Για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Aπο τον Ευγένιο Αρανίτση Facebook Twitter
Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, Φωτ.: Bernard Steffin για τη LIFO

Για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Από τον Ευγένιο Αρανίτση

0

 

ΟΤΑΝ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ είναι άυπνος κάτι σπουδαίο ανυπομονεί να προστεθεί στις απώλειες.


Άκαρπη μένει ―εξυπακούεται― η προσπάθεια να ορίσουμε το σπουδαίο, καθώς τα πάντα, ανεξαιρέτως τώρα πια, επικαλούνται μια σπουδαιότητα κυριολεκτικά μεγαλοπρεπή και πασιφανώς αναιτιολόγητη.

Κατά συνέπεια, ο επικήδειος ακολούθησε κατεύθυνση σε γωνία 90ο ως προς αυτήν των συγκριτικών αξιολογήσεων, από την άποψη ότι ελάχιστα αδημονούσαμε, ο πελάτης μου κι εγώ, να καταλήξουμε δίπλα σ’ αυτούς που ισχυρίζονται πως ο Θεός ήταν Τοξότης με ωροσκόπο Παρθένο.

Μας αρέσει δεν μας αρέσει, τα Ευαγγέλια προέκυψαν χάρη στο γεγονός ότι ο τάφος του Ιησού βρέθηκε άδειος.

Οι δύο, μάλιστα, ρωμαίοι στρατιώτες που θα φρουρούσαν το μνήμα αν δεν είχαν αποκοιμηθεί, ονειρεύτηκαν, και οι δύο, ότι η σορός ήταν άφαντη· έπνεε ζέφυρος κι ένα τυχαίο πετροχελίδονο, το πτηνό Cypselus apus, εποφθαλμιούσε μια θέση δικαστικού κλητήρα των μυστηρίων της αιωνιότητας.

Από αυτό και μόνο βγάλτε συμπέρασμα.

Τούτου δοθέντος, όλα τα κείμενα θα πρέπει να εννοούνται σαν σύμβολα του θανάτου, εξορκισμοί και φυλακτά για την ασθένεια του ελλείμματος τού Είναι.

Ή θα σημαίνεται η παρουσία σου ή θα παρίστασαι ο ίδιος, nihil est tertium· ― όσοι αρνούνται να διαλέξουν υποχρεώνονται να παραμείνουν στο σημείο όπου βρέθηκε το πτώμα.

Αν σε ελκύουν οι επιγραφές στα επιτύμβια, το θέμα είναι να μη διακόπτεται η παρέλαση των αλληλέγγυων συνεννοήσεων ανάμεσα στο ενέργημα του διαβάζω και σ’ αυτό του διαβαίνω, δύο εξίσου ευέλικτες μορφές απασχόλησης.

Όταν είσαι νεκρός όλα είναι πολύ πιο εύκολα ― ο διαβάτης περπατάει διαβάζοντας τα ονόματα, στους τάφους, μέχρι να βρει το δικό του: λχ. ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ.

Ευελπιστούσαμε όλοι ότι το προσκύνημα θα τιμούσε τους παραλληλισμούς που γεφυρώνουν την ανάγνωση με το βάδισμα ως βαθιά αντιληπτική διάσχιση του κειμένου του κόσμου.

Αυτή ήταν ―και όχι άλλη―, η αιτία που οι αρχαίοι αποκαλούσαμε τον τάφο σήμα και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος τους δικούς μας τους τάφους σήματα, όθεν και σύσσημον εάν είχε κανείς στραμμένη τη σκέψη στον πλησιέστερο γαλαξία.

Τέτοια θα ήταν η αναγνώριση του ιδεώδους που ο πεθαμένος αντιπροσώπευσε και γύρω απ’ το οποίο οι ερμηνείες της ανάγνωσης εργαζόνταν νυχθημερόν με αμοιβές εξευτελιστικές.

Η ανάγνωση, όπως το λέει κι η λέξη, είναι η έκδοση άδειας να προχωρήσεις στα σκοτεινά.

Υπήρχαν παντού λουλούδια, εμείς όμως χρειαζόμαστε σίγουρα μιαν αποτίμηση του κινδύνου σαν αυτή που επιχείρησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας στα νιάτα τους, με δανεικά και αγύριστα.

Τι άλλο να’καναν; η προσδοκία γερνάει γρήγορα, η νοσταλγία είναι πάντοτε νέα.

Στο μεταξύ, από τον Νίκο είχαμε μάθει πως δεν μας έλλειπε η νοσταλγία, μάλλον μας έλλειπε η ικανότητα να νοσταλγούμε την έλλειψη.

Διότι η έλλειψη ήταν εκείνη που ρύθμιζε το παιγνίδι της σημασίας, εξ υποθέσεως δυσανάγνωστης, όπως στις φάσεις της Σελήνης ή όπως όταν κατανέμουμε τα σημαινόμενα στην αθέατη όψη και τα σημαίνοντα στην ορατή ― η ζωή είναι πιο άνετη στα προάστια, επομένως, προς τι η ανησυχία;

Σύμφωνα με τον Νίκο, η αθέατη όψη του φεγγαριού είναι αυτή ακριβώς που βλέπουμε ― πώς μας διέφευγε σ’ όλη τη διάρκεια του Λυκείου κάτι τόσο εξόφθαλμο;

Τα νοήματα από δω, οι σημασίες από κει, κι αν σε ρωτήσουνε πώς είσαι να τους πεις έχω υπάρξει και χειρότερα.

Σημασία και νόημα πολύ απέχουν απ’ το να είναι συνώνυμα: το νόημα έλκεται απ’ τη θλίψη, η σημασία απ’ τους θλιμμένους.

Και ο αγέρας δεν έβγαζε τη φωτιά απ’ τα κάστανα, ο χειμώνας δεν μας άνοιγε όλες τις πόρτες, όπως παλιά.

Και την άνοιξη ο καθένας θυμόταν πράγματα που δεν συνέβησαν, ώσπου άρχισαν να συμβαίνουν, οπότε δεν τα θυμόταν κανένας.

