ΠΑΡΟΤΙ ΑΚΟΜΑ ΔΕΝ υπήρχαν ούτε κινητά, ούτε διαδίκτυο, ούτε δυνατότητα διαρκούς πρόσβασης και επικοινωνίας, τα μέσα της δεκαετίας του ’90 (πριν από τριάντα χρόνια δηλαδή) μου φαίνονται για κάποιον λόγο, όχι απαραίτητα περίεργο, πολύ πιο κοντινά στο τώρα απ’ ότι το «αρχέγονο» 1985, που έμοιαζε πολύ μακρινό ακόμα και στα '90s. Σίγουρα έχει να κάνει και με το χάσμα που απλώνεται μεταξύ εφηβείας και νεότητας και φαίνεται σαν αιώνας όταν βρεθείς επιτέλους στην άλλη πλευρά.
Πιστεύω όμως ότι ήταν πραγματικά (αντικειμενικά) ιδιαίτερη και ιδιόμορφη και παράξενα μεταβατική η δεκαετία του ’80. Μια «παλιά Ελλάδα» (ποικίλων αποχρώσεων), με τις παθολογίες, τις αγωνίες και τις υπερβάσεις της, ήταν ακόμα εκεί. Δεν ήταν ασπρόμαυρη όπως η δεκαετία του ’70, αλλά τα χρώματά της ήταν πειραγμένα: άλλοτε πολύ έντονα (νέον), άλλοτε πολύ χλωμά (σέπια).
Τα Χριστούγεννα του 1985 είχαν έρθει μέσα σε κλίμα λιτότητας (όρος που ήταν το σήμα-κατατεθέν εκείνης της χρονιάς), αλλά φυσικά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να απασχολεί έναν 15χρονο με δεκαπενθήμερη άδεια από τις σχολικές υποχρεώσεις.
Κάπως έτσι τουλάχιστον έμοιαζε στην Αθήνα των προαστίων, των συνοικιών, των γειτονιών και των παράλληλων κόσμων. Από αυτήν τη γωνία λήψης, το κέντρο ήταν μόνο το Κολωνάκι και τα Εξάρχεια, με πλανήτες-δορυφόρους το Παγκράτι και την Κυψέλη. Οι υποβαθμισμένες περιοχές δεν είχαν «εξευγενιστεί», το downtown δεν είχε εφευρεθεί.
Μ’ έναν τρόπο, οι «νεανικές» ταινίες του Δαλιανίδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80, κι ας ήταν πολύ χειρότερες από τις αντίστοιχες που είχε κάνει δύο δεκαετίες πριν, έδειχναν πιο ρεαλιστικά και πιο αυθεντικά τη ζωή σ’ εκείνο το περίεργο πολιτισμικό μεταίχμιο απ’ ό,τι οι λεγόμενες «κουλτουριάρικες», η υψηλή θεματική των οποίων συχνά τις έπνιγε αργά ή τις έσφιγγε σαν ζουρλομανδύας.
Στο συνοικιακό θερμοκήπιο που απεικονίζεται σ’ εκείνα τα τελευταία σπαράγματα του «εμπορικού» κινηματογράφου ανθίζουν τα πάντα: η all-day φάση της καφετέριας, η κουλτούρα των μηχανόβιων και των καμικάζι, οι πειρατικοί σταθμοί, οι παμπ, οι ντίσκο, τα ροκ κλαμπ, η μικροαστική μιζέρια, η μικροαστική λαχτάρα, η λούμπεν γοητεία, η περίεργη, υβριδική υφή των καιρών.
Τα Χριστούγεννα του 1985 είχαν έρθει μέσα σε κλίμα λιτότητας (όρος που ήταν το σήμα-κατατεθέν εκείνης της χρονιάς), αλλά φυσικά αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσε να απασχολεί έναν 15χρονο με δεκαπενθήμερη άδεια από τις σχολικές υποχρεώσεις. Εκ των υστέρων, θα μπορούσα να πω ότι άγγιξα κάποια ιδεατή ανεμελιά εκείνες τις γιορτές, παρά τα αγκάθια και τις αλλοπρόσαλλες δυσθυμίες της εφηβείας. Οι αγαπημένες μου μέρες ήταν μέσα σ’ αυτό το αχρονικό διάκενο μεταξύ Χριστούγεννων και Πρωτοχρονιάς (από το απόγευμα της παραμονής ένιωθα ήδη το τέλος να πλησιάζει και το σκοτάδι να σκεπάζει τον Γενάρη μέχρι το αργό τέλος του).
Μία από αυτές τις μέρες έφτασα σε ένα είδος χριστουγεννιάτικης νιρβάνας (ή έκστασης), πηγαίνοντας απλά σινεμά με κάποιους φίλους μου. Θα πρέπει να ήταν στη «Μαργαρίτα» της Καλλιθέας (ή στο «Ετουάλ»; Δεν έχει και μεγάλη σημασία) και η ταινία ήταν το «Επιστροφή στο μέλλον» (το πρώτο). Δεν πέθανα για την ταινία, όπως με άλλες που αρρώσταινα και τις έπαιρνα προσωπικά, γι’ αυτό ακριβώς όμως ένιωθα τόσο ανάλαφρα και χαλαρά. Η σωστή ταινία στη σωστή στιγμή. Μια εφηβική φαντασίωση (μπορούμε να πάμε μπροστά και πίσω στον χρόνο, αλλά τα μαθητικά χρόνια είναι μια ξεχωριστή οντότητα) σ’ έναν χώρο γεμάτο από συνομηλίκους με την ίδια αγωνία και την ίδια λαχτάρα για το ατέλειωτο μέλλον.