Με τον Ίκαρο Μπαμπασάκη στον Καπετάν Μιχάλη

Με τον Ίκαρο Μπαμπασάκη στον Καπετάν Μιχάλη Facebook Twitter
Φωτό: Photoharrie
0

Μέσα δεκαετίας του ’90. Στο καφενείο της οδού Φειδίου, εκεί πίσω από τη «μυστική» έξοδο του σινέ Ιντεάλ (απ’ όπου παλιά μπαίναμε τσάμπα, αντίστροφα απ’ τη ροή των θεατών που έβγαιναν από την προηγούμενη παράσταση), δημοσιογράφοι της (διαγωνίως απέναντι) «Απογευματινής», φοιτητές σε μετα-συνελευσιακές συζητήσεις, κλασικοί ηλικιωμένοι θαμώνες ετών και μια παρέα με αραδιασμέ- να βιβλία στα τραπέζια και ιντελεκτουέλ εμφάνιση. Στα πολυκαιρισμένα ηχεία (που τα πρίμα τα κάνουν να τρίζουν) ακούγεται η φωνή του Toμ Γουέιτς, ένα κομμάτι απ’ το μυθικό «Black Rider» (το σάουντρακ απ’ τη θεατρική συνεργασία του Μπομπ Ουίλσον με τον Ουίλιαμ Μπάροουζ) και η παρέα χορεύει μέσα στο ήσυχο καφενείο, σαν να βρισκόταν σε ντισκοτέκ.

«Άλλη μια φορά είχαμε έρθει εδώ με τον μουσουργό, τον Χάρη Βρόντο, ο οποίος είχε κάνει τους “Δαιμονισμένους” κι είχε μαζί του μια κασέτα μ’ ένα έργο που μόλις είχε γράψει και το βάλαμε στο κασετόφωνο του μαγαζιού να το ακούσουμε. Κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε». Είναι ένα ζεστό και ύγρο απόγευμα στη Φειδίου και ο Ίκαρος Μπαμπασάκης με περιμένει στο τραπεζάκι έξω, στο πεζοδρόμιο, διαβάζοντας τον Φόνο στο Κιμπούτς της Μπάτυα Γκουρ, ενώ από μέσα ακούγεται μια παρέα συνδικαλιστών που διαπληκτίζεται για το μνημόνιο και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα. Μέσα, στους τοίχους, καδράκια με αφίσες από ελληνικές ταινίες και φωτογραφίες από τους θαμώνες σε λίγο μεθυσμένα ενσταντανέ.

«Ο πυρήνας της παρέας μου ήταν ο Βακαλόπουλος, ο Αρανίτσης, ο μακαρίτης ο Ηλίας ο Λάγιος, ο Μανουσάκης, που έκανε τις εκδόσεις Ερατώ, ο Τάσος ο Γουδέλης από το “Δέντρο”, ο Βασίλης Καβαθάς ο δημοσιογράφος, ο Μάνος ο Στεφανίδης. Όλοι εδώ μαζευόμασταν. Άλλο μας στέκι ήταν ο Παπασπύρου στο Σύνταγμα, εκεί που είναι τώρα τα McDonalds, γιατί είχαμε μάθει ότι περνούσαν κατά καιρούς ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, o Γκρέγκορι Κόρσο και άλλοι της beat γενιάς και περιμέναμε μπας και τους πετύχουμε. Αυτοί έρχονταν γιατί έμενε εδώ ο Άλαν Άνσεν, ο οποίος αργότερα, που τον γνωρίσαμε, μας το επιβεβαίωσε κιόλας. Βέβαια, δεν πετύχαμε ποτέ κανέναν. Επίσης, πηγαίναμε στον Ιπποπόταμο στη Δελφών, στον Τιπούκειτο, όπου τραγουδούσε ο Λάκης ο Παππάς, σ’ ένα φοβερό γαλακτοζαχαροπλαστείο, το Ρεφραίν, στην Πατησίων, όπου μαζεύονταν αναρχικοί και είχε φοβερές κρέμες, στο Au Revoir, στο Galaxy, που τότε ήταν στην απέναντι πλευρά της στοάς, εκεί που ήταν οι εκδόσεις Ζαχαρόπουλος και τα παπούτσια Πέρλα, στον Λώρα στη Μαβίλη, όπου πηγαίναμε τα πρωινά και πίναμε παρέα με γιατρούς και δικηγόρους, και στον Μπόκολα στην πλατεία Κολωνακίου, όπου σύχναζαν χήρες αξιωματικών κι ήταν λογοτεχνικό στέκι πριν γίνει Da Capo».

Ο Ίκαρος είναι συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής, λένε τα βιογραφικά του -κι έτσι είναι-, αλλά είναι κυρίως ένας ζωντανός κινηματογραφικός ήρωας. Θα μπορούσε να είναι ο Χάρβεϊ Καϊτέλ από το Λίγος καπνός ακόμη (την ταινία που συνέγραψαν και συν-σκηνοθέτησαν ο Πολ Όστερ με τον Γουέιν Γουάνγκ) ή κά- ποιος χαρακτήρας από μια ταινία του Αντονιόνι (o Ντέιβιντ Χέμινγκς από το Blow Up;), ένας Έλληνας beat, φανατικός του Captain Beefheart, του σκακιού, των βουνών και της επιτραπέζιας αντισφαίρισης. «Από την εφηβεία μου έχω κάποια κολλήματα, τα οποία κρατάω. Μεγαλώνοντας κάνεις κύκλους, αλλά πάντα είσαι στο ίδιο θέμα. Είναι το νουάρ, οι μπίτνικς, οι καταστασιακοί, ο εμφύλιος της Ισπανίας, ο Ντοστογιέφσκι, ο Παπαδιαμάντης, ο Πεντζίκης. Η δική μου η παρέα πέρασε ξώφαλτσα απ’ το πανκ, παρόλο που ξέσπασε πάνω στη δική μου γενιά. Ουσιαστικά, λόγω επαφής μας με την beat λογοτεχνία και την αγάπη για τον Παπαδιαμάντη, στραφήκαμε προς την τζαζ και τους τροβαδούρους, ακούγαμε Μπόμπ Ντίλαν, Λέοναρτν Κοέν, και μετά ανακαλύψαμε τον Τομ Γουέιτς και τον Νικ Κέιβ. Είχαμε φτιάξει μια α-λήτ, μια λαϊκή ελίτ, όπου γίνονταν ομηρικοί καβγάδες. Για μας ήταν ηλίθιος όποιος δεν διάβαζε Μπέκετ.