Και ποια γνώμη να έχει άραγε ο Θεός για όλα τα παραπάνω; ενδεχομένως την καλύτερη: το μυστήριο κρύβεται εμπρός απ’ το προφανές, όχι πίσω.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ενστερνίστηκε ένα αξίωμα που η γενιά του ’30 προσπερνούσε σαν αυτονόητο: ότι για μας, εδώ πέρα, δυτικά της Ανατολής, το μυστήριο κρύβεται στο φως, όχι στο σκοτάδι.

Δεδομένου ότι το αόρατο συνδέει τις πηγές της υπαγόρευσης του ποιήματος με τα πνεύματα της νύχτας, οι αισθητήριες απολαύσεις αναπτύσσουν την τάση να συντονίζονται με τον αντίλαλο του χάσματος ανάμεσα στο τοπίο και τη σκοτεινιά·  παρεμπιπτόντως η σκοτεινιά δεν καταγράφεται σαν η ζωή ενός δραπέτη αλλά σαν γλωσσικό αντικείμενο που δονείται στα 2 Hz όπως η Σελήνη, δε πα’ να είναι ντάλα μεσημέρι.

Που θα πει πως η ανάγνωση των οριακών σημασιών υποκινεί επεισόδια ρηματικής αγωνίας τα οποία διαδραματίζονται υποδορίως ― η γραφή παροξύνεται με το φως· η ανάγνωση όμως επιλύει τα αινίγματα με τον τρόπο που ακούν οι τυφλοί.

Να το ξέρεις, περαστικέ, ότι αυτή η κατάβασις είναι η νέκυια, το τεκμήριο της αθωότητας αντεστραμμένο.

Εν πάση περιπτώσει, δεν κράτησε για πολύ.

Ο Νίκος είχε κατεβεί στον άλλο κόσμο τρεις φορές, μία στο Σπάργανο, κωπηλατώντας, μέσω Αχερουσίας, μία στο Σύσσημον, όπου η σελήνη πρωτοστατούσε στην αποποίηση ευθυνών, και μία τώρα που οι ακτίνες του ηλίου είχαν αρχίσει να καίνε σαν πιπεριές.

Δεν θα μπορούσες να  πεις ότι το έργο του δεν τον είχε προειδοποιήσει.

Ο Αχέροντας ήταν το είδος του ποταμού που του σφύριζες και ερχόταν·  το γαλάζιο του μπορούσε να εκβάλει στο πράσινο, για την ακρίβεια στο eau de Nil, σαν το κρασί που αλλοιώνεται σε ξύδι.

Όμως τα πεύκα κι οι αμπελώνες προστέθηκαν στα χρωστούμενα που κανείς δεν προλάβαινε να χρεώσει σε κανέναν.

Παρ’ όλ’ αυτά, το μισό εκείνο φεγγάρι, για το οποίο μιλούσε ο Νίκος στο ποίημά του, έγερνε πίσω απ’ τα φοινικόδεντρα πάλι και πάλι, και δεν θυμάμαι να’χω διαβάσει μιαν επίκληση πιο υποβλητική, είτε στον Άδη αντηχούσε είτε δω δίπλα, στην Αίγινα ή στην Σίφνο.

Λέω Αίγινα και εννοώ ότι τα άνθη της λεμονιάς δεν ευωδιάζουν αλλά ευωδιάζονται· λέω, έπειτα, Σίφνος και εννοώ κληματαριές που μαδούσαν η μια την άλλη για να περνάει η ώρα σε χρυσαφένιους κολπίσκους αδιευκρίνιστης ηλικίας, και βάλε.

Εξάλλου, ήδη απ’ το καλοκαίρι του ’81 ―πολύ πριν το Σύσσημον―, ήταν σαφές ότι ο άνθρωπος αυτός υπήρξε ιδιοφυία.

Έτσι είναι, λέω στον εαυτό μου, αν θες να γίνει κάτι σωστά, άφησέ το να το κάνουν οι άλλοι.

Εντούτοις, ο Θεός είχε τις μαύρες του.

Ο Θεός είχε αρρωστήσει·  υιοθετούσε κανόνες των οποίων η εξαίρεση ήταν ο ίδιος.

Από τη μία, το τοπίο παρουσιαζόταν σαν μια σκηνή χωρίς σημείο φυγής, ένα πανόραμα εμπνευσμένης συγκατάθεσης των όντων στις σημασίες που τους προσέδιδες πέρα και πάνω από διαψεύσεις της Αρχής της Πραγματικότητας, και, απ’ την άλλη, κοίτα τι αίσχη συμβαίνουν σήμερα: αυτοί που λένε θα το πιστέψω όταν το δω χλευάζουν μετά μανίας εκείνους που θα το έβλεπαν μόνον εάν προηγουμένως το’χαν πιστέψει.

Σιγά μην πίστευαν τέτοιοι τύποι οτιδήποτε πλην του ότι τα πάντα καθυστερούν και ταυτόχρονα επισπεύδονται.

Ημέρα Τρίτη και 13, δήλωσαν όλοι ιεραπόστολοι της ιδέας ότι η ανάγνωση δεν προσέφερε πλέον τίποτα που να αξίζει τον σεβασμό μας.

Αναμενόμενο! ποτέ δεν βρίσκεις γιατρό όταν τον χρειάζεσαι.

Μέχρις εκείνη τη στιγμή, η ανάγνωση ήτανε ο ενδιάμεσος μεταξύ πεθαμένων και ζωντανών: το επί μέρους, έκτοτε, απορρόφησε τους κινδύνους του γενικού και μας επέβαλλε να εξωραϊζουμε τ’ απομεινάρια της προϊούσας ασημαντότητας με ανώδυνες αποχρώσεις, χαμομήλι, ελεφαντόδοντο ή καραμέλες για διαβητικούς.

Κοντολογίς, αν αμφισβητούσες την αυθεντία του Αριστοτέλη με όργανο μια γραφή που δεν είχε την Παράδοση σε υπόληψη ―, ας μην το κάνουμε θέμα, αλλά η τύχη σού χαμογέλασε.

