Ήμουν μαθήτρια δημοτικού όταν βρεθήκαμε οικογενειακώς στην Ανδρίτσαινα, φιλοξενούμενοι στο σπίτι ανθρώπων που δεν είχα ξανασυναντήσει στη ζωή μου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την άνεση που αισθανόμουν.
Σαν να μην έφτανε η αμηχανία μου και το άγνωστο περιβάλλον, κάτι με πείραξε και έτρεχα βραδιάτικα στην τουαλέτα, η οποία, ατυχώς, ήταν εκτός σπιτιού. Αν αυτό δεν ακούγεται και τόσο τρομερό, να συμπληρώσω ότι ήταν χειμώνας, είχε τρελή καταιγίδα και έριχνε χαλάζι χωρίς έλεος.
Υποθέτω ότι μετά από αυτή την εισαγωγή, θα περίμενε κανείς να έχω συνδέσει την Ανδρίτσαινα με μια τραυματική εμπειρία –πόσο μάλλον που νομίζω ότι μείναμε και από μπαταρία–, ωστόσο αυτό δεν ισχύει ούτε στο ελάχιστο.
Τι θυμάμαι, λοιπόν, από την πρώτη μου επίσκεψη στο ιστορικό κεφαλοχώρι; Τη μαγική του βιβλιοθήκη, τη βρύση στην οποία μια κυρία έπλενε άγρια χόρτα κι όταν έβαλα τη χούφτα μου να πιω νερό μούδιασα ολόκληρη από το κρύο, και τον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα σε όλο το συγκλονιστικό του μεγαλείο, καθώς δεν είχε ακόμα σκεπαστεί για προστασία από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες.
Μια βόλτα στα γραφικά καλντερίμια αποκαλύπτει αμέσως τον πλούτο που γνώρισε η περιοχή, με τα πέτρινα αρχοντικά που δημιούργησαν Λαγκαδινοί και Ηπειρώτες «πετράδες» να παραδίδουν μαθήματα καλαισθησίας.
Για αδιευκρίνιστους λόγους έκτοτε θεωρώ το χωριό «δικό μου», ίσως επειδή το ανακαλύψαμε σε αθώες εποχές και όχι ως τουρίστες ή γιατί, σύμφωνα με τον οικογενειακό μύθο, παραλίγο να αποκτήσουμε εκεί το δικό μας σπίτι∙ ευσεβείς πόθοι, δυστυχώς.
Πρώτη ημέρα
Ένα πανέμορφο, καταπράσινο, αμφιθεατρικά χτισμένο χωριό, όπως είναι η Ανδρίτσαινα, δεν μπορεί παρά να κλέβει τις εντυπώσεις. Αν είχε ευκολότερη πρόσβαση, θα βούλιαζε από τους επισκέπτες το Σαββατοκύριακο. Ίσως όμως τότε να έχανε κι ένα κομμάτι από την αυθεντικότητά της, κάτι που, προς μεγάλη μου ικανοποίηση, δεν συμβαίνει.
Η μεσαιωνική κωμόπολη, που ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα, γνωρίζει μεγάλη άνθηση την περίοδο της Λατινοκρατίας (12ος-13ος αι.), ενώ η εγκατάσταση, κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα, του Γεώργιου Γεμιστού ή Πλήθωνα τη μετατρέπει σε κέντρο της φιλοσοφικής παιδείας στην Πελοπόννησο.
Στις αρχές του 18ου αιώνα η Ανδρίτσαινα βρίσκεται σε πλήρη ακμή, διαθέτει υφαντουργεία, βυρσοδεψεία και πάσης φύσεως εργαστήρια, ενώ διοργανώνει και μια εμποροπανήγυρη που προσελκύει χιλιάδες Πελοποννήσιους.
Αξιομνημόνευτη είναι η συμμετοχή των κατοίκων της στην Επανάσταση, με τον γηγενή Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο να είναι ένας από τους συνιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας. Το 1826 ο Ιμπραήμ έκαψε το χωριό, για να ακολουθήσει, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η ταχύτατη και αλματώδης ανάπτυξή του.