Έξω ο κόσμος ασχολιόταν με το "Καπνισμένο Τσουκάλι" του Λεοντή, με την ΚΝΕ, με τον Θωμά Μπακαλάκο που τραγουδούσε τα αγροτικά, με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, κι εμείς συζητούσαμε για τον αν ο Βιμ Βέντερς πρόδωσε την Πατρίτσια Χάισμιθ με τα νουάρ, όταν έκανε τον Αμερικανό Φίλο, ή αν υπηρέτησε το είδος». Ένας φίλος του Ίκαρου πλησιάζει το τραπέζι. Είναι ο νομικός του σύμβουλος, ο Γιώργος, ένας υπέροχος, ευγενικός κύριος. Πιάνουν κουβέντα για τον ορισμό της ευτυχίας. Έχει νυχτώσει. Ο Ίκαρος φοράει τα γυαλιά ηλίου του κι επιχειρεί μια χαμηλή πτήση πάνω από την Ομόνοια, εκεί, πάνω από την οδό Δεληγιώργη, όπου όταν ήταν 16 ετών μετακόμισε η οικογένειά του, γιατί ο πατέρας του ήταν αεροπόρος και γι’ αυτό τον είχε βαπτίσει Ίκαρο.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Το κρασί με απλά λόγια / Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Ένα podcast από την Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και τον Παναγιώτη Ορφανίδη αφιερωμένο σε έναν πιονέρο του ελληνικού αμπελώνα, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
THE LIFO TEAM
Τα μυστήρια της κουζίνας του λιμανιού

Γεύση / Mε τα«δώρα» του λιμανιού θα μαγειρέψεις τα ωραιότερα φαγητά

Κάβουρες από τα βαθιά νερά, φλογάτες σκορπίνες, μαγιάτικα στον φούρνο και άλλα ψάρια που δεν φτάνουν στον πάγκο του ιχθυοπώλη. Η βόλτα στο λιμάνι είναι πηγή έμπνευσης για τους σπιτικούς μάγειρες.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Γλυκιά Σύρος: Ζαχαροπλάστες, συνταγές και μνήμες από το παρελθόν της Ερμούπολης

Γεύση / Γλυκιά Σύρος: Παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία και συνταγές από την Ερμούπολη

Αμυγδαλωτά, χαλβαδόπιτες, νουγκατίνες, σφολιάτσες και πολλά ακόμη παραδοσιακά γλυκά, μαζί με μια ιστορία 200 χρόνων, αναδεικνύουν την Ερμούπολη σε βασίλισσα της ζαχαροπλαστικής.
ΝΙΚΗ ΜΗΤΑΡΕΑ
Η Ταβέρνα «Πλάτων» στο Βούπερταλ

Γεύση / «Kάθε φορά που μυρίζω ούζο, θυμάμαι την ταβέρνα Πλάτων στο Βούπερταλ»

Ο Παύλος και η Ελένη, μετανάστες στη Γερμανία, δημιούργησαν μια αυθεντική ελληνική ταβέρνα, που εδώ και τρεις δεκαετίες σερβίρει απλά αλλά πεντανόστιμα πιάτα και είναι διάσημη για τον λεπτοκομμένο χειροποίητο γύρο της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η αγκινάρα

Γεύση / «Ο καλύτερος μεζές είναι η κεφαλή της άγριας αγκινάρας»

Χοιρινό με αγκιναρόφυλλα κοκκινιστά στη Σητεία, κεφαλές αγκινάρας γεμιστές με ρύζι στην Κάσο και αγκινάρες-μουσακά στην Άνδρο: η αγκινάρα δίνει τόσο πολλά τη στιγμή που διεκδικεί μόνο το ελάχιστο.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Aspasia: Πώς η Σταυριανή Ζερβακάκου έστησε ένα εστιατόριο-προορισμό

Γεύση / Aspasia: Ένα εστιατόριο που ανταμείβει κάθε στροφή του δρόμου προς τη Μάνη

Στο απόγειο της φήμης της, η Σταυριανή Ζερβακάκου αποφάσισε να επιστρέψει σε έναν τραχύ τόπο και να στήσει ένα εστιατόριο-προορισμό σε έναν μικρό ορεινό οικισμό, αξιοποιώντας στην κουζίνα της όσα άγρια της δίνει το μέρος.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Η άνοιξη και το καλοκαίρι της ρίγανης

Γεύση / H ρίγανη που δίνει γεύση στα καλοκαίρια μας

Είναι το πιο δημοφιλές μυριστικό της Aνατολικής Μεσογείου και δίνει ιδέες για μερικά από τα πιο αντιπροσωπευτικά καλοκαιρινά εδέσματα, όπως η ριγανάδα, ο ντάκος, η χωριάτικη σαλάτα και οι ριγανάτες σαρδέλες.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