Η Παράδοση λέν’ ότι έπαιζε μουσική για το Κοινό δωρεάν κι ότι δεν έτρεφε προσδοκίες ούτε έκρινε κανέναν και κανένας δεν περίμενε απ’ αυτήν να είναι τέλεια ή έστω να προσποιείται πως είναι· μας αγαπούσε αλλά με μέτρο.

Οι συμβουλές της, μάλιστα, συνοψίζονταν στην υπόδειξη να αποφεύγουμε τις εκπλήξεις.

Τις αποφεύγαμε τελικά, όμως με τρόπο, όλο και πιο ασυνεπή προς τη μαρτυρία των ειδικών σημασιών που αναδύονταν απ’ τη διάζευξη ελλείμματος και περίσσειας, συμβολισμού και τεκμηρίωσης του αντικειμένου επ’ αυτοφώρω.

Πλέον οι άνθρωποι θεωρούσαν την τύφλωση ευλογία· ο βολβός του ματιού είχε αρχίσει να μετατρέπεται σ’ έναν μώλωπα.

Να προσέχεις τι εύχεσαι γιατί εκείνοι οι άνθρωποι βυθίζονταν στο σκοτάδι εξαιτίας των προβολέων που σάρωναν όλους τους στόχους της αντίληψης· η γραμμή επικοινωνίας με τα αντικείμενα κόπηκε δίχως ένα ευχαριστώ.

Σα να λέμε, η έλλειψη, η μητέρα όλων των αγαθών, έλλειψε και η ίδια.

Με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, προαισθανθήκαμε τότε, αν και αλλιώς, το τέλος της Ιστορίας, επομένως και της ανάγνωσης της Ιστορίας, που δεν ήταν παρά ένα μακροσκελέστατο χρονικό εκθαμβωτικών ανταγωνισμών φιλοτεχνημένο από ψευδομάρτυρες.

Συγνώμη αλλά μας φάνηκε ότι αν ενδίδαμε στη φυγόκεντρο δεν θα είμαστε ικανοί ν’ αλληλογραφούμε με τους νεκρούς μας ούτε καν για να εξασφαλίσουμε την επιβεβαίωση ανωνύμων πηγών.

Περί του τέλους της ανάγνωσης είχαν άλλωστε γραφτεί από λίγους πάρα πολλά και διαβάστηκαν από πάρα πολλούς ελάχιστα.

Όχι το είδος των grandes paniques de l’ an mille, ούτε της άφεσης αμαρτιών διά κληρώσεως, αλλά μάλλον σαν ένα θέαμα όπου η σκηνή και η πλατεία συγχέονται ― θέλεις πόλεμο; ετοιμάσου για ειρήνη.

Ή ό,τι προκύψει.

Και μήπως η σύγχυση θα μπορούσε να δοκιμάσει τις αντοχές μας μέσω μίας ραγδαίας αλλαγής παρα­στά­σε­ων; η καλοσύνη του εχθρού δεν είχε όρια.

Στην αλλαγή παραστάσεων, οι ομιλούντες ελληνικά είμαστε οι πιο απρόθυμοι σ’ ολόκληρη την υδρόγειο ― γι’ αυτό και η εξιλέωση θα ωφελούσε μόνον αν ήταν περιττή, η αγάπη θα ωφελούσε μόνο αν κατόρθωνε να κρατάει μυστικά απ’ τον εαυτό της την τελευταία Παρασκευή κάθε μήνα.

Και η έλλειψη θα ωφελούσε μόνον εφόσον το ελλείπον προσυπέγραφε, άνευ επιφυλάξεων, τη ρητή μεταμέλεια του λαού για τις απάτες με τα εφφέ και τα κάτοπτρα.

Σιγουρευτήκαμε, εφεξής, πως η αποσύνθεση εξαπλώθηκε σ’ όλα τα μέτωπα, σαφώς επιδεινούμενη, χωρίς εντούτοις να ξέρουμε τι ήταν εκείνο που άλλαζε ή με τίνος την εντολή καταγράφονταν τα ίχνη του ψυχισμού μας σαν θλιβερό υποπολλαπλάσιο της επιδείνωσης.

Αυτό υποτίθεται θα μας ελευθέρωνε από τους γρίφους της παραλίας και τα μελτέμια που αναρριπίζονταν στις επάλξεις των γαλανών μεσημεριών του Ιουνίου ― τώρα πια δεν θα μαθαίναμε ποιος κρυβόταν πίσω απ’ αυτά τα αριστουργήματα.

Δεν θα μαθαίναμε ποιος κρυβόταν πίσω από κείνη την καταιγίδα των φωτεινών αιφνιδιασμών.

Ήταν πράγματι κρίμα!

Όπως το γάλα βράζει και χύνεται, έτσι το κρίμα σφάλλει και κρίνεται·  σ’ αυτό η σκέψη μου συνέκλινε με του Νίκου διότι υπήρξαμε πολύ διαφορετικοί ώστε να μοιάζουμε σε πολλά.

Μοιραζόμαστε για παράδειγμα τη βεβαιότητα ότι το μέλλον είναι η λιγότερο συμφέρουσα επιλογή·  τι άλλο θα υποστήριζαν δυο νεκρομάντεις;

Όμως ―πλέον― το παιγνίδι είχε χαθεί.

Για τον Νίκο, η Παράδοση ήταν αυτό που μας παραδόθηκε· για μένα ήταν αυτό που θα παραδίδαμε, αρκεί να βρίσκαμε σε ποιον.

Και τι ακριβώς θα παραδίδαμε; σχεδόν τίποτα, μιαν αόριστη εντύπωση ότι οι γάμοι είναι κηδείες που απέτυχαν.

Ίδιο επάγγελμα, άλλη μέθοδος· η διαφορά είχε διακρίνει μιαν ευκαιρία και την άρπαξε.

Εξάλλου, δεν μας παραχωρήθηκε αφορμή να ενοχλήσουμε κανέναν, απλώς σηκώναμε απ’ τον ύπνο τους πεθαμένους και τους ρωτούσαμε τινί τρόπω επιβίωνε η Παράδοση κείνα τα χρόνια κι αν οι τιμές των ξενοδοχείων ήταν προσιτές.

