Ο διχασμός της μόδας ανάμεσα στο αβανγκάρντ design και τα feel-good ρούχα χαρακτήρισε τα πρόσφατα παρισινά shows, με τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του οίκου Balenciaga να τολμά πρώτος να πάρει θέση. Μέσα στα 15 λεπτά της πρώτης του επίδειξης, ο Pier Paolo Piccioli διέγραψε μονομιάς το ζοφερό streetwear του Demna Gvasalia, αναζητώντας στην κληρονομιά του Cristóbal Balenciaga μια μόδα ποιητική όσο και αριστοτεχνική, που ομορφαίνει.
Στην επανάσταση του Demna, που μέσα σε μόλις 10 χρόνια στον Balenciaga αναποδογύρισε κάθε δεδομένο στον κόσμο της πολυτέλειας, ο Pier Paolo απάντησε με γλυπτικές σιλουέτες, με μια «ανάσα αέρα» ανάμεσα στο ύφασμα και το σώμα, ώστε η πόζα της couture να μην εμποδίζει την αποτελεσματικότητα του καθημερινού. Καμπύλες και στρογγυλοί όγκοι στα περισσότερα looks του νέου Balenciaga περιέγραφαν μια θηλυκότητα που ανέπνεε, δημιουργώντας γύρω της μια αύρα προστασίας.
Όλα ήταν εκθαμβωτικά, και κατά μια έννοια συνταρακτικά, όχι γιατί μετέφεραν ένα βαρύγδουπο νόημα (το αντίθετο), αλλά γιατί καθένα από αυτά μπορούσε να βρει μια θέση στην ντουλάπα σου. Η μόδα του Piccioli δεν καινοτομεί. Δεν ρισκάρει. Δεν είναι δυσνόητη. Απλώς λαχταράς να τη φορέσεις.
Ριχτά φορέματα-σάκοι από neo gazar (πιο μαλακή εκδοχή του original υφάσματος που λάνσαρε ο Balenciaga το 1958), εξαντρίκ φούστες διακοσμημένες με φτερά ή απλικαρισμένα λουλούδια (very Piccioli), μαλακά δερμάτινα μπλουζόν που αγκάλιαζαν τους ώμους σαν κοντές κάπες, ένα μαγικό λαδί μπουφάν με φερμουάρ καλυμμένα με τρισδιάστατα μυτερά φυλλώματα, συνδυασμένα με ξεβαμμένη φούστα-βερμούδα. Από το αιχμηρό σύμπαν του Demna, ο Piccioli κράτησε μόνο τα μαύρα γυαλιά-μάσκα (που κι αυτά θέλησε να τα απαλύνει, στολίζοντάς τα στο Look 1 με ένα κρυστάλλινο διάδημα) και τις σαγιονάρες-πλατφόρμα. Το μαύρο και το άσπρο, τα μη χρώματα της ασκητικής παλέτας του Balenciaga, έστρωσαν το χαλί αυτής της συλλογής, που όμως βάφτηκε στους τόνους του Piccioli με κοραλί, μοβ, πράσινο του νεφρίτη και κιτρινοπράσινο.


Όλα ήταν εκθαμβωτικά, και κατά μια έννοια συνταρακτικά, όχι γιατί μετέφεραν ένα βαρύγδουπο νόημα (το αντίθετο), αλλά γιατί καθένα από αυτά μπορούσε να βρει μια θέση στην ντουλάπα σου. Η μόδα του Piccioli δεν καινοτομεί. Δεν ρισκάρει. Δεν είναι δυσνόητη. Απλώς λαχταράς να τη φορέσεις.
Οι πιστοί του Demna ίσως να μίσησαν αυτήν τη συλλογή, τίθεται, όμως, το ερώτημα αν η εποχή μας επιζητεί προκλήσεις ή μια μεγάλη αγκαλιά.
Σε έναν κόσμο με γκρεμισμένα κιγκλιδώματα στην επικοινωνία, το «αιχμηρό» έχει γίνει κλισέ και συχνά συνορεύει με το κακόγουστο.
Στο Παρίσι το είδαμε στην πρώτη συλλογή του Glenn Martens για το Maison Margiela, μια μάλλον θαμπή δουλειά που το κοινό θα τη θυμάται (μόνο;) από τη Hannibal Lecter γκριμάτσα στα στόματα των μοντέλων, που φορούσαν ένα συρμάτινο μασελάκι. Αντί να παραπέμπει στο λογότυπο με τις τέσσερις βελονιές του οίκου (αυτή ήταν η πρόθεση) ή να τιμά την παράδοση του Martin Margiela να «εξαφανίζει» το πρόσωπο για να μιλήσει το ρούχο (όπως συνήθιζε να κάνει με μάσκες), αυτά τα αποτρόπαια παγωμένα χαμόγελα τραβούσαν το βλέμμα μακριά από τη μοδιστρική ευρηματικότητα του Martens.
Ανάλογη ενόχληση προκάλεσαν και οι μακριές σκελέες στο –υπέροχο κατά τα άλλα– show του Pieter Mulier, νέου καλλιτεχνικού διευθυντή στον Alaia, που παρουσίασε ένα μονοκόμματο φόρεμα-φουφούλα, με τον κορμό και τα χέρια ακινητοποιημένα σε στυλ μούμιας. Τα μοντέλα έμοιαζαν παγιδευμένα και σίγουρα αδικημένα σε σχέση με τα άλλα κορίτσια του σόου, που φόρεσαν υπέροχες μπλούζες με ψηλό λαιμό σε στυλ τουνίκ, ασύμμετρες φούστες που κατέληγαν σε τεράστιες φούντες και χρωματιστά καλσόν που έφταναν ως τη μέση του μηρού απ' όπου ξεκινούσαν πυκνά κρόσσια.