Μια βόλτα στα γραφικά καλντερίμια του αποκαλύπτει αμέσως τον πλούτο που γνώρισε η περιοχή, με τα πέτρινα αρχοντικά που δημιούργησαν Λαγκαδινοί και Ηπειρώτες «πετράδες» να παραδίδουν μαθήματα καλαισθησίας.
Εξίσου ενδιαφέροντα είναι και τα νεοκλασικά σπίτια, δηλωτικά της κοινωνικής θέσης των ιδιοκτητών τους, για την κατασκευή των οποίων σε πολλές περιπτώσεις εργάστηκαν Ιταλοί μηχανικοί και τεχνίτες.
Στον κεντρικό δρόμο είναι παραταγμένες περιποιημένες ταβέρνες και παραδοσιακά καφενεία, οπότε μια στάση για ανεφοδιασμό κάτω από τα αιωνόβια πλατάνια –κατά προτίμηση– είναι απαραίτητη.
Στην Ανδρίτσαινα θα ευχαριστηθείτε φαγητό και είναι ευκαιρία να πάρετε και προμήθειες για το σπίτι, καθώς θα βρείτε ποιοτικά ντόπια ζυμαρικά, γαλακτοκομικά και ό,τι άλλο λαχταρά η καρδιά και το στομάχι σας.
Ο Άγιος Νικόλαος, μια επιβλητική πέτρινη βασιλική του 19ου αιώνα, είναι η μητρόπολη της Ανδρίτσαινας και απέναντί του βρίσκεται η περίφημη Τρανή Βρύση.
Για την ακρίβεια είναι δύο πανομοιότυπες βρύσες που κατασκευάστηκαν από πέτρα το 1724 και κατά πάσα πιθανότητα είναι οι παλαιότερες της Πελοποννήσου, καθώς οι περισσότερες ξεπατώθηκαν μετά την Επανάσταση, μια και θύμιζαν τους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Λίγο πιο πίσω από τη βρύση βρίσκεται το τριώροφο πέτρινο αρχοντικό του Γεώργιου Κανελλόπουλου (1847), όπου στεγάζεται το Λαογραφικό Μουσείο Ανδρίτσαινας. Η τεράστια συλλογή του αποτελείται από οικιακά είδη, εργαλεία, παραδοσιακές φορεσιές και φωτογραφίες – ανάμεσά τους και του Γαλλοελβετού φωτογράφου Φρεντ Μπουασονά, που αποτύπωσε την καθημερινότητα στην ελληνική ύπαιθρο των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο άλλος χώρος που πρέπει οπωσδήποτε να αναζητήσετε είναι το νεοκλασικό που στεγάζει τη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ανδρίτσαινας, η οποία είναι από τις σημαντικότερες στην Ελλάδα.
Ο παθιασμένος με τα βιβλία Κωνσταντίνος Νικολόπουλος είχε μία από τις σπουδαιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες στην Ευρώπη των αρχών του 19ου αιώνα και αποφάσισε, το 1838, να τη δωρίσει στη γενέτειρα του πατέρα του, την Ανδρίτσαινα, παρότι ο ίδιος είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στη Σμύρνη και μετά τις σπουδές του μετακόμισε στο Παρίσι.
Το 1840 τα βιβλία έφτασαν στο Ναύπλιο με πλοίο και στη συνέχεια, μετά κόπων και βασάνων, μεταφέρθηκαν με ζώα στον τελικό προορισμό τους. Το θλιβερό είναι ότι ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να δει από κοντά την πατρική γη, αφού έναν χρόνο αργότερα πέθανε στην πρωτεύουσα της Γαλλίας από τέτανο.
Σήμερα η Νικολοπούλειος Βιβλιοθήκη διαθέτει σημαντικά χειρόγραφα και έγγραφα και πάνω από 40.000 βιβλία, 8.000 από τα οποία είναι σπάνια. Επιπλέον, από το 1963 φιλοξενεί τα γύψινα αντίγραφα της ζωφόρου του Επικούριου Απόλλωνα. Αρκεστείτε σε αυτά, γιατί για να δείτε τα πρωτότυπα θα χρειαστείτε διαβατήριο.