Είχαν όλοι τους μια κουβέντα να πουν για τον πάνω κόσμο αλλά τι να’λεγαν για τον Άδη;

Μήπως να έλεγαν την αλήθεια;

Και σε ποια γλώσσα θα μας την έλεγαν; ή, πιο σωστά, σε ποια γραφή;

Εκεί, διαβάτη, είναι θαμμένος ο Παναγιωτόπουλος που συνέθεσε μια γραφή για νεκρούς ― τώρα τη βλέπεις, τώρα όχι·  η ομορφιά της κλέβει στο ζύγι.

Τα πολλά λόγια είναι πλούτος, καλέ μου φίλε.

Που θα πει  ότι, όπου να’ναι, ο πλούτος θα’παιρνε απουσίες απ’ τους φτωχούς τω πνεύματι.

Αυτοί ειδικά είμαστ’ εμείς.

Και ουδέποτε είχαμε ξαναδεί μια τέχνη, σαν του Νίκου Παναγιωτόπουλου που να την έχουν καλλιεργήσει επί τούτου σε γλωσσικό περιβάλλον τόσο αδιάφορο προς κάθε δόγμα αισθητικής εμπειρογνωμοσύνης.

Αν οι γόνοι των εκλεκτών οικογενειών υιοθετούσαν αυτά τα δόγματα με την πεποίθηση ότι θα έπαυαν να επωφελούνται απ’ τους νεκρούς, επωφελούμενοι, έτσι, κατευθείαν από τον θάνατο, τότε με γεια τους με χαρά τους.

Να τους πεις ότι η αλήθεια της έλλειψης δεν είναι έλλειψη αλήθειας, καθώς διατείνονται, παρά μόνον σε στιγμές που η οξυδέρκεια μάς εμποδίζει να είμαστε οξυδερκείς.

Από δω τα πολλαπλάσια, από κει οι διαιρέτες ― θα κηδεύαμε απόψε μια γραφή τόσο τολμηρά απεξαρτημένη απ’ τους ισχύοντες κανόνες του λυρισμού ώστε αυτοί να ομονοούν με ό,τι οι ίδιοι ανέκαθεν περιέγραφαν ως αντίπαλο δέος: λακωνικές επιβεβαιώσεις του συμπεράσματος ότι η ζωή είναι μια δουλειά όπως όλες.

Στον άλλο κόσμο, ο διαβάτης κατηφορίζει προς την ακτή διαβάζοντας τα ονόματα πάνω στους τάφους ώσπου να δει το δικό του ― τα ονόματα αντιδρούν στην προσέγγιση όπως τα καναρίνια στα ορυχεία μόλις διαρρεύσει το μεθάνιο.

Ενίοτε τα ονόματα εντοπίζουν εκείνα τους ταξιδιώτες παρέχοντας αξιέπαινη αφοσίωση, περιθώριο βελτίωσης και, εν γένει, λίγο απ’ όλα· γι’ αυτό και λένε, στην Άπω Ανατολή, πως τ’ όνομά σου είναι το μονοπάτι που πρέπει ν’ ακολουθήσεις.

Συγχαρητήρια! το μονοπάτι της αλήθειας πολύ συχνά στριφογυρίζει και ψεύδεται, όμως της έλλειψης το μονοπάτι δεν λείπει ποτέ.

Άνθρωποι μη φυσιολογικοί κάνουν μη φυσιολογικά πράγματα αλλά ποιος θα είχε τα κότσια να αντικρίσει την πλήρη εικόνα; και ποια να ήταν η θέση του Νίκου ως προς το ζήτημα; η πλησιέστερη θέση, σκέφτηκα, θα’ναι κι η πιο μακρινή.

Αυτό σκέφτηκα.

Και ξανασκέφτηκα: στην πατρίδα σας πολλοί μιλούν για τρικυμίες αλλά ελάχιστοι πνίγονται.

Κάποιος απάντησε πως το γαλήνεμα της θάλασσας δεν θα γινόταν αντιληπτό σαν ένα μάθημα ζωγραφικής για αρχάριους αλλά θα έβρισκε άσυλο σε μέρη όπου ο ήλιος ήταν persona non grata.

Θέλεις να μάθεις για την ευφάνταστη συνείδηση του καθήκοντος που ωρίμαζε σε πείσμα των προτιμήσεων ενός τζέντλεμαν με τρόπους ήρεμους και γλυκείς; λοιπόν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος της είχε πάρει τον αέρα μια κι έξω με την υπόμνηση ότι σε άλλα απ’ τα νησάκια μας φτάνουν τα κύματα, σε άλλα φτάνουν τα παιδιά των κυμάτων και σε άλλα τα εγγόνια τους.

Έτσι ξανάνοιξε μία δίοδος που είχε μείνει κλειστή με φραγκοσυκιές απ’ τον καιρό των Οθωμανών.

Ήταν άραγε ―για την Παράδοση λέω―, προϊόν ιδιοσυγκρασίας;

Ε, φυσικά! τι νόμιζαν!; εδώ μας είπαν ότι η ίδια η απόλαυση της χρονικότητας είναι φτηνός αναχρονισμός!

Μας το είπαν δεν μας το είπαν, η έλλειψη έλλειψης χρόνου πρόσφερε πάντα μιαν απόλαυση κατ’ εξοχήν απολαυστική.

Λογικό! αφού σήμερα αποφεύγουμε την πλήξη απαράλλακτα όπως τότε που ο Σουλτάνος κυβερνούσε την Ανατολή απ’ το Σουδάν ώς την Ουγγαρία κι απ’ το Μαρόκο μέχρι τα όρη του Αφγανιστάν.

Είμαστε αγρότες χωρίς να σπέρνουμε τη γη μας, τη μόνη γη όπου οι ξένοι φιλοξενούσαν τους ντόπιους.

