Το γλυκό βύσσινο της γιαγιάς ως υπόσχεση αθανασίας

Το γλυκό βύσσινο της γιαγιάς ως υπόσχεση αθανασίας Facebook Twitter
Όποιος ξέρει για το βύσσινο μόνο να το τρώει, περνάει καλά. Τους υπόλοιπους να ρωτήσετε.
0

Όπως πολύς κόσμος, μπαίνω στην κουζίνα για να διορθώσω τραύματα. Να κλείσει η πόρτα πίσω μου, να είναι αργά και να κοιμούνται όλοι, οι μυρωδιές να είναι παρήγορες, τα υλικά να με υπομένουν αδιαμαρτύρητα, ο ήχος από τα (όποια) βράζοντα καθησυχαστικός.

Εδώ δεν υπάρχουν εχθροί και φίλοι, αδικίες που πρέπει να αποκατασταθούν, εκκρεμότητες που ζητούν τα ρέστα. Υπάρχουν τα χρειώδη και όσα θα γίνουν. Μια φρούδα ελπίδα ότι όλα διορθώνονται. Αφωνία και αυτοσυγκέντρωση. Σιωπή.

Μέχρι που αποφάσισα ότι ως αθάνατη δικαιούμαι όλο τον καρπό δικό μου. Όχι λίγο λίγο στο πιατάκι. Όχι όποτε αποφάσιζαν οι μεγάλοι. Όχι πια τσιγκουνιές. Και μια και δυο, με το που παρουσιάστηκε η ευκαιρία, και η αυστηρή –εκ Κωνσταντινουπόλεως- γιαγιά αποφάσισε να πεταχτεί στον μανάβη απέναντι, μπήκε σε εφαρμογή το πλάνο με τα ακροβατικά.

Έτσι, όταν προχθές βρήκα τρία κιλά βύσσινο να με περιμένουν για καθάρισμα, πεσκέσι από τη μαμά, ώρα βραδινή, ώρα αναπαύσεως (για τους άλλους) έγινε κι η κουζίνα εμπόλεμη ζώνη, γραμμή περιοριστική, λογαριασμός ληγμένος που γύρευε εδώ και τώρα πληρωμή.

Γιατί στις συνταγές της μαμάς δεν παίζουν ευκολίες και βήματα που μπορείς να κάνεις "skip". Όλα θα γίνουν όπως πρέπει: το ξεκουκούτσιασμα θα γίνει με παραμάνα προσεκτικά, θα έχεις πλύνει καλά όλες τις δαιμονισμένες μπίλιες, θα βράσουν τόσο, με τόση ζάχαρη και τόσο λεμόνι και θα καραμελώσουν έτσι και όχι αλλιώς κι άμα σ' αρέσει.

Αλλού θα μπει το ζουμί με το κονιάκ να στεγνώσει στον ήλιο για να γίνει σέρι κι αλλού θα χωριστούν οι μαρμελάδες από τα σιρόπια για τα παγωτά και τις βυσσινάδες. Όποιος ξέρει για το βύσσινο μόνο να το τρώει, περνάει καλά. Τους υπόλοιπους να ρωτήσετε.

Πόσω μάλλον όταν οι υπόλοιποι –καλή ώρα- κάποτε, ως νήπια είχαν πειστεί ότι το βύσσινο είναι το μυστικό της αθανασίας και παραλίγο να σκοτωθούν –πριν πάνε καν Νηπιαγωγείο- για να το αποκτήσουν. Γι' αυτό και έχουν προσωπικά μαζί του. Προσωπικά και άλυτα.

Εξηγούμαι: μέχρι τα 5 μου, που σημαδεύτηκαν από αυτό το παλιογλυκό, δυο απαγορευμένα υπήρχαν στο σπίτι. Η τηλεόραση και το γλυκό βύσσινο της γιαγιάς.

