Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, καταδικασμένος για τη δολοφονία της συζύγου του Καρολάιν στα Γλυκά Νερά, θα υποβάλει αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Εφετείου, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε ο δικηγόρος του.
Υπενθυμίζεται ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο της Αθήνας καταδίκασε τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο σε ισόβια για τη δολοφονία της Καρολάιν Κράουτς και σε 11,5 ετών πρόσκαιρη κάθειρξη κατά συγχώνευση για τη θανάτωση σκύλου της οικογένειας, την ψεύδη καταγγελία και την ψεύδη κατάθεση κατ’ εξακολούθηση, καθώς επιπλέον του επεβλήθη και χρηματικό πρόστιμο 21.000 ευρώ.
Μιλώντας στον ΑΝΤ1, ο δικηγόρος του γυναικοκτόνου αναφέρθηκε στην ανάγκη να ακουστούν πτυχές της υπόθεσης που δεν παρουσιάστηκαν στην πρώτη διαδικασία.
«Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη το έχει ο καθένας, θέλουμε μια δίκαιη δίκη και να ακουστούν πράγματα που δεν ειπώθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο», δήλωσε ο Αλέξανδρος Παπαϊωαννίδης.
Ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος είχε μεταφερθεί χωρίς τη δική του γνώση στις φυλακές Μαλανδρίνου, ενώ του διορίστηκαν δύο συνήγοροι χωρίς να ενημερωθεί, γεγονός που, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, συνιστά λόγο ακύρωσης της διαδικασίας. Το ζητούμενο από την πλευρά του γυναικοκτόνου Μπάμπη Αναγνωστόπουλου δεν είναι να αλλάξει η ομολογία του καταδικασθέντος, αλλά να εξεταστούν όσα διαδραματίστηκαν γύρω από το έγκλημα, πληρέστερα. «Είναι άνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του τερματίστηκε, δεν υπάρχει τίποτα γι' αυτόν, υπάρχει καμένη γη» κατέληξε ο δικηγόρος του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου.
Το χρονικό της γυναικοκτονίας της Καρολάιν Κράουτς
Η γυναικοκτονία της Καρολάιν Κράουτς στα Γλυκά Νερά, τον Μάιο του 2021, συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία και αποτέλεσε σημείο καμπής στον δημόσιο διάλογο για τη βία κατά των γυναικών.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 11ης Μαΐου 2021, η 20χρονη Καρολάιν Κράουτς βρέθηκε νεκρή στη σοφίτα του σπιτιού της στα Γλυκά Νερά Αττικής.
Οι αστυνομικοί που έσπευσαν στο σημείο αντίκρισαν ένα αποτρόπαιο σκηνικό: η Καρολάιν κείτονταν νεκρή στο κρεβάτι, το 11 μηνών βρέφος της έκλαιγε δίπλα της, ενώ ο 33χρονος σύζυγός της, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος, ήταν δεμένος χειροπόδαρα και φιμωμένος στο πάτωμα. Στον ίδιο χώρο βρέθηκε κρεμασμένος στην κουπαστή της σκάλας ο σκύλος της οικογένειας, τον οποίο κάποιος είχε στραγγαλίσει με το λουρί του.
Σύμφωνα με την κατάθεση του Αναγνωστόπουλου στην αστυνομία, το ζευγάρι είχε πέσει θύμα βίαιης ληστείας εκείνο το βράδυ. Ο ίδιος περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια μια εφιαλτική εισβολή τριών κουκουλοφόρων ληστών, που δήθεν τρύπωσαν από ένα παράθυρο υπογείου χωρίς να αφήσουν ίχνη διάρρηξης. Στο αφήγημά του, οι «ληστές» σκότωσαν τον σκύλο επειδή γάβγιζε συνεχώς και ανέβηκαν στη σοφίτα όπου βρισκόταν το ζευγάρι και το μωρό. Υποστήριξε ότι οι δράστες τον ακινητοποίησαν δένοντάς τον σε μια καρέκλα, ενώ απαιτούσαν υπό την απειλή όπλου χρήματα και τιμαλφή. Είπε ότι μιλούσαν σπαστά ελληνικά, αφήνοντας να εννοηθεί πως ίσως ήταν αλλοδαποί.
Όπως ανέφερε ο 32χρονος πιλότος στην πρώτη του κατάθεση, αποκάλυψε αμέσως στους ληστές που είχε κρυμμένα 10.000 ευρώ – σε ένα παιδικό παιχνίδι στον ημιώροφο του σπιτιού – με την ελπίδα να λήξει γρήγορα το μαρτύριο. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι εκείνοι συνέχισαν να ψάχνουν μανιωδώς, φωνάζοντας «πού είναι τα λεφτά;», σαν να γνώριζαν ότι υπήρχαν κι άλλα μετρητά κρυμμένα.