Στη φαντασία μας είμαστ’ ελεύθεροι, η ίδια όμως η φαντασία παραμένει βρετανικό προτεκτοράτο, με την Παράδοση σε ρόλο εγγυήτριας δύναμης.

Βρέξει χιονίσει, πιστεύουμε στον Θεό, εντούτοις το καλοκαίρι δεν πιστεύουμε στον Θεό αλλά μονάχα στην πίστη: διασκεδάζουμε περιμένοντας, πώς και πώς, την ώρα που ο Θεός θα περάσει στην αντεπίθεση.

Καταστάσεις που απαιτούν βιαστικούς χειρισμούς δεν επιδέχονται συμβουλών: φιλονικούμε για το ποιος θα ζητήσει πρώτος συγνώμη και ξενυχτάμε τον μακαρίτη με κονιάκ και αστειάκια.

Από κείνο το μονοπάτι είχε κατέβει το α’ πρόσωπο της αφήγησης στο έργο του Νίκου Παναγιωτόπουλου για να ρωτήσει τους πεθαμένους αν η Παράδοση ήταν όντως μια είδηση που διαψεύστηκε.

Ή μήπως ήταν ο κώδικας καλής συμπεριφοράς μιας κοινότητας η οποία εξοικονομούσε τον χρόνο της σπαταλώντας τον;

Αν της έδινε μορφή γραπτού ο Παναγιωτόπουλος θα’χαμε μήπως ένα θέατρο παρεξηγήσεων;

Δεν γνωρίζαμε αν ανέπνεε αυτή η απόκοσμη γραφή αλλά δεχόμαστε ότι η βία της οριοθετούσε ρητορικά τις περιοχές όπου οι αναμνήσεις θυμόνταν τον άνθρωπο σαν συνεργάτη και υπεύθυνο ύλης.

Από τον θρύλο του Ορφέα και μετά ―κάποιοι λένε από το Σύσσημον και μετά― ένας είναι ο οδηγός της αλάνθαστης καθόδου: όχι το χάρισμα να διακρίνεις στα σκοτεινά αλλά η δεξιότητα του να μαντεύεις αυτό που λείπει όσο η έλλειψη είναι ακόμη νωπή.

Όταν λέω νωπή εννοώ όπως τα φαγιούμ, όπου οι διαφάνειες πολλαπλών μετέωρων επιπέδων εναλλάσσονται παροτρύνοντας το μάτι ν’ αυτοσχεδιάζει και όπου, ωστόσο, δεν απομένει να δούμε τίποτα απολύτως ―, μόνον το είδωλο μιας φευγαλέας κι ανεξιχνίαστης ευχαρίστησης οφειλόμενης στο ότι κείνο το όργανο, το βαθύτερο απ’ το μάτι, μεταφράζει στη γλώσσα των σημαινόντων κάθε ερέθισμα που διεγείρεται απ’ τις δονήσεις των πλανητών.

Διότι ο κόσμος ―ο κάτω κόσμος τουλάχιστον― δημιουργήθηκε έτσι ώστε η εχεμύθεια να αναπτυχθεί σε επιστήμη·  εξού κι η Ανάσταση πέρασε στα ψιλά.

Και, επιτέλους, τι έψαχνε ο νεκρός γύρω απ’ το Κάστρο και κατόπιν στον Πλατύ Γιαλό και εν συνεχεία στον Αρτεμώνα; άλλοι νεκροί που υπήρξαν κάποτε γιοι γραφιάδων, αρραβωνιάζονταν με κεντήστρες και θυγατέρες λογιστριών, των οποίων η πολιτογράφηση στα μητρώα του αναλφαβητισμού αποτελούσε εδραίο αίτημα της τοπικής κοινωνίας.

Ποιος θα’ταν άλλωστε ο σκοπός της γραφής αν όχι το να επιβραδύνει την ανάγνωση;

Μη σε πτοεί ο αντίκτυπος των απρόβλεπτων ματαιώσεων ― μπορεί το θέρος να συμβολίζεται με τον πεντάκτινο Echi­na­ster sepositus, τον λεγόμενο αστερία, όμως αυτό δεν αναιρεί την αποκλιμάκωση των αντιστάσεων απέναντι σε οτιδήποτε διαιωνίζεται σαν απρόσιτο και κρυφό.

Οι ανεπαίσθητες αμφισημίες που συνόδευαν την απομάκρυνση των αντιθέσεων απ’ τις ελάσσονες κλίμακες όλων εκείνων των πένθιμων επωδών, άφηναν πίσω τους γαμήλιες ανθοδέσμες.

Η γραφή έφερνε βόλτες αντίστροφα απ’ το άγχος των τελικών ερωταποκρίσεων, όντας ταυτόχρονα υπόλογη σε μια γλώσσα κατοικημένη από κότσυφες και τρυγόνια, τρίλιες, κοάσματα και ήχους τουρτουριστούς, αλλά πάντοτε στο μέλος που ονομάζεται φρυγικό ή ουσάκ.

Η γραφή ήταν απροσπέλαστη και τραχιά, συνάμα δε εξοικειωμένη με τις κινήσεις των ζωδίων μιας επιθυμίας αμιγώς ψυχοσωματικής.

Ήταν μάλλον αλλόκοτη αλλά και τρόπον τινά ιερατική, χειροποίητη με σφυρήλατες λεπτομέρειες και παράλληλα δέσμια της υπόσχεσης για την επίτευξη αυτής της άυλης υλικότητας των δίχως σώμα φωνών που θα σου’λεγαν όλες μαζί ότι, ξέρεις, όσα λιγότερα σου εξηγήσουμε για τον παράδεισο, τόσο πιο γρήγορα θα καταλάβεις.

Αφού συμφέρει τον γραφέα να σώσει τον πατέρα του απ’ τον θάνατο και τη μητέρα του απ’ τη ζωή της, συμφέρει και τη γραφή να’ναι γραμμένη σε μια γλώσσα της αρεσκείας της·  αυτή εδώ είχε γραφτεί στα προφορικά, όπως θα λέγαμε στα γαλλικά: η υπευθυνότητα ενός Λόγου που διαβίωνε στη σκιά της φωνής του γράφοντος απαιτούσε να καθιερωθεί σαν ένα μέγεθος υπολογίσιμο.

