ΣΤΙΣ 17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2022, πριν ακόμα χαράξει, η αστυνομία στο Γκιγκ Χάρμπορ της Ουάσινγκτον βρήκε το άψυχο σώμα του 13χρονου Τζέι Τέιλορ πίσω από ένα σούπερ μάρκετ. Ένα λευκό καλώδιο ήταν περασμένο στον λαιμό του και κρεμόταν από έναν φράχτη. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ένα iPhone ήταν στημένο στο έδαφος, με την κάμερά του στραμμένη πάνω του.
Αρχικά, θεωρήθηκε αυτοκτονία. Όμως μέσα σε λίγες μέρες αποκαλύφθηκε πως ο θάνατος του Τζέι είχε μεταδοθεί ζωντανά στο Instagram, ενώ μια ομάδα χρηστών τον καθοδηγούσε βήμα βήμα – πότε να το κάνει, με ποιον τρόπο, ακόμη και πώς να σταθεί. Ήταν μια εφιαλτική μορφή διαδικτυακής κακοποίησης που ούτε οι αρχές ούτε οι γονείς του μπορούσαν να φανταστούν.
Από το πένθος στη φρίκη
Ο Τζέι ήταν δημιουργικός, ήσυχος και ευγενικός. Λάτρευε το πλέξιμο και τις χειροτεχνίες, έφτιαχνε δώρα για τους συγγενείς του και είχε ξεκινήσει να πουλά τις δημιουργίες του στο Etsy. Είχε επίσης αρχίσει τη διαδικασία της φυλομετάβασης, μια διαδικασία που οι γονείς του στήριξαν με αγάπη.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν το μοτίβο του: έβαζε στόχο ψυχικά ευάλωτα κορίτσια, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και τις εκβίαζε με γυμνές φωτογραφίες. Τις ανάγκαζε να χαράξουν το όνομά του στο δέρμα τους, να βασανίσουν ζώα και να μεταδώσουν τις πράξεις τους online.
Όμως η πανδημία τον βύθισε στην απομόνωση. Ανέπτυξε διατροφική διαταραχή και άρχισε να αυτοτραυματίζεται. Οι γονείς του τον έστειλαν σε θεραπευτικά προγράμματα και του έθεσαν περιορισμούς στη χρήση του διαδικτύου. Παρ’ όλα αυτά, ο Τζέι έβρισκε διέξοδο στις online κοινότητες – πρώτα σε υποστηρικτικές LGBTQ+ ομάδες, έπειτα σε πιο σκοτεινά φόρουμ.
Μετά τον θάνατό του, οι γονείς του έλαβαν μήνυμα από μια έφηβη στην Αυστραλία: υπήρχε ένα βίντεο που έπρεπε να δουν. Στο υλικό φαινόταν ο Τζέι να αυτοκτονεί, ενώ χρήστες σχολίαζαν και τον ενθάρρυναν. «Πρέπει να τους σταματήσετε», έγραψε το κορίτσι. Έτσι ξεκίνησε η έρευνα του FBI.
Τα αρπακτικά του «764»
Ο πράκτορας Πάτρικ ΜακΜόνιγκλ και ο συνάδελφός του από το τοπικό γραφείο του FBI κλήθηκαν να βοηθήσουν. Αν και ανήκαν σε αντιτρομοκρατική μονάδα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα είδος «ψηφιακής τρομοκρατίας». Τα ίχνη οδηγούσαν σε ένα δίκτυο γνωστό ως «764», μια ομάδα που ιδρύθηκε από έναν 15χρονο στο Τέξας και εξελίχθηκε σε διεθνή κοινότητα σαδιστών που έβαζαν στο στόχαστρο ευάλωτα παιδιά.
Στόχος τους: να αποσπούν φωτογραφίες, να τα εξαναγκάζουν σε αυτοτραυματισμούς και, τελικά, να πείθουν τα θύματα να αυτοκτονήσουν, μεταδίδοντας τη στιγμή ως «τρόπαιο». Όσο πιο σοκαριστικές πράξεις προκαλούσαν, τόσο μεγαλύτερο κύρος είχαν οι χρήστες.
Οι πράκτορες προσπάθησαν να πείσουν τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς να ανοίξουν την υπόθεση, όμως πολλοί θεωρούσαν πως δεν υπήρχε σαφές έγκλημα από νομικής πλευράς. Μόνο χάρη στην επιμονή μιας εισαγγελέως που ασχολούνταν με θέματα παιδικής κακοποίησης κατάφεραν να εκδώσουν κλητεύσεις προς πλατφόρμες όπως το Instagram και το Discord.
Τα δεδομένα αποκάλυψαν έναν βασικό ύποπτο στην Ευρώπη: έναν νεαρό στο Αμβούργο που δρούσε με το ψευδώνυμο «White Tiger».