Το γλυκό βύσσινο της γιαγιάς ως υπόσχεση αθανασίας Facebook Twitter
Το πρώτο μας για φέτος

Το πρώτο άνοιγε κρυφά για να δω τους ακροβάτες –ναι, τότε η τηλεόραση έπαιζε πολύ τσίρκο, αυθεντικό όχι σαν το σημερινό- το δεύτερο, η σούπερ γυάλα γίγας με τον πολύτιμο μαρμελαδοποιημένο καρπό σηκωνόταν στο πιο ψηλό ράφι της κουζίνας.

Να προσθέσω εδώ ότι σ' εκείνη τη ροζ ηλικία, για κάποιον λόγο είχα πειστεί ότι όλοι είμαστε αθάνατοι. Δεν παθαίνουμε τίποτα. Δεν πεθαίνουμε ποτέ. Είμαστε πυρίμαχοι, αδιάβροχοι κι αλεξικέραυνοι. Η πεποίθηση ενισχυόταν κάθε φορά που με τάιζαν κάτι που μου άρεσε, αν ήταν καταστροφικό για τα δόντια ακόμη καλύτερα, κάθε φορά που περνούσα καλά. Και περνούσα συχνά καλά.

Μέχρι που αποφάσισα ότι ως αθάνατη δικαιούμαι όλο τον καρπό δικό μου. Όχι λίγο λίγο στο πιατάκι. Όχι όποτε αποφάσιζαν οι μεγάλοι. Όχι πια τσιγκουνιές. Και μια και δυο, με το που παρουσιάστηκε η ευκαιρία, και η αυστηρή –εκ Κωνσταντινουπόλεως- γιαγιά αποφάσισε να πεταχτεί στον μανάβη απέναντι, μπήκε σε εφαρμογή το πλάνο με τα ακροβατικά.

Ιδρώνω για να σύρω το τραπέζι της κουζίνας κοντά στα ράφια. Ιδρώνω για να ανέβω, σέρνοντας μαζί μου ένα σκαμνί. Και μια και δυο, σκαμνί πάνω στο τραπέζι και πάνω στο σκαμνί εγώ, ανεβαίνω και φτάνω ράφι. Ακροβατική τελειότητα.

 Το απαγορευμένο είναι πλέον στην προέκταση των χεριών μου. Τεντώνω, γραπώνω, τραβάω προς τα έξω, μόνο που δεν έχω υπολογίσει το βασικό: η γυάλα ζυγίζει περίπου όσο εγώ. Το βάρος της την τραβάει στον φυσικό της προορισμό, το πάτωμα. Μου «κόβει» μόνο να την αφήσω, πριν με γκρεμίσει.

Τον θόρυβο που έκανε, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια, τον θυμάμαι ακόμη. Σαν έκρηξη μικρής χειροβομβίδας που γέμισε τους τοίχους της κουζίνας μεγάλους βυσσινί λεκέδες, μπλάβες βούλες που δεν έφυγαν ποτέ. Ούτε όταν πέθανε η γιαγιά, που εκείνη τη μέρα απέκτησε την πρώτη τούφα λευκά μαλλιά σε ένα αξιοζήλευτο μέχρι τότε μελαχρινό κεφάλι, αντικρίζοντας από τη μία το χάος με τα βύσσινα, από την άλλη εμένα τρομαγμένη να κλαίω γοερά πάνω σε σκαμνί - τραπέζι, σαν γατί που ανέβηκε στα ψηλά, αλλά τώρα περιμένει την πυροσβεστική.

Φυσικά και τις «έφαγα». Και φυσικά, για καιρό –είπαμε, ετών 5, δύσκολα πράγματα- για κάποιο ηλίθιο λόγο πίστευα ότι το βύσσινο είναι η αθανασία που δεν κατάφερα να κλέψω.

Το γλυκό βύσσινο της γιαγιάς ως υπόσχεση αθανασίας Facebook Twitter
Γιατί στις συνταγές της μαμάς δεν παίζουν ευκολίες και βήματα που μπορείς να κάνεις "skip".