Ήταν γραφή από σπίτι, με τεράστια προίκα, που της προξένευαν τον θάνατο.

Και ενώ ήταν πολύ έξυπνη για ν’ αναλίσκεται στην έγκριση αποφάσεων που πήρε ο αναγνώστης παρασυρόμενος απ’ την άνοδο των τιμών, ήταν επίσης και ακατέργαστη όπως σ’ εκείνους τους λοφίσκους των Κυκλάδων όπου το φως έχει κοπεί στο λατομείο με τον κασμά.

Κι ήταν σαφώς καταδικασμένη στην επίδραση συλλογισμών που η τυπική επαλήθευσή τους εκκρεμούσε στο διηνεκές, καθόσον το διηνεκές συνιστά τον χρόνο των ερειπίων.

Και τυλιγόταν και ξετυλιγόταν αναμειγνύοντας ραψωδικούς παρατονισμούς των ρυθμών της ομιλίας με τα ξεσπάσματα αυτού του οίστρου που οι πλέον απείθαρχοι στην νομοτέλεια του αυξημένου κατά κεφαλήν εισοδήματος αποκαλούσαμε ―πώς αλλιώς;― μεταφυσική.

Πράγματι, οι αναγνώστες, εντός κι εκτός κοιμητηρίου, δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε το μέλλον, μια και δεν είχαμε ιδέα για το τι ήταν αυτό που θα αλλάζαμε.

Και δεν μπορούσαμε να αλλάξουμε το παρόν, αφού η γραφή το προσμετρούσε στην αλυσίδα των στιγμιοτύπων της σαν κάτι ασύλληπτο, ένα έλλειμμα του οποίου ο ανεντόπιστος χαρακτήρας ανανεώνεται ακατάπαυστα.

Όμως μπορούσαμε να αλλάξουμε το παρελθόν, κλασσικό καταφύγιο όλων όσοι απέτυχαν σε όλα όσα είχαν πετύχει οι άλλοι.

Ετοιμαζόμουν να διευκρινίσω ότι γι’ αυτό η νοσταλγία δεν γερνάει ποτέ: το παρελθόν είναι του Κυρίου, η ερμηνεία του όμως προσιδιάζει στον υπηρέτη ― ένα απ’ τα πλεονεκτήματα του να μην είσαι αόρατος.

Καλό; οι πεθαμένοι δεν θεωρούνταν πεθαμένοι άνευ λόγου!

Στην εγκάρδια και πρόσχαρη περιφρόνηση που η Φύση αυτή αισθανόταν για τον Καρτέσιο, τι να προσθέσω; της γραφής της η τρέλα ήταν προς όφελος λογικών και τρελών εξίσου.

Παλιά, οι νεκροί φορούσαμε τα μαγιώ μας και, όταν φτιάχναμε τα γλυπτά μας στην αμμουδιά, κατανοούσαμε το θέλημα του Θεού με τη μέθοδο των τριών·  τώρα μας έλεγαν πως το αυτονόητο ήταν μια απ’ τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις του δυτικού πολιτισμού.

Εκεί, στον Άδη, η Φύση, σα να λέμε η αναχαίτιση της προόδου, αντιστοιχούσε σε μια διαρκή διαπραγμάτευση και οι γείτονες αναρωτιούνταν αν ήταν ή όχι νορμάλ το να νιώθουν κάπως παράξενα σε μια χώρα δίχως καθόλου τάφους.

Όντως δεν έβλεπες παρά μόνον σημαινόμενα και καθόλου σημαίνοντα, ήταν σαν αίθουσα LOST AND FOUND.

Από αλήθεια, στον κάτω κόσμο, άλλο τίποτα.

Αν και τα νέα είναι επί το πλείστον δυσάρεστα, το γινόμενο, ευτυχώς, παραμένει το ίδιο, ένα εύθραυστο κειμήλιο της εποχής που η εργασία του πένθους διεκδικούσε το προνόμιο να είναι κοινοποιήσιμη προς τρίτους.

Μια τέτοιου είδους γραφή αναμένεται να εξυφανθεί μονάχα επί τη βάσει της εικασίας πως η αλήθεια ουδέποτε εξαντλείται στη γλωσσική της διατύπωση.

Η αλήθεια μας ήταν ανέκαθεν η ουσία μιας στιγμιαίας αιωνιότητας που περνούσε ψιθυριστά από νεκρό σε νεκρό, γι’ αυτό κι εκείνο που μας ζητήθηκε απ’ τον Νίκο Παναγιωτόπουλο μέσω του έργου του δεν ήταν τόσο να ασπαζόμαστε την αλήθεια ενάντια στο συμφέρον μας, όσο, αντίστροφα, το να φερόμαστε έτσι ώστε η αλήθεια να μη μας συμφέρει.

Εξού και οι ρόλοι που παίζουμε παίζουν κι αυτοί κάποιον ρόλο σε σχέση πάντα με την έλλειψη, κολυμπάνε, αποκοιμιούνται στα θερινά σινεμά και ξεγελούν τις στατιστικές των ατυχημάτων·  πιθανότατα, ο κάθε ρόλος απαιτεί τα δεδουλευμένα από τότε που μας χρησίμευε ως προσωπίδα τραγωδίας και όχι σαν μεταμφίεση για να διασχίζουμε τον χωροχρόνο με δελτίο παροχής υπηρεσιών.

Το αποκλείεις;

Η δική μας αλήθεια ασελγούσε επί παντός του επιστητού, της άρεσε να χτενίζει τα γαϊδουράκια, και είχε άψογα πάρε δώσε με το υδροξείδιο του ασβεστίου· εγώ δεν το’ξερα αλλά το έμαθα καθ’ οδόν ― ο Νίκος είχε αυτή τη γνώση στο αίμα του.

Τον Ιούλιο, όταν τριγύριζε αυτός ο άνθρωπος στις εξοχές, το μονοπάτι, το οποίο είχε χαθεί κάπου ανάμεσα στους θάμνους, τον ακολούθησε κατά πόδας για να βρει το κοιμητήριο ευκολότερα.