Στο επίσης κομψό σόου του Nicolas Di Felice για τον Courreges, πολλά μοντέλα περπάτησαν με ένα είδος μοντέρνας μπούρκας να καλύπτει τα πρόσωπά τους (προστασία για τον ήλιο, ίσως;) που απέπνεε κάτι δυσοίωνο και αγχωτικό, όπως τα εξωφρενικά παπούτσια πάνω στα οποία με τη βία στέκονταν τα μοντέλα στους Matieres Fecales. Εξίσου στενάχωρες φάνταζαν κάποιες εικόνες στο ντεμπούτο του Alessandro Michele για τον Valentino που, ενώ επαινέθηκε για το εκλεπτυσμένο του ύφος, σχολιάστηκε για την επιλογή υπερβολικά αδύνατων μοντέλων. Η συμπερίληψη δεν υποτίθεται ότι συμπεριλάμβανε και τα μεγαλύτερα sizes; Ακόμα και η Miuccia στη συλλογή τής Miu Miu δεν έκανε την υπέρβαση, καθώς το εύρημα της «στολής» που χρόνια διερευνά στη μόδα της (ιδίως μετά την πανδημία) πήρε εδώ τη μορφή ποδιάς εργασίας – όσο κι αν τις στόλισε με εμπριμέ, φρου φρου και πετράδια, αυτές οι ποδίτσες αναπόφευκτα παρέπεμπαν στο στυλ της χαρωπής νοικοκυράς που μένει στο σπίτι ενώ ο άντρας τη συντηρεί.
Και μετά, ήταν το θέμα της γύμνιας. Δεν μιλάμε για το naked dressing, που επικράτησε στον Tom Ford και τη Schiaparelli, ούτε για την περιοχή γύρω από τον αφαλό που «εκτέθηκε» στις περισσότερες συλλογές, από τον Hermès και τον Givenchy ως τον Rick Owens, καθώς τα tops αντικαταστάθηκαν από σουτιέν. Μιλάμε για γύμνια που κάνει βουτιά ως τα οστά της λεκάνης, όπως την είδαμε στον Alexander McQueen, όπου ο Seán McGirr αναβίωσε την camp αισθητική του Mugler με τα «bumster», low-rise κομμάτια που αφήνουν σε κοινή θέα και τα οπίσθια, ή για τα προκλητικά looks του Duran Lantink στον Gaultier, που λάνσαρε ξανά το τάνγκα και τα leotards (κορμάκι αεροβικής κατευθείαν από τα ’80s) με πολύ ψηλό κόψιμο στους μηρούς, ή ζωγράφισε πάνω σε ένα ζέρσεϊ ολόσωμο body (φορεμένο από γυναίκα) τις ανατομικές λεπτομέρειες του ανδρικού μορίου.


Αυτού του είδους οι εικόνες, πριν από 20-30 χρόνια αποτελούσαν μια δήλωση εναντίωσης στον καθωσπρεπισμό, και από αυτήν την άποψη είχαν τη σημασία τους. Ανάλογες εικόνες σήμερα, που κυριολεκτικά τα έχουμε δει όλα, δεν μεταφέρουν την ίδια ένταση, κι αντί να αναμοχλεύουν κοινωνικές συζητήσεις, φαντάζουν προσποιητές ή παιδιάστικες.
Αν κάτι συνειδητοποιήσαμε φέτος από την παρέλαση νέων σχεδιαστών (ή παλιών σε νέα πόστα) στο Παρίσι, είναι ότι ο ορισμός του cool στη μόδα μετατοπίζεται από κάτι παράδοξο/ακραίο/υπερ-στυλιζαρισμένο, ινσταγκραμικό και δύστροπο σε μια ιδέα ρούχων προορισμένων να φορεθούν.
Τέτοια ρούχα είδαμε στις συλλογές της Louise Trotter για την Bottega και του Dario Vitale για τον Versace (στο Μιλάνο), στη Loewe των McCollough και Hernandez, και εν μέρει στον Jonathan Anderson που στον Dior τιθάσευσε τους πειραματισμούς του υπέρ μιας κοριτσίστικης ευκολοφόρετης μόδας. O Michael Rider στη Celine έδειξε κλασικά κομμάτια μιας αστικής παριζιάνικης γκαρνταρόμπας (καμπαρτίνες, blazer, ίσια παντελόνια και chinos), που η σοβαρότητά τους έσπαγε με πολύχρωμα μεταξωτά φουλάρια (σαν γιακάδες ή φόδρα), μαλακά παπούτσια χορού και baby-doll φορεματάκια από μπουκλέ μαλλί ή χαρούμενα εμπριμέ. Εξίσου απολαυστική μέσα στη χρηστική της απλότητα ήταν η συλλογή της Pelagia Colotouros για τη Lacoste.
Και φυσικά, η Chanel του Matthieu Blazy, το φινάλε της Εβδομάδας Μόδας με την καθολική αποδοχή πελατών και αγοράς, που ήρθε να συνοψίσει το ζητούμενο στη μετα-φάση της πολυτελούς μόδας: καλοδεχούμενα τα fashion statements στα shows (αλλιώς για ποιον λόγο να γίνονται;!), αρκεί οι δηλώσεις να αφορούν την ποιότητα και την τεχνική, και τα ρούχα να μας προσφέρουν ελευθερία και έκσταση.