Ο Αναγνωστόπουλος ζωγράφισε μια σκηνή τρόμου στην κατάθεσή του: «Άκουγα τη γυναίκα μου να φωνάζει συνέχεια για βοήθεια, δεμένη πάνω στο κρεβάτι, κι εγώ ουρλιάζαμε και εκλιπαρούσαμε για να μη μας κάνουν κακό», δήλωσε, περιγράφοντας ότι οι ληστές απείλησαν ακόμη και το μωρό τους με όπλο. Υποστήριξε πως η Καρολάιν, έχοντας γνώση πολεμικών τεχνών, προσπάθησε να αντιδράσει όταν οι εισβολείς σημάδεψαν το παιδί, αλλά ο «αρχηγός» των ληστών την ακινητοποίησε και την σκότωσε προκαλώντας ασφυξία. «Το μωρό έκλαιγε, η γυναίκα μου φώναζε πνιχτά… Ξαφνικά έφυγαν από το δωμάτιο, ενώ σταμάτησα να ακούω τη φωνή της», είπε στους αστυνομικούς, υποστηρίζοντας πως οι δράστες διέφυγαν αφού πρώτα τον έδεσαν και τον φίμωσαν, με αποτέλεσμα εκείνος να λιποθυμήσει για λίγη ώρα. Μάλιστα, ανέφερε ότι οι ληστές πριν φύγουν αφαίρεσαν και την κάρτα μνήμης από την κάμερα ασφαλείας του σαλονιού – μια λεπτομέρεια που εμφανώς στόχευε να ενισχύσει το σενάριο της οργανωμένης ληστείας.
Οι 37 ημέρες παραπλάνησης και το «θέατρο» του δράστη
Το έγκλημα στα Γλυκά Νερά συγκλόνισε την κοινή γνώμη από την πρώτη στιγμή. Η υπόθεση αντιμετωπίστηκε ως ληστεία μετά φόνου, με τις αρχές να εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό για τους φερόμενους δράστες. Η Ελληνική Αστυνομία προσέφερε αρχικά αμοιβή 300.000 ευρώ σε όποιον παρείχε πληροφορίες για τον εντοπισμό των «δολοφόνων», καταδικάζοντας τη «βαρβαρότητα» του εγκλήματος. Στην πορεία των ερευνών, συνελήφθη ένας 43χρονος Γεωργιανός στα σύνορα με πλαστό διαβατήριο, όμως γρήγορα αποδείχτηκε πως δεν είχε καμία σχέση με το συμβάν.
Οι αστυνομικοί χτένισαν την περιοχή για στοιχεία: εξέτασαν βίντεο από κάμερες ασφαλείας γειτονικών σπιτιών και καταστημάτων, αναζητώντας ύποπτο όχημα διαφυγής, αλλά δεν βρήκαν τίποτα σχετικό. Επιπλέον, δεν βρέθηκαν σημάδια παραβίασης στο παράθυρο που δήθεν είχαν διαρρήξει οι ληστές, ούτε αποτυπώματα ή ίχνη DNA αγνώστων στο σπίτι – κάτι που άρχισε να γεννά ερωτήματα.
Την ίδια ώρα, ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος έδινε επαναλαμβανόμενες καταθέσεις ως μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας, «συνεργαζόμενος» με τις αρχές. Κατάφερε να συγκεντρώσει τη συμπάθεια του κοινού παίζοντας άριστα τον ρόλο του συντετριμμένου συζύγου. Στις 14 Μαΐου, μόλις τρεις ημέρες μετά το φονικό, πραγματοποιήθηκε η κηδεία της Καρολάιν στην Αλόννησο, όπου είχε μεγαλώσει. Εκεί, ο Αναγνωστόπουλος εμφανίστηκε συντετριμμένος, κρατώντας αγκαλιά το μωρό τους και δεχόμενος συλλυπητήρια.
Ωστόσο, κάποιοι που παρακολούθησαν προσεκτικά τη συμπεριφορά του πρόσεξαν αφύσικα ψυχρή στάση. Στενός φίλος της οικογένειας αποκάλυψε αργότερα ότι στην κηδεία ο 32χρονος δεν πλησίασε ούτε μια φορά το φέρετρο της συζύγου του: «Δεν της έριξε ούτε ένα βλέμμα… Δεν την αποχαιρέτησε, δεν την άγγιξε, όπως κάναμε όλοι οι υπόλοιποι», ανέφερε, λέγοντας πως του έκανε τεράστια εντύπωση η αποστασιοποίησή του. Ο ίδιος φίλος παραδέχτηκε ότι, φεύγοντας από την τελετή, ψιθύρισε στην οικογένειά του: «Ο Μπάμπης την δολοφόνησε», διότι η ψυχρότητα του πιλότου του φάνηκε ύποπτη. Παρόλα αυτά, γενικά ο Αναγνωστόπουλος κατάφερε επί εβδομάδες να πείσει τους περισσότερους για τον ρόλο του χαροκαμένου συζύγου, ενώ παράλληλα εξέφραζε την εμπιστοσύνη του στην αστυνομία ότι θα βρει τους «δράστες».