Να το βρει για ποιο λόγο; διότι αυτό ήταν το όριο όπου συγκλίνουν οι γραφές μαζί με τα μονοπάτια εκείνα που ξεκινούν από το τέλος τους, δηλαδή όλα.

Τι το ένοιαζε το μονοπάτι η συνάντηση της ανάγνωσης με τον θάνατο; έλα Χριστέ και Παναγιά!

Μακάρι να’χαμε αντιληφθεί γιατί και πώς αντιστεκόταν η διαδρομή στους πειρασμούς της αναγκαιότητας, στις διακυμάνσεις και στα πρωθύστερα!

Διορθώστε με αν κάνω λάθος αλλά ίσως εκεί ο Νίκος συνειδητοποίησε πως η δύναμη της Φύσης ήταν το αδύνατο σημείο της· στα παλιά αγκυροβόλια της γραφής έδεναν πλέον μόνον ναυάγια.

Περπατούσε εντούτοις πηγαίνοντας πάνω κάτω στα μονοπάτια με το θυμάρι και την κάπαρη, λες και τα μονοπάτια ήταν τίποτα ταξίμια ― και όντως, τώρα που το σκέφτομαι, το μονοπάτι δεν διδάσκεται, είναι αυθόρμητο και διαρκεί περίπου τέσσερα έως πέντε λεπτά.

Τα τζιτζίκια δεν είχαν υποψιαστεί πως το Απόλυτο μπορεί να γίνει σχετικό οποτεδήποτε, και με ήλιο και με φεγγάρι, και με μαΐστρο και με νοτιά ― εγώ στη θέση τους θα πρόσεχα.

Και οι μαραμένοι νερόκρινοι ― απογοήτευση!, ήταν εντέλει ζωντανοί, άρα μελλοθάνατοι!

Καθώς οι θάμνοι συγχωρούσαν ο ένας τις αμαρτίες του άλλου, ο Θεός εξέπεμπε ευωδία ζεστού ψωμιού και ο Νίκος τον καμάρωνε.

Η μηλολόνθη, ο ιχνεύμων και η βασίλισσα των μυρμηγκιών, όλα τα όντα που τον πλησίαζαν είχαν 40ο πυρετό και ανοσία στην εξωστρέφεια.

Αν θες να μάθεις τι υπαινισσόταν ο Νίκος Παναγιωτόπουλος όταν ασκούσε κριτική στην αντιπαλότητα Φύσης και Ιστορίας, συνυπολόγισε πως και τα ίδια τα βάσανα υποφέρουν μαζί με τον Homo sapiens και εξαιτίας του ― όλοι εκείνοι που προτιμούν τις σκηνοθεσίες ας πάνε να ζητιανέψουν αλλού.

Τίποτα δεν συνέβαινε χάρη στην Ιστορία, όμως χάρη στην Φύση πλήθος συμβάντων περιελίσσονταν γύρω απ’ την έκφραση σφύρα μου κλέφτικα.

Κοιμητήριο, στη γειτονιά που μεγάλωσε ο Νίκος, αποκαλούσαν έναν κήπο που, τις νύχτες, κατόπτριζε τους δαιδάλους των αστερισμών και, ως εκ τούτου, την Φύση δεν την κοιτούσες αλλά την έβλεπες διαβάζοντας, πρώτον, τα επίθετα και, δεύτερον, τα επιρρήματα.

Ας μη θυμίσω τις ευυπόληπτες εκδοχές των ρημάτων που κατέληξαν ομολογίες ότι οι πράξεις στερούνται υποκειμένου ― μια και το λεξιλόγιο αποθαρρύνει την ανιδιοτέλεια, ωραία θα’ταν να’μαστε νήπια, με τη σελήνη νηπιαγωγό.

Το φθινόπωρο φυτεύουμε τους Σταυρούς στα νεκροταφεία, την άνοιξη θέλουν πότισμα, το καλοκαίρι θα θεριστούν τα ονόματα τα χαραγμένα στο μάρμαρο, είτε δικαίως είτε αδίκως.

Δηλαδή είτε δικαίως είτε αδίκως ήταν γραμμένα στο μάρμαρο ― αφήνω τον θερισμό ασχολίαστο.

Εξάλλου, στο σύμπαν της σημασίας, όλες οι ώρες είναι ώρες ανάγκης.

Τι να ένιωθε το ανθρώπινο μάτι όταν έβλεπε τα κυπαρίσσια να ανθίστανται στον αυθορμητισμό της επανάληψης με τέτοια επιμονή;

Ένιωθε, πιθανόν, πως η εγκατάλειψη του στοχασμού παρασύρει και τους πιο επιδέξιους παρατηρητές των ουρανίων σωμάτων σε εκτιμήσεις με προσέγγιση τριανταέξι δεκαδικών.

Ίσως πάλι να πίστευε, contra errores Graecorum, ότι η γραφή δεν γράφει αλλά γράφεται κι ότι έτσι αντισταθμίζει το όνειδος απ’ το ότι της επιτρέπουν να ξεχνάει δίχως να την ξεχνούν.

Τα κυπαρίσσια και η Παράδοση ήταν φίλοι·  γι’ αυτό και λένε οι Τούρκοι, αν πεις ένα μυστικό σ’ έναν στενό σου φίλο, ίσως το πει σ’ έναν στενό του φίλο.

Διότι έχουν κι αυτοί Παράδοση.

Τα παραπάνω μετέφεραν οι νεκροί στον Παναγιωτόπουλο κι αυτός σ’ εμάς, κι εγώ σ’ εσάς, και πάει λέγοντας.

Μέσα σε τούτη την αλληλουχία των μεταφορών, θα’ταν συνετό να’ναι κανείς λιγάκι αγράμματος· το ignorantia juris non excusat όχι μόνον το παρακάμπτουμε προς ώρας αλλά η άγνοια του νόμου επιβάλλεται ― στην αντίθετη περίπτωση το έργο θα εμφανιστεί ακατανόητο.