Ο White Tiger
Πίσω από το όνομα κρυβόταν ο Σαχριάρ, 18 ετών, φοιτητής Ιατρικής ιρανικής καταγωγής. Το FBI εντόπισε χιλιάδες βίντεο και φωτογραφίες παιδικής κακοποίησης που είχε αποθηκεύσει, καθώς και συνομιλίες στις οποίες καυχιόταν πως «χειραγωγεί παιδιά για να αυτοτραυματιστούν ή να πεθάνουν».
Οι ερευνητές ανακάλυψαν το μοτίβο του: έβαζε στόχο ψυχικά ευάλωτα κορίτσια, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και τις εκβίαζε με γυμνές φωτογραφίες. Τις ανάγκαζε να χαράξουν το όνομά του στο δέρμα τους, να βασανίσουν ζώα και να μεταδώσουν τις πράξεις τους online.
Μία από αυτές, μια 12χρονη από τη Σκανδιναβία, αντιστάθηκε στην αυτοκτονία. Αντί να πεθάνει, στρατολογήθηκε – και ήταν αυτή που γνώρισε τον Τζέι. Με τις οδηγίες του White Tiger, τον έπεισε να συμμετάσχει σε μια «συλλογική αυτοκτονία». Εκείνη τη νύχτα, καθώς μιλούσαν στο Instagram, ο White Tiger παρενέβη, παριστάνοντας μια άλλη κοπέλα, και καθοδήγησε τον Τζέι μέχρι το τέλος.
Το αδιέξοδο
Το FBI είχε συγκεντρώσει συντριπτικά στοιχεία, όμως δεν είχε δικαιοδοσία στη Γερμανία. Το 2023, οι πράκτορες ταξίδεψαν στο Αμβούργο για να παρουσιάσουν την υπόθεση στις τοπικές αρχές. Τους έδειξαν βίντεο, συνομιλίες, αποδείξεις – όμως η συνάντηση έκλεισε χωρίς δεσμεύσεις.
Ο ΜακΜόνιγκλ γύρισε στις ΗΠΑ απογοητευμένος. Οι εφιάλτες, το άγχος και οι ενοχές τον κατέβαλαν. Ένιωθε ότι δεν είχε καταφέρει να προστατεύσει άλλα παιδιά. Τελικά παραιτήθηκε το 2024, ύστερα από 16 χρόνια στην υπηρεσία. «Με τσάκισε», είπε για την υπόθεση.
Η σύλληψη
Έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 2025, έφτασε το μήνυμα που περίμενε: η γερμανική αστυνομία συνέλαβε τον Σαχριάρ. Στο σπίτι του βρέθηκαν τεραμπάιτ υλικού κακοποίησης, μαχαίρια, όπλα και εγχειρίδια για εκρηκτικά και βιολογικά όπλα. Οι αρχές δήλωσαν ότι σκόπευε να περάσει «από τον ψηφιακό βασανισμό στη φυσική πράξη» μέσα από την Ιατρική.
Κατηγορήθηκε για 123 πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης, βίας και για μία ανθρωποκτονία – του Τζέι Τέιλορ. Αργότερα προστέθηκαν 81 επιπλέον κατηγορίες, μεταξύ των οποίων πέντε απόπειρες δολοφονίας.
Οι Γερμανοί εισαγγελείς παραδέχτηκαν ότι καθυστέρησαν: έπρεπε να ξεκινήσουν την έρευνα από το μηδέν, καθώς τα στοιχεία του FBI δεν ήταν νομικά αποδεκτά στη Γερμανία. Κανείς δεν γνωρίζει πόσα παιδιά υπέστησαν κακοποίηση όσο ο Σαχριάρ κυκλοφορούσε ελεύθερος.
Οι γονείς και η παρακαταθήκη του Τζέι
Η μητέρα του Τζέι, Λέσλι, έγινε ψυχοθεραπεύτρια και εργάζεται με εφήβους που αυτοτραυματίζονται. Δουλεύει από το παλιό δωμάτιο του γιου της, ανάμεσα στα πλεκτά του και τα παιχνίδια του. «Αν εκείνο το βράδυ μιλούσε με κάποιον που πραγματικά νοιαζόταν, θα ζούσε ακόμη», λέει.
Ο πατέρας του, Κόλμπι, αγωνίζεται να θεσπιστεί ο «νόμος του Τζέι» που θα καθιστά ποινικά κολάσιμη την «ψηφιακή συνέργεια σε αυτοκτονία». Πιστεύει πως οι πλατφόρμες πρέπει να λογοδοτήσουν για την ελευθερία δράσης που προσφέρουν σε τέτοια αρπακτικά.
Στο τραπέζι της κουζίνας του, ανάμεσα στα αποδεικτικά στοιχεία που τους επέστρεψε το FBI, ο Κόλμπι ανοίγει ξανά τον φορητό υπολογιστή του γιου του. Προσπαθεί να καταλάβει∙ όχι για να αναβιώσει τον πόνο αλλά για να βρει τα λόγια και τις πράξεις που θα σώσουν το επόμενο παιδί.