Η παραγωγή τροφής για κατοικίδια από έντομα δεν ήταν ποτέ το πρώτο πλάνο των Ευρωπαίων εκτροφέων. Ήταν το τελευταίο καταφύγιο, όπως λένε οι ίδιοι, για να επιβιώσουν οικονομικά.
«Ξυπνάω κάθε πρωί για τα ψάρια, όχι για να ταΐζω τα κατοικίδια», δηλώνει στο Politico ο Σέμπαστιεν Κρεπιέ, διευθύνων σύμβουλος της γαλλικής εταιρείας Invers, που εκτρέφει αλευροσκώληκες στην περιφέρεια Ωβέρνη-Ροδανός-Άλπεις. Η αρχική πρόθεση, εξηγεί, ήταν να προσφέρουν μια βιώσιμη εναλλακτική στην πρωτεΐνη του ιχθυαλεύρου, που οδηγεί σε υπεραλίευση και απώλεια θαλάσσιας βιοποικιλότητας.
Αν και η Κομισιόν το 2017 ενέκρινε τη χρήση εντομοπρωτεΐνης στην ιχθυοκαλλιέργεια και επεκτάθηκε το 2022 σε χοίρους και πτηνά, δεν απαγόρευσε ποτέ το φθηνότερο και περιβαλλοντικά καταστροφικό ιχθυάλευρο. «Αν συνεχίσουμε να ανταγωνιζόμαστε ένα προϊόν που προέρχεται ελεύθερα από τη θάλασσα, θα πεθάνουμε όλοι», λέει ο Κρεπιέ.
Απογοητευμένοι από την αδυναμία να μπουν στον κλάδο των ιχθυοτροφών, πολλοί παραγωγοί εντόμων στράφηκαν στην τροφή για κατοικίδια. Παρουσιάζεται ως «υποαλλεργική» και «οικολογική» λύση, ωστόσο η διείσδυσή της στην αγορά είναι μόλις 0,5%, ενώ οι παραδοσιακές τροφές κυριαρχούν. Ο Κρεπιέ παραδέχεται πως μόνο εάν υιοθετηθεί από γίγαντες του κλάδου όπως η Purina ή η Acana θα μπορούσε να εδραιωθεί.
Ωστόσο, περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως η Eurogroup for Animals και η Compassion in World Farming αμφισβητούν τη βιωσιμότητα της λύσης. Όπως επισημαίνουν, τα έντομα συχνά εισάγονται, χρειάζονται υψηλές θερμοκρασίες και υγρασία για να εκτραφούν, ενώ οι ισχυρισμοί περί υποαλλεργικότητας δεν στηρίζονται επαρκώς επιστημονικά.
Η Κομισιόν αντιμετωπίζει επίσης κριτική για το ότι απαγορεύει τη χρήση μαγειρικών υπολειμμάτων για τη διατροφή των εντόμων, οδηγώντας έτσι τους παραγωγούς να ταΐζουν τα έντομα με τροφικά υποπροϊόντα που ήδη χρησιμοποιούνται για χοίρους και βοοειδή. Η Σουηδή καθηγήτρια Κρισέλια Λαλέντερ υποστηρίζει ότι αυτό καθιστά τον κλάδο λιγότερο βιώσιμο απ’ όσο θα μπορούσε να είναι.
Η Κομισιόν δικαιολογεί τη θέση της επικαλούμενη κινδύνους μετάδοσης ασθενειών από τα μαγειρικά απόβλητα (π.χ. αφρικανική πανώλη, γρίπη των πτηνών), ενώ αναγνωρίζει ότι τα έντομα δεν μεταδίδουν την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών (νόσος των τρελών αγελάδων). Παρά ταύτα, διατηρεί την απαγόρευση, επικαλούμενη προληπτικά μέτρα.
Η Λαλέντερ υποστηρίζει ότι η σωστή επεξεργασία (ζύμωση, ξήρανση, θερμική επεξεργασία) μπορεί να εξαλείψει τους υγειονομικούς κινδύνους, καθιστώντας εφικτή μια κυκλική οικονομία με χρήση αποβλήτων. Ωστόσο, αναγνωρίζει ότι τα κόστη μιας τέτοιας αλυσίδας παραγωγής —σε αντίθεση με τη γραμμική και φθηνή χρήση σόγιας ή ιχθυαλεύρου— κάνουν το τελικό προϊόν ακριβότερο και εμπορικά μη ανταγωνιστικό.
«Τα πάντα που είναι βιώσιμα χάνουν. Είναι πάντα πιο εύκολο να παίρνεις από τη φύση — γιατί είναι δωρεάν», λέει ο Κρεπιέ, εκφράζοντας το αδιέξοδο ενός κλάδου που γεννήθηκε ως ελπιδοφόρος και βιώσιμος, αλλά νικήθηκε από το ρυθμιστικό πλαίσιο της Ε.Ε. και την αγορά που επιβραβεύει το φθηνό εις βάρος του βιώσιμου.