“Ήξερα ότι ήθελα να υπάρχει μια αβρότητα. Γιατί υπάρχει κάτι ευγενές στα ρούχα του κυρίου Ford, για το οποίο ελάχιστα γίνεται λόγος. Στην πραγματικότητα, όμως, ο κόσμος του δεν περιστρέφεται γύρω από ρούχα αλλά γύρω από τον ίδιο, που, αν και δεν είναι εδώ, τον αισθάνομαι παρόντα. Άρχισα, λοιπόν, να τον αναλύω. Ok, κύριε Ford. Γνωρίζουμε για τη νύχτα, την εκκεντρικότητα, την ακολασία. Τον ακολούθησα, λοιπόν, στη νύχτα ή μάλλον στα πρωινά, μετά από μια νύχτα… Είμαι ο άνθρωπος που ονειρεύεται να συναντά έναν άντρα στις 7.00 το πρωί με το σμόκιν του σε ένα καφέ, και να μυρίζω πάνω του τη νύχτα».
Ο Haider Ackermann συνάντησε αυτόν τον άντρα, έναν μπλαζέ κινηματογραφικό ήρωα που αναδύεται από τις σκιές για να σαγηνεύσει, έχοντας επίγνωση του charm του, αλλά χωρίς να τo επιδεικνύει, και βρήκε μια θαυμαστή θέση στο σύμπαν του Tom Ford. Με τι λόγια να περιγράψει κανείς αυτήν τη συλλογή; Μαγνητική, αισθησιακή, υπαινικτική, θανατηφόρα κομψή, θεατρική; Ποιητικές λέξεις για εικόνες που στην πραγματικότητα ήταν αβάσταχτα σέξι.
Ο Haider Ackermann αναδεικνύεται σε πρίγκιπα μιας σαγήνης που δεν έχει φύλο και ενός κυριαρχικού ερωτισμού που κυκλοφορεί αδιάφορος, ντυμένος με tuxedo, luxe εσώρουχα και dominatrix δέρματα.
Με τον David Bowie να τραγουδά για εραστές μια a capella εκδοχή του «Heroes», τα αγοροκόριτσα του Ackermann με κούρεμα και αέρα Tilda Swinton –αγέλαστα, βαριεστημένα, χωρίς να λικνίζουν τους γοφούς– γλίστρησαν προκλητικά σε ένα βαθύ μπλε σκηνικό με ανακλαστικές επιφάνειες, ανταλλάσσοντας ματιές και αγγίγματα, σαν φίλοι από τα παλιά ή νέοι εραστές.

Το παιχνίδι της ερωτικής συνενοχής προεκτεινόταν με βλέμματα των μοντέλων και προς το κοινό που παρακολουθούσε καθισμένο στους βελούδινους πάγκους του ντεφιλέ σε μια ατμόσφαιρα με αίσθηση night club.
Η Erin O’Connor και ο Scott Barnhill, με τα γαλάζια μεταξωτά τους κοστούμια, αντάλλασσαν ανομολόγητα μυστικά, ενώ σε όλα σχεδόν τα ρούχα τα υφάσματα άστραφταν, όπως την εποχή του Τομ, «ενηλικιωμένα», όμως, μέσα από τη ματιά του Ackermann, με intellectual βαρύτητα και περιπλοκότητα χάρη στις τεχνικές επεξεργασίας και την κοπή τους.
Κάθε κομμάτι ήταν δουλεμένο εξαντλητικά, από το πέτσινο μαύρο perfecto και τα παντελόνια μοτοσικλετιστή ως τα αριστοτεχνικά βραδινά looks που αψηφούσαν τη βαρύτητα, όπως ένα ασύμμετρο μακρύ φόρεμα με μια λωρίδα υφάσματος που περνούσε πάνω από τους ώμους για να καλύψει το αντίθετο στήθος ή ένα μπλε που αγκάλιαζε τη σιλουέτα στηριγμένο σε στρογγυλούς ώμους με βάτες, χωρίς πλάτη.
Μια ολόκληρη σειρά διάφανων topless φορεμάτων (που έφερναν στον νου το διαβόητο μονοκίνι του Rudi Gernreich) χλεύαζαν την αστική κοσμιότητα, κρεμασμένα από μικροσκοπικά κορδόνια ως κάτω από τον αφαλό, πάνω από μικροσκοπικά τριγωνικά σουτιέν και G-strings που με αυτήν τη συλλογή επιστρέφουν θριαμβευτικά.




