ΣΤΑ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΧΡΟΝΙΚΑ με τις χειρότερες φράσεις δεν υπάρχει απεχθέστερη από το «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Θυμάμαι τους γονείς μου να μου το κοπανάνε με το που έμπαινε ο Σεπτέμβρης και μέσα μου ξεσκίζονται βίαια οι αναμνήσεις του καλοκαιριού –η γεύση της «τρελής πατούσας» και η μεσημεριανή σιέστα με «Kλασικά Eικονογραφημένα» και «Μίκι Μάους»–, ενώ κάθε λέξη προσγειωνόταν πάνω μου σαν να με λιθοβολούσε: «Κάθε - κατεργάρης - στον - πάγκο - του».
Ήταν ξεκάθαρη η εκδικητική διάθεση αυτού του φραστικού εκτρώματος, λες και μόνο αν καθίσεις στον πάγκο σου είσαι έντιμος, συνετός και επιμελής, ενώ εκτός αυτού ζεις παρασιτικά. Καθώς τα μάτια των γονιών μου έβγαζαν σπίθες σαν το βλέμμα της βασίλισσας Βάντα –ή, για να κάνω την παρομοίωση πιο σύγχρονη, σαν τους δαίμονες από το «KPop Demon Hunters»–, εγώ ένιωθα τον τρόμο της τιμωρίας που περιμένει τον κατεργάρη στη γωνία.
Μα υπάρχουν άνθρωποι που ξεστομίζουν τέτοιες φράσεις; Η γλώσσα έχει γίνει ένα μιξ από ελληνικά, αγγλικά και όρους αργκό, παρ’ όλα αυτά τις χρησιμοποιούμε ακόμα.
Για να είμαστε ακριβείς, ο κατεργάρης είναι ο άνθρωπος που δουλεύει στα κάτεργα και η φράση αυτή έχει μείνει από τότε που στα κουρσάρικα πλοία τραβούσαν κουπί οι κατάδικοι. Όταν έπρεπε να βάλουν κι άλλη δύναμη επειδή έπεφτε ο αέρας, ακουγόταν η διαταγή να καθίσουν στους ξύλινους πάγκους και να πιάσουν το κουπί. Ένα ατελείωτο κουπί είναι και ο Σεπτέμβρης που έρχεται μετά το καλοκαίρι και συνοψίζει όλη την κατάρα του κόσμου. Μια κατάρα που σε κυνηγούσε από τότε που το «πρώτο σχολικό κουδούνι» διέκοπτε άγαρμπα το όνειρο του καλοκαιριού. Αν και τα σχολικά χρόνια είναι πλέον τόσο μακρινά που μοιάζουν με σειρά που είδες στο Netflix και με το ζόρι θυμάσαι την υπόθεση, η απειλή «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του» γεννά ακριβώς τα ίδια συναισθήματα με τότε και σε γυρίζει πίσω στα απογεύματα με «Αθλητική Κυριακή» στην τηλεόραση και γεύση από πατάτες στη φριτέζα με κέτσαπ για βραδινό.
Μα, αλήθεια τώρα, υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που ξεστομίζουν αυτές τις φράσεις; Η γλώσσα έχει γίνει ένα μιξ από ελληνικά, αγγλικά και όρους αργκό, παρ’ όλα αυτά τις χρησιμοποιούμε ακόμα. Τι να πεις; Καθώς η κοινωνία εξελίσσεται, και μετά από εκατοντάδες ώρες ψυχοθεραπεία, υποτίθεται ότι έχουμε αποκτήσει μια άλλη θεώρηση της ζωής. Κι όμως, ακόμα αντιμετωπίζουμε τον Σεπτέμβρη σαν την επιστροφή στα κάτεργα.
Δεν λέω, σε μεγάλο βαθμό είναι. Ειδικά όταν μεγαλώνεις παιδιά που πάνε ακόμα σχολείο και ξέρεις ότι σε περιμένουν πρωινά με φωνές «ξύπνα, θα αργήσεις», μεσημέρια με βιαστικές μετακινήσεις, απογεύματα με διάβασμα και ανώφελες εξηγήσεις για τα διγενή και τρικατάληκτα. Όλα αυτά καθώς η μέρα μικραίνει και μαζί της μικραίνεις κι εσύ, γίνεσαι ξανά παιδί που περιμένει να περάσει η σεζόν και να έρθει η ώρα για τα καλοκαιρινά μπουγέλα.
Δεν διανοούμαι, ωστόσο, να απειλήσω τα παιδιά μου με αυτή την απαράδεκτη εντολή – ακόμα κι αν πολλές φορές έχω φλερτάρει με την ιδέα, ειδικά όταν νιώθω ότι έχουν ξεφύγει εντελώς λόγω καλοκαιριού. Δεν ξέρω αν κρατιέμαι γιατί δεν θέλω να τα τρομάξω ή –μάλλον– γιατί δεν θέλω να τρομάξω εγώ στη σκέψη αυτού που έρχεται. Άλλωστε, όπως έρχεται κάθε χρόνο ο Σεπτέμβρης, έτσι έρχεται και ο Αύγουστος. Αρκεί να βρεις τρόπο να περάσουν οι έντεκα μήνες. Στην τελική, όταν φυσάει ούριος άνεμος και το πλοίο πάει μόνο του, μπορείς να αφήσεις για λίγο το κουπί και να βρεις λίγα λεπτά απόλαυσης. Κι αυτό είναι ένα μικρό καθημερινό διάλειμμα που δικαιούσαι ούτως ή άλλως.
Όπως έχει πει σε μια συνέντευξή του ο Gabor Maté, «αυτό που μετανιώνω είναι ότι πέρασα μια ζωή στην οποία έπρεπε να δικαιολογήσω την ύπαρξή μου». Σκέφτομαι ότι πολλοί από εμάς αισθανόμαστε ότι για να δηλώνουμε «παραγωγικοί» πρέπει να μοιάζει η δουλειά με κάτεργο και η προσωπική ζωή με μια σφήνα που προσπαθούμε να διατηρήσουμε με νύχια και με δόντια, στριμωγμένη σε ένα Σαββατοκύριακο, στην καλύτερη των περιπτώσεων.
Θέλω να πιστεύω ότι οι λέξεις –όπως και οι άνθρωποι– αποκτούν τη δύναμη που τους επιτρέπεις. Απέναντι στους κατεργάρηδες που τραβάνε κουπί καθισμένοι στον πάγκο τους προτιμώ να βάλω μια άλλη φράση που, ευτυχώς, έχει επιβιώσει επίσης: εκείνο το «εις το επανιδείν» που λέμε κάθε φορά όταν χαιρετάμε το νησί των διακοπών μας. Είναι υπόσχεση και όχι απειλή. Mια ελπίδα που σε κάνει να περιμένεις μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, ακόμα κι αν πρέπει να τραβήξεις λίγο κουπί μέχρι τότε.