Αναλόγως προοδεύει κι ο έρωτας ― δε σου το’πανε;

Το κόλπο είναι να κοιτάς με ολόκληρο το σώμα σου, όχι μόνον διά της οράσεως, ώστε να μην είναι πλέον το κάθε τι προσυμφωνημένο.

Αυτή την τέχνη μάς δίδαξαν, αυτήν θα μεταβιβάζαμε στους απογόνους μας: μιαν ελεγχόμενη ανυπακοή στους ευτελείς περιορισμούς των κανόνων που προασπίζονται τη χρησιμότητα.

Περισσότερα για του Νίκου τις πεποιθήσεις δεν ξέρω· ρωτήστε τον ίδιο.

Το ότι έφυγε κάποιος απ’ τη ζωή δεν σημαίνει ότι παύει να απαντάει στις ερωτήσεις μας.

Απεναντίας.

Για τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. Aπο τον Ευγένιο Αρανίτση Facebook Twitter
Ζωγραφιά του Τάση Παπαϊωάννου με τίτλο «Μυστικό Τοπίο», που κοσμεί το βιβλίο του Νίκου Α. Παναγιωτόπουλου «Σύσσημον ή Τα Κεφάλαια», Βιβλίο πρώτο
Απώλειες
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Παναγιωτόπουλος: «Δεν ξέρω γιατί έκανα ό,τι έκανα, που θα πει ήταν το ριζικό μου»

Οι Αθηναίοι / Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος (1945-2023): «Δεν ξέρω γιατί έκανα ό,τι έκανα, που θα πει ήταν το ριζικό μου»

Ο δημιουργός του «Σύσσημον ή τα κεφάλαια», ενός έπους της παρακμής που αποτελεί θηριώδες κατόρθωμα της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, μιλά για πρώτη φορά δημοσίως για το έργο του και τον εαυτό του, ως ο Αθηναίος της εβδομάδας, λίγες μέρες πριν το βιβλίο επανακυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό».
THE LIFO TEAM
Γιώργος Σεφέρης / Δοκιμές Ανάγνωση της Δοκιμής «Άγγελος Σικελιανός». Αναγνώστης ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

Αναγνώσεις / Γιώργος Σεφέρης / Δοκιμές Ανάγνωση της Δοκιμής «Άγγελος Σικελιανός». Αναγνώστης ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

Αναγνώσεις από «Το σπίτι της μνήμης». Με αφορμή τα 50 χρόνια από την απώλεια του ποιητή, το Μουσείο Μπενάκη προγραμμάτισε μια σειρά από εκδηλώσεις που πλαισιώνουν την έκθεση έργων ζωγραφικής της Λήδας Κοντογιαννοπούλου με τίτλο «Το σπίτι της μνήμης» στην Πινακοθήκη Γκίκα.
THE LIFO TEAM

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Roberto Cavalli (1940-2024): Ο σχεδιαστής που ταύτισε την υπερβολή με την επιτυχία

Μόδα & Στυλ / Roberto Cavalli (1940-2024): Ο σχεδιαστής που ταύτισε την υπερβολή με την επιτυχία

Πλασαρίστηκε σαν ροκ σταρ και αγάπησε όσοι λίγοι designers τις γυναίκες. Ο Ιταλός δημιουργός έφυγε από τη ζωή στα 83 του, αφήνοντας πίσω του ένα εξεζητημένο σύννεφο από aninal prints, σέξι εμπριμέ και ένα «εγχειρίδιο» για το πώς ένας σχεδιαστής μπορεί να είναι πιο αναγνωρίσιμος από τη μόδα που παράγει.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Μαουρίτσιο Πολίνι (1942-2024): Οι μεγάλες ηχογραφήσεις ενός θρυλικού πιανίστα της εποχής μας

Απώλειες / Μαουρίτσιο Πολίνι (1942-2024): Οι μεγάλες ηχογραφήσεις ενός θρυλικού πιανίστα της εποχής μας

Ο Ιταλός πιανίστας που καθόρισε τον μοντερνισμό, με σειρά ηχογραφήσεων έργων των Μπετόβεν και Σοπέν που σήμερα θεωρούνται κλασικές, πέθανε στα 82 του χρόνια.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Στη μνήμη του κορυφαίου σύγχρονου θεωρητικού και ιστορικού του σινεμά, Ντέιβιντ Μπόρντγουελ

Daily / Στη μνήμη του κορυφαίου σύγχρονου θεωρητικού και ιστορικού του σινεμά, Ντέιβιντ Μπόρντγουελ

Πέθανε πριν από λίγες μέρες στα 76 του ο επιφανής Αμερικανός πανεπιστημιακός που επί δεκαετίες καθοδηγούσε τους σπουδαστές κινηματογράφου ανά την υφήλιο με τα βιβλία του και με τον ακατάβλητο ενθουσιασμό του για το μέσο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΟΛΙΤΑΚΗΣ
Ηλίας Λογοθέτης: Ένας κάτοικος εντός της γλώσσας του Βιζυηνού

Θέατρο / Ηλίας Λογοθέτης (1939 - 2024): Ένας εργάτης του θεάτρου και του σινεμά που δεν υπήρξε σνομπ

Από τους Πέρσες του Κουν μέχρι το τηλεοπτικό Έτερος Εγώ Νέμεσις, ο Ηλίας Λογοθέτης διέσχισε όλα τα είδη με μπρίο, αξιοπρέπεια και ακατάβλητο ποιητικό οίστρο.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σέιζι Οζάουα, ο μαέστρος που γεφύρωσε την Ανατολική Ασία με τη Δυτική μουσική

Πολιτισμός / Σέιζι Οζάουα, ο μαέστρος που γεφύρωσε την Ανατολική Ασία με τη Δυτική μουσική

Οι νεότεροι μουσικοί έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν σημαντικό και επικοινωνιακό καθοδηγητή και οι δεξιοτέχνες της κλασικής μουσικής έναν πνευματώδη μαέστρο με την λιτή έκφραση της Ιαπωνίας.
EΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