Για τα αγόρια, ο Ackermann προτείνει σπασουάρ που στο σόου του διακρίνονταν καθαρά κάτω από τοσοδούλικα διάφανα σορτσάκια. Προσωπική μου αδυναμία, ο artist Henry Kitcher με τo slipper του στο χρώμα του ουρανού.
Και τι να πούμε για το χρώμα! Από το σκότος του set, πράσινα του lime και της μέντας, αχνό γαλάζιο, μωρουδιακό ροζ και κριτσανιστό λευκό ξεπρόβαλλαν ως κυματιστά ταγέρ με παντελόνι (το πεδίο όπου ανέκαθεν θριαμβεύει ο Ackermann), ενώ ντραπέ φορέματα και φούστες βάφτηκαν σε θερμό πορτοκαλί και μπλε ρουαγιάλ.
Απαράμιλλης κομψότητας πανωφόρια από patent leather σε διάφορες υφές και δερμάτινες φούστες με βαθιά laser cut σκισίματα έδιναν μια αίσθηση καταδυτικών στολών σε έναν ωκεανό επιθυμιών. «Φανταστείτε μια βουτιά στον ωκεανό τα μεσάνυχτα! Νομίζω πως αυτό είναι το πιο επικίνδυνο και αισθησιακό πράγμα στον κόσμο», εξομολογήθηκε ο σχεδιαστής.
Όσοι παρακολουθούμε τη δουλειά του Αckermann από τον Μάρτιο του 2001 δεν εκπλαγήκαμε από το αριστουργηματικό του ντεμπούτο στον Tom Ford: το άψογο tailoring του δημιουργού διαφάνηκε όχι μόνο στο προσωπικό του brand αλλά και στα δύο χρόνια δημιουργικής θητείας του στον οίκο Berluti, ενώ έλαμψε και στην guest συλλογή του για τον Jean Paul Gaultier Couture (το 2023), μια δουλειά εξαιρετικής τεχνικής και ευαισθησίας που απέσπασε εγκώμια και θριάμβευσε εμπορικά.
«Εμείς οι σχεδιαστές είμαστε θεματοφύλακες της μνήμης, που όμως πρέπει να την οδηγήσουμε κάπου αλλού. Το καλοκαίρι είδα ό,τι αφορούσε τον Tom Ford, όλες του τις συνεντεύξεις, καθετί που δημιούργησε. Τα ρούφηξα όλα και μετά τα απέρριψα. Στη μνήμη μου κράτησα μόνο την ουσία, ίσως μόνο σκόρπιες λέξεις από τις κουβέντες μας, ίσως τη φαντασίωση που έχω για τον ίδιο και το σύμπαν του», δήλωσε στο «Another Magazine», συμπληρώνοντας πως νιώθει την ευθύνη να εκπαιδεύσει με τη μόδα του τους νεότερους και να τους κάνει ονειρευτούν, όπως ο John Galliano, η Madame Grès ή η Rei Kawakubo χάρισαν σε εκείνον το όνειρο.





Ο δικός του Tom Ford, ηπιότερος σε σεξουαλική ένταση, τυλιγμένος με λούστρο κι επιθυμίες, μετακόμισε στο Παρίσι και μετονομάστηκε σε Maison, διεκδικώντας δικαίως τον χαρακτηρισμό «haute». Οι δανεισμοί του από τα χρόνια του Tom Ford στην Gucci είναι ολοφάνεροι, όπως και από το προσωπικό brand του Ford, η πρόκληση, όμως, φέρει τα χαρακτηριστικά της νέας εποχής: ο Haider Ackermann αναδεικνύεται σε πρίγκιπα μιας σαγήνης που δεν έχει φύλο κι ενός κυριαρχικού ερωτισμού που κυκλοφορεί αδιάφορος, ντυμένος με tuxedo, luxe εσώρουχα και dominatrix δέρματα. Δέος και θαυμασμός για τον Haider που δεν απογοήτευσε ούτε στο φινάλε του show, επιλέγοντας το «Into my arms» του Nick Cave…