Δεύτερη ημέρα
Αφού βρίσκεστε στην Ανδρίτσαινα, επιβάλλεται να επισκεφθείτε τον αριστουργηματικό Ναό του Επικούριου Απόλλωνα, το πρώτο(!) ελληνικό μνημείο που η UNESCO ανακήρυξε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς (1986).
«Και ξάφνου, σ’ ένα απογύρισμα του βουνού, υψώνεται ανεπάντεχα μπροστά σου ο ξακουστός ναός του Επικουρίου Απόλλωνα. Ευθύς ως τον αντικρίσεις, καμωμένος όπως είναι με τις ίδιες πέτρες του βουνού, νιώθεις την βαθειάν ανταπόκριση του τοπίου και του ναού. Σαν ένα κομμάτι του βουνού, πέτρα από την πέτρα του, φαντάζει ο ναός αξεχώριστα σφηνωμένος ανάμεσα στους βράχους, βράχος κι αυτός, μα βράχος που πέρασε από πάνω του το πνεύμα. Έτσι πελεκημένες και τοποθετημένες οι κολόνες του ναού, εκφράζουν την ουσία όλης ετούτης της βουνίσιας αυστηρότητας κι ερημιάς. Θαρρείς πως είναι η κεφαλή του τοπίου, η ιερή γυροτραφισμένη περιοχή, όπου μέσα προφυλαγμένος αγρυπνάει ο νους του», περιγράφει γλαφυρά ο Νίκος Καζαντζάκης και πιστεύω ότι τα έχει πει όλα.
Από τα καλύτερα σωζόμενα παραδείγματα ναών της κλασικής εποχής, ο Επικούριος Απόλλωνας δεσπόζει στο όρος Κωτίλιο, σε υψόμετρο 1.130 μέτρων, στις Βάσσες (δασωμένα φαράγγια) της Φιγαλείας. Ανεγέρθηκε στα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου (420-400 π.Χ.), στη θέση προγενέστερου ναού του Βασσίτα Απόλλωνα.
Το περίλαμπρο ιερό αφιερώθηκε εκ νέου από τους Φιγαλείς στον θεό του φωτός ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, επειδή ήρθε επίκουρος στην αντιμετώπιση μιας θανατηφόρας επιδημίας πανώλης και τους έσωσε.
Έργο του Ικτίνου, ενός εκ των δύο αρχιτεκτόνων του Παρθενώνα, ο ναός θεωρείται σταθμός στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, καθώς συνδυάζει τους τρεις αρχαίους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, τον δωρικό, τον ιωνικό αλλά και τον κορινθιακό, που εμφανίζεται εδώ για πρώτη φορά, σε ένα κιονόκρανο.
Ο ναός –που σήμερα είναι καλυμμένος με στέγαστρο μέχρι την ολοκλήρωση της αποκατάστασής του–, αν και κλασικός, ακολουθεί το πρότυπο των αρχαϊκών χρόνων και έχει υπερτονισμένο μήκος σε σχέση με τους σύγχρονούς του, με 15 αντί για 13 κίονες στις μακρές πλευρές.
Εξωτερικά είχε δωρική ζωφόρο και εσωτερικά μαρμάρινη ιωνική ζωφόρο με παραστάσεις από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία, έργο, ενδεχομένως, του φημισμένου γλύπτη Παιωνίου – αυτή δυστυχώς βρίσκεται από το 1815 στο Βρετανικό Μουσείο, δίπλα στην αίθουσα των γλυπτών του Παρθενώνα.
Ο Επικούριος Απόλλων, που γοήτευσε τον Παυσανία με το κάλλος και την αρμονία του, ακόμα και «κουκουλωμένος» εξακολουθεί να εντυπωσιάζει όσους διασχίζουν βουνά και φαράγγια για να τον δουν από κοντά.