. Η θρησκευτική συνέπεια ως προς την κατανάλωση και μη κατανάλωση τροφών πάντα με εντυπωσίαζε σχετικά με το πότε και τι, κι από παλιά θυμάμαι τη γιαγιά μου να τηρεί όλα αυτά τα εκκλησιαστικά φαγοπότια ή μη, και σήμερα με κάνει να τη θυμάμαι πιο πολύ από ποτέ.

Η μέρα της γιορτής περνούσε ήρεμα με χαρά πανηγυριού κι εμείς ξαφνικά ψάχναμε καράβι να φύγουμε. Μαγεία, σήμερα τα θυμάμαι με λαχτάρα και όπως κάθε χρόνο θα τα λησμονώ και θα χαίρομαι που τα έζησα κι άθελά μου τα κατέγραψα για πάντα μέσα μου. Καλό υπόλοιπο καλοκαίρι και καλό Δεκαπενταύγουστο.

Ταξίδια
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Ταξίδια / Πώς η ανάβαση στο Έβερεστ κατέληξε από ηρωικό κατόρθωμα σε μαζική μπίζνα

Η συντριπτική πλειονότητα των αναβατών είναι πελάτες που πληρώνουν εξαψήφια ποσά και μεταξύ αυτών που ανέβηκαν πρόσφατα στην «κορυφή του κόσμου» ήταν κάποιοι τυφλοί, δύο 13χρονοι, αρκετοί εβδομηντάρηδες, ακόμη και άτομα που είχαν υποστεί διπλό ακρωτηριασμό.
THE LIFO TEAM
«Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Το χωριό μου, ο Δεσύλλας Μεσσηνίας, είναι ένας μικρός κρυφός παράδεισος»

Ο Μάριος Γκρόγκος μιλά για τον τόπο του με την ανεμπόδιστη θέα στον μεσσηνιακό κάμπο, για ένα μέρος που πια έχει όλα κι όλα δύο μαγαζιά – έχει όμως και μια ομάδα κατοίκων που στήνει φεστιβάλ και εκθέσεις φωτογραφίας και ανανεώνει εθελοντικά την όψη του χωριού.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Αβινιόν/Αρλ

Ταξίδια / Ένα road trip στην Αβινιόν των επτά Παπών και στην Αρλ του Βαν Γκογκ

Γοτθική αρχιτεκτονική, μια «δεύτερη Ρώμη», πολλά δωρεάν μουσεία, φοιτητές να πίνουν μπύρες σε ζωντανές πλατείες και φιλότεχνοι που αναζητούν την αύρα που ενέπνευσε τον Ολλανδό ζωγράφο, αλλά και τον Πικάσο και τον Γκογκέν. Δυο πόλεις που σε κάνουν να ξεχνάς με το ιστορικό τους κέντρο όλα τα βάσανα του ταξιδιού.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, σε ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Γειτονιές της Ελλάδας / Όλα από την αρχή στο Σκαμνέλι, ένα Ζαγοροχώρι 25 κατοίκων

Ο Φίλιππος Φραγκούλης άφησε πίσω του μια πολυετή καριέρα στις τράπεζες προκειμένου να επιστρέψει στις ρίζες του, στην Τύμφη. Αντικατέστησε τα meetings με τα πυκνά δάση που αποτελούν πλέον το φόντο της νέας του πορείας στη ζωή, έχοντας όμως να αντιμετωπίσει πια τις δυσκολίες ενός ορεινού τόπου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Γειτονιές της Ελλάδας / Πώς είναι η καθημερινότητα ενός τριαντάρη στο ψηλότερο χωριό των Βαλκανίων;

Ο Άρης Αβέλλας περιγράφει τη ζωή του στη Σαμαρίνα, σε ένα μέρος που τραβάει την προσοχή ξένων αλπινιστών, σε έναν τόπο όπου όταν λιώνουν τα χιόνια μπορεί κανείς να βολτάρει σε καταρράκτες, να θαυμάσει άγρια ζώα, να δροσιστεί σε βάθρες.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Ταξίδια / Η καθημερινή ρουτίνα ενός πλοίου της γραμμής τον χειμώνα

Πήραμε το πλοίο της γραμμής για να κάνουμε το δρομολόγιο που κάνουν οι ναυτικοί μετ’ επιστροφής, χωρίς να κατέβουμε σε κάποιο λιμάνι. Η διαδρομή μας ήταν Πειραιάς – Κύθνος – Σέριφος – Σίφνος – Κίμωλος – Μήλος και πίσω, ενώ άλλες μέρες προστίθενται κάποιοι ακόμα προορισμοί, με τερματικό λιμάνι εκείνο της Σαντορίνης. Στις περίπου 17 ώρες προσπαθήσαμε να δούμε και να καταγράψουμε τη ζωή τον χειμώνα μέσα σε ένα από τα πολλά πλοία που ταξιδεύουν αδιάκοπα στις ελληνικές θάλασσες.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΛΑΣΑΚΗΣ
Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Ταξίδια / Adrère Amellal: Μια μέρα στο ξενοδοχείο που φωτίζεται με κεριά στην όαση της Σίβα

Σε έναν αλλόκοτο υπερμεγέθη όγκο που ορθώνεται στην έρημο θυμίζοντας σεληνιακό τοπίο λειτουργεί ένα οικολογικό και απόλυτα μίνιμαλ αισθητικής ξενοδοχείο χωρίς ίντερνετ, ούτε τηλέφωνο, ούτε καν ερ-κοντίσιον.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο τόπος μου, ο Κάμπος της Χίου

Γειτονιές της Ελλάδας / H ζωή μου στον Κάμπο της Χίου, εκεί που οι λαλάδες κοκκινίζουν τη γη

Η Μάρω Χατζελένη περιγράφει την καθημερινότητά της στον τόπο που μεγάλωσε και επέστρεψε, σε ένα μέρος όπου αρχοντικά, περιβόλια και στέρνες με πηγάδια συνυπάρχουν μαγικά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, η Καλοσκοπή

Γειτονιές της Ελλάδας / Mπορεί να ξαναζωντανέψει ένα χωριό είκοσι ατόμων στο βουνό της Γκιώνας;

Μια ομάδα κατοίκων φιλοδοξεί να αναζωογονήσει ένα ορεινό χωριό με άπλετο πράσινο, με άφθονα τρεχούμενα νερά και πηγές, την Καλοσκοπή Φωκίδας που βρίσκεται μόλις δυόμιση ώρες μακριά από την Αθήνα. Και δείχνει να τα καταφέρνει!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ο τόπος μου, οι Λειψοί

Γειτονιές της Ελλάδας / Η ζωή μου στους ακριτικούς Λειψούς, εκεί που σταματά ο χρόνος

Ο Κωνσταντίνος Μπουράκης μας μιλά για τη ζωή στο νησί που κερδίζει την υπογεννητικότητα και αποτελεί έναν από τους πιο ποιοτικούς οικολογικούς προορισμούς της Ελλάδας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