Στο μεταξύ, οι έρευνες των αρχών απέφεραν κρίσιμα ευρήματα που σταδιακά ανέτρεψαν το σενάριο της ληστείας. Η ανάλυση των ψηφιακών δεδομένων αποκάλυψε ασυμφωνίες με την ιστορία του Αναγνωστόπουλου. Συγκεκριμένα, από το σύστημα ασφαλείας διαπιστώθηκε ότι η κάρτα μνήμης της κάμερας είχε αφαιρεθεί στη 1:20 μετά τα μεσάνυχτα, πολύ πριν την ώρα (04:30) που ο ίδιος ανέφερε ότι εισέβαλαν οι ληστές. Επιπλέον, το έξυπνο ρολόι (smartwatch) που φορούσε η Καρολάιν κατέγραψε ότι η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά γύρω στις 04:11, ενώ ο σύζυγος ισχυριζόταν πως ήταν ζωντανή και φώναζε για βοήθεια μέχρι μετά τις 4:20. Εξίσου ενοχοποιητική ήταν η ανάλυση του κινητού τηλεφώνου του πιλότου: καταγράφηκε δραστηριότητα σε εφαρμογές (όπως βήματα, κίνηση τηλεφώνου) την ώρα που εκείνος ισχυριζόταν ότι ήταν δεμένος χειροπόδαρα και αναίσθητος. Τα στοιχεία αυτά ενίσχυσαν την υπόνοια ότι ο ίδιος ο σύζυγος είχε σκηνοθετήσει το σκηνικό.
Ο Αναγνωστόπουλος, εντωμεταξύ, για 37 ημέρες συνέχιζε το “θέατρο” του ανυποψίαστου θύματος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παραπλανήσει τους πάντες – την αστυνομία, τα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία. Μάλιστα, φρόντισε να παρουσιάζει δημοσίως την εικόνα του πενθούντα συζύγου. Σε ανάρτηση στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram, κάτω από φωτογραφία με την Καρολάιν, έγραψε συγκινητικό αποχαιρετισμό: «Για πάντα μαζί. Καλό ταξίδι αγάπη μου», προσελκύοντας αρχικά μηνύματα συμπαράστασης – αν και αργότερα, όταν αποκαλύφθηκε η αλήθεια, γέμισε με οργισμένα σχόλια. Παράλληλα, ο 32χρονος πιλότος εμφανιζόταν διαθέσιμος στα ΜΜΕ, αλλά με ελεγχόμενο τρόπο. Η πολύκροτη εκπομπή “Φως στο Τούνελ” με την Αγγελική Νικολούλη ασχολήθηκε επισταμένα με την υπόθεση. Η δημοσιογράφος διατηρούσε επικοινωνία μαζί του σε όλη τη διάρκεια των ερευνών, προσπαθώντας να τον πείσει να μιλήσει ζωντανά στην εκπομπή για να βοηθήσει στον εντοπισμό των «δραστών». Ο Αναγνωστόπουλος όμως απέφευγε συστηματικά μια ζωντανή εμφάνιση – ήθελε να διατηρήσει τον έλεγχο των πληροφοριών και φοβόταν μην εκτεθεί.
