Οι τελωνειακοί δασμοί 30% που ανήγγειλε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ πως θα επιβληθούν στα εισαγόμενα προϊόντα από την Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να έχουν κόστος ως ακόμη και 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για τις αμερικανικές οικογένειες και τον αγροβιομηχανικό τομέα της Ιταλίας.
Πρόκειται για εκτίμηση που έκανε χθες Σάββατο ο κυριότερος συλλογικός φορέας εκπροσώπησης του αγροβιομηχανικού τομέα της Ιταλίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε χθες πως θα επιβληθούν τελωνειακοί δασμοί 30% στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό και την ΕΕ, παρά τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται για να αποτραπεί αυτό μέχρι τη νέα προθεσμία που όρισε (1η Αυγούστου).
Σύμφωνα με ανακοίνωση του συνδέσμου Coldiretti, «ο αντίκτυπος σε όρους τιμών για τους Αμερικανούς καταναλωτές θα έχει, αναπόφευκτα, επιπλοκές για τις ιταλικές εταιρείες» του κλάδου. «Η μείωση της κατανάλωσης μεταφράζεται αναπόφευκτα σε απούλητα προϊόντα για τις ιταλικές επιχειρήσεις, που θα αναγκαστούν να αναζητήσουν νέες αγορές», εξήγησε, υπογραμμίζοντας «τον κίνδυνο απομιμήσεων» και το ότι οι ΗΠΑ «είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως τροφίμων με ψευδή ετικέτα Made in Italy».
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Coldiretti, με τους δασμούς 30%, οι τιμές ορισμένων εμβληματικών προϊόντων που παράγονται στην Ιταλία, όπως τα τυριά, τα κρασιά, οι επεξεργασμένες τομάτες, τα γεμιστά ζυμαρικά, γλυκά όπως οι μαρμελάδες σε κονσέρβες και άλλα θα αυξηθούν δραματικά.
«Η επιβολή τελωνειακών δασμών 30% στα ευρωπαϊκά αγροδιατροφικά προϊόντα, άρα και στα ιταλικά, θα καταφέρει σκληρό πλήγμα στην πραγματική οικονομία, στις αγροτικές επιχειρήσεις (...) αλλά και στους αμερικανούς καταναλωτές, οι οποίοι θα στερούνται τα αυθεντικά προϊόντα ή θα υποχρεώνονται να τα πληρώνουν πολύ πιο ακριβά», σχολίασε ο Έτορε Πραντίνι, ο πρόεδρος του Coldiretti, σύμφωνα με ανακοίνωση του συλλογικού φορέα.
Η εφαρμογή αυτών των δασμών θα σηματοδοτούσε «την απόλυτη αποτυχία της πολιτικής της (προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλας) φον ντερ Λάιεν», πρόσθεσε.
Η ΕΕ, αρμόδια για τις διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ εξ ονόματος των 27 κρατών-μελών της, επέκρινε έντονα την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου Τραμπ, διαβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι συνεχίζει να επιθυμεί να κλείσει συμφωνία για το εμπόριο με την Ουάσινγκτον.
Ακολουθεί ολόκληρη η δήλωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν: «Σημειώνουμε την επιστολή που έστειλε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ, στην οποία περιγράφεται ένας αναθεωρημένος δασμολογικός συντελεστής και ένα νέο χρονοδιάγραμμα. Η επιβολή δασμών 30% στις εξαγωγές της ΕΕ θα διατάρασσε βασικές διατλαντικές αλυσίδες εφοδιασμού, εις βάρος των επιχειρήσεων, των καταναλωτών και των ασθενών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Λίγες οικονομίες στον κόσμο είναι ανοιχτές και τηρούν δίκαιες εμπορικές πρακτικές, στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ έχει δώσει σταθερά προτεραιότητα σε μια λύση κατόπιν διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη δέσμευσή μας για διάλογο, σταθερότητα και μια εποικοδομητική διατλαντική εταιρική σχέση. Παραμένουμε έτοιμοι να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για μια συμφωνία έως την 1η Αυγούστου. Ταυτόχρονα, θα λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των συμφερόντων της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης αναλογικών αντιμέτρων, εάν χρειαστεί. Εν τω μεταξύ, συνεχίζουμε να εμβαθύνουμε τις παγκόσμιες συνεργασίες μας, βασισμένες σταθερά στις αρχές του διεθνούς εμπορίου που βασίζεται σε κανόνες».
Επίσης, ο πρόεδρος Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Αντόνιο Κόστα στο μήνυμά του στο Χ για τους εμπορικούς δασμούς δηλώνει την στήριξή του στην Ούρσουλα Φον ντερ Λάϊεν και «τις προσπάθειες της Κομισιόν για την επίτευξη μιας δίκαιης συμφωνίας με τις ΗΠΑ». «Το ελεύθερο και δίκαιο εμπόριο οδηγεί στην ευημερία, δημιουργεί θέσεις εργασίας και ενισχύει τις αλυσίδες εφοδιασμού. Οι δασμοί είναι φόροι. Τροφοδοτούν τον πληθωρισμό, δημιουργούν αβεβαιότητα και εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη. Θα συνεχίσουμε να οικοδομούμε ισχυρές εμπορικές συνεργασίες παγκοσμίως. Η ΕΕ παραμένει σταθερή, ενωμένη και έτοιμη να προστατεύσει τα συμφέροντά μας, υποστηρίζοντας πλήρως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής».
Με πληροφορίες από AFP, ΑΠΕ-ΜΠΕ και Reuters