Το ωραιότερο το έμαθα προχθές, καθαρίζοντας με τη μάνα μου τα βύσσινα της φετινής σοδειάς (αθανασίας). Λέγοντάς της –γελώντας, εννοείται- για το πάθημά μου, με κοίταξε αυστηρή, ζεματισμένη, εξοργισμένη σχεδόν.

«Εμένα δεν μου το 'πε ποτέ η γιαγιά αυτό! Κι όταν τη ρώτησα πώς έγιναν οι λεκέδες μου είχε πει μια ανοησία!». Συνέχισε να καθαρίζει σιωπηλή, αλλά έξαλλη. «Ε, καλά. Και τι θυμώνεις τώρα;!». «Ήταν ανεύθυνο αυτό που έκανε. Ακούς εκεί! Να σ' αφήσει μόνη σου. Μη μιλάς. Καθάριζε!».

Σ.Σ.1: Για το πάθημα έγραψα για πρώτη φορά σ' ένα προσωπικό blog το 2008. Συνειδητοποιώ ότι ακόμη και τότε πίστευα πολύ στο άφθαρτο κομμάτι μας. Αφελής. Πολύ πολύ αφελής.

Σ.Σ.2: Το βύσσινο θέλει ξάφρισμα. Μην ξεχνιέστε.

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Όταν παραγγέλνεις delivery μαναβική, θα σου φέρουν ό,τι πιο άγουρο υπάρχει»

Οι γαστρονομικές απογνώσεις του Κυρίου Ρεμί / «Όταν παραγγέλνεις delivery μαναβική, θα σου φέρουν ό,τι πιο άγουρο υπάρχει»

Ο κύριος Ρεμί τρώει σπίτι του πιο συχνά απ' ότι νομίζεις, προτείνει να παίρνεις καλύτερες φακές και λέει αυτό που ξέρουμε όλοι και δεν λέμε για το delivery.
ΡΕΜΙ
Από τη Νεμέα στην Καλιφόρνια: Ο Άρης Τσέλεπος ταξιδεύει στην καρδιά του αμερικανικού κρασιού

Το κρασί με απλά λόγια / Από τη Νεμέα στην Καλιφόρνια: Ο Άρης Τσέλεπος ταξιδεύει στην καρδιά του αμερικανικού κρασιού

Ο χαρισματικός οινοποιός Άρης Τσέλεπος μεταφέρει την Υρώ Κολιακουδάκη-Dip WSET και τον Παναγιώτη Ορφανίδη στη Napa Valley και στα αμπέλια της Καλιφόρνιας μέσα από μια συναρπαστική συζήτηση για το κρασί και τα μαθήματα που μπορεί να αντλήσει η Ελλάδα από μια από τις πιο εμβληματικές οινοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ & ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ
Θύμηση, μια νέα κρεμερία στο Παγκράτι

Γεύση / Θύμηση: Ο Νίκος και ο πατέρας του έφεραν ξανά το γαλακτοπωλείο στο Παγκράτι

Παίρνει στοιχεία από τα παλιά γαλακτοπωλεία αλλά δεν στέκεται εκεί. Προσθέτει γλυκά –λευκά, όπως αυτά που του αρέσουν– και πίτες. Αυτή η κρεμερία είναι μία από τις καλύτερες ιδέες που έχουμε δει στο χώρο της ζαχαροπλαστικής φέτος.
ΜΙΝΑ ΚΑΛΟΓΕΡΑ
Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Nothing Days / Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Από την πιο αρχαία καλλιέργεια στην ιστορία μέχρι τις γκουρμέ, ακριβές εκδοχές τους, τα σαλιγκάρια κατέληξαν από βασική τροφή να γίνουν υποτιμημένη και σπάνια, και η αφορμή για τοξικά σχόλια στα social media.
M. HULOT
Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας

Γεύση / Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης, ένα από τα τελευταία της Ελλάδας, παραμένει ανοιχτό για ταξιδιώτες και ντόπιους, με την κυρία Νίτσα να κρατά ζωντανή την παράδοση της φιλοξενίας σε ένα μαγειρείο που θυμίζει λαογραφικό μουσείο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