Σύμφωνα με τις αποκαλύψεις της κ. Νικολούλη, ο πιλότος έβρισκε συνεχώς δικαιολογίες για να μην εμφανιστεί στην κάμερα. Σε μήνυμά του προς τη δημοσιογράφο, ευγενικά την απέτρεπε: «Μου έχει ζητηθεί να μη δημοσιοποιούνται συγκεκριμένα στοιχεία... Είμαι ακόμα σε κακή κατάσταση για να μιλήσω για τη γυναίκα μου. Ξέρω ότι θέλετε να βοηθήσετε... Είμαι κάθε μέρα με την Αστυνομία που τρέχει πολύ την έρευνα». Όταν εκείνη επέμενε για συνάντηση με τηλεοπτική κάμερα, εκείνος πανικοβλήθηκε: «Για κάμερα είναι πάρα πολύ νωρίς. Δεν είμαι καλά για να μιλήσω… Δεν υπάρχει πλάνο να μιλήσω σε άλλο μέσο. Όταν είμαι λίγο καλύτερα, θα είστε η πρώτη που θα το μάθετε». Αυτή η υπέρμετρη “συνετότητα” και η επιθυμία του να αποφύγει τη δημοσιότητα, αν και αρχικά φάνταζε ως σεμνότητα εν μέσω πένθους, στην πραγματικότητα πρόδιδε τον φόβο του μη τυχόν κάνει λάθος μπροστά στις κάμερες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αναγνωστόπουλος είχε μελετήσει το “σενάριο” της ληστείας. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, το σκηνικό που περιέγραψε έμοιαζε καρμπόν με μια πραγματική ληστεία που είχε συμβεί το 2018 στο σπίτι του εκπαιδευτή πτήσεων και συναδέλφου του στα Μέγαρα. Ο εν λόγω εκπαιδευτής είχε πέσει θύμα εισβολής τριών κακοποιών που βασάνισαν εκείνον και τη σύζυγό του – γεγονός που ο πιλότος γνώριζε καλά. Ο ίδιος ο εκπαιδευτής, μόλις έμαθε την ομολογία του πρώην μαθητή του, έμεινε άναυδος: «Τέτοια σκηνοθεσία; Τι να πω…» δήλωσε στο “Τούνελ”, αφήνοντας να εννοηθεί πως ο Αναγνωστόπουλος αντέγραψε επί λέξει τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης για να χτίσει το άλλοθί του. Είναι ενδεικτικό πως ο πιλότος, όσο παρέμενε ασύλληπτος, είχε σπεύσει να υποστηρίξει δημόσια ότι ίσως οι ίδιοι δράστες των Μεγάρων ήταν υπεύθυνοι και για τη δολοφονία της Καρολάιν, προσπαθώντας έτσι να προσδώσει αξιοπιστία στο αφήγημά του.
Η αποκάλυψη της αλήθειας και η ομολογία του
Παρά το επίμονο “θέατρο” του δράστη, οι ενδείξεις εις βάρος του είχαν αρχίσει να γίνονται αδιάσειστες προς τα μέσα Ιουνίου 2021. Οι αστυνομικοί, συγκεντρώνοντας τα ηλεκτρονικά στοιχεία και τις αντιφάσεις, πλέον υποπτεύονταν έντονα τον Αναγνωστόπουλο. Ωστόσο, συνέχισαν προσεκτικά ώστε να αποσπάσουν πλήρη ομολογία με αδιάσειστα αποδεικτικά μέσα. Η κρίσιμη στιγμή ήρθε στις 17 Ιουνίου 2021, κατά τη διάρκεια του μνημοσύνου των 40 ημερών από τον θάνατο της Καρολάιν. Το μνημόσυνο τελούνταν στην Αλόννησο, παρουσία της οικογένειάς της και του συζύγου της, όταν ξαφνικά έφτασαν στο νησί αξιωματικοί του Τμήματος Ανθρωποκτονιών.
Προσέγγισαν τον Αναγνωστόπουλο αμέσως μετά την τελετή – ο οποίος μάλιστα λίγο πριν αγκάλιαζε και φιλούσε τη μητέρα της Καρολάιν σε μια επίδειξη ψεύτικης συμπόνοιας– και του ζήτησαν να τους ακολουθήσει για νέα σημαντικά στοιχεία. Επισήμως του είπαν πως προέκυψαν φρέσκα δεδομένα και έπρεπε να μεταβεί επειγόντως στην Αθήνα για συμπληρωματική κατάθεση. Οι αστυνομικοί τον παρέλαβαν με ελικόπτερο από την Αλόννησο για τη ΓΑΔΑ (Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής), σε μια εντυπωσιακή κίνηση που υποδήλωνε την σοβαρότητα της κατάστασης.
Στη διάρκεια μιας πολύωρης ανάκρισης εκείνο το βράδυ, οι ανακριτές παρουσίασαν στον 33χρονο πιλότο όλα τα συντριπτικά στοιχεία που αντέκρουαν την ιστορία του. Μπροστά σε αυτά, ο Αναγνωστόπουλος κατέρρευσε και ομολόγησε την αλήθεια: παραδέχτηκε ότι εκείνος είχε σκοτώσει την Καρολάιν, με τα ίδια του τα χέρια. Σύμφωνα με πληροφορίες, προσπάθησε να δικαιολογήσει την πράξη του επικαλούμενος προσωπικές διαφορές και διαπληκτισμούς στο ζευγάρι, λέγοντας ότι υπήρχαν συχνοί καβγάδες και ένταση μεταξύ τους. Για το γιατί σκηνοθέτησε τη ληστεία και επί 37 ημέρες εξαπατούσε τους πάντες, ψευδώς καταγγέλλοντας ανύπαρκτους ληστές, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δήθεν «το έκανε για το παιδί του», ώστε να μην χάσει και τον πατέρα του και μεγαλώσει ορφανό. Φυσικά αυτή η εξήγηση προκάλεσε οργή, καθώς ο ίδιος στέρησε από το βρέφος τη μητέρα του σκοτώνοντάς την εν ψυχρώ.