O Φοίβος Δεληβοριάς γράφει για τον Τομ Γουέιτς, που σήμερα γίνεται 71 Facebook Twitter
Φωτ.: Ellen Jaskol/Los Angeles Times via Getty Images/Ιdeal Image

O Φοίβος Δεληβοριάς γράφει για τον Τομ Γουέιτς, που σήμερα γίνεται 72

0

Ο  Τομ Γουέιτς περνούσε απ’ το δωμάτιό μου και δεν με άγγιζε γι’ αρκετό καιρό. Δεκατριών χρόνων, το ‘86, πήρα το «Heart of the Saturday night» από το Happening (γιατί τον είχα μόλις δει στην Παγίδα του Νόμου και διάβαζα γι’ αυτόν παντού), δεν κατάλαβα τίποτα όμως, δεν μ’ άρεσε. Τότε ήθελα να εμβαθύνω στην ποιητική του ροκ, με είλκυε η φαντασίωση του ‘60, κάποια εξουσία, κάπου, ήθελε και το δικό μου κακό, τα ηχειάκια μου έπρεπε να εκραγούν επάνω στον πατέρα μου. Πώς να αισθανθώ αυτό τον τύπο που τριγυρνούσε στη μετά το ‘60 ηλεκτρική (και ηλεκτρονική) αρένα, μεταμφιεσμένος «Αμερική του ‘40 και του ‘50»; Που έγραφε τραγούδια αλά Cole Porter, τραγουδούσε αλά Louis Armstrong και από πίσω οι μουσικοί μιμούνταν τους δίσκους του Mose Alison;

Μετά από κάνα δυο χρόνια που το ροκ με είχε μπουχτίσει, αποφάσισα ν’ ανακαλύψω τους γονείς μου. Οι δίσκοι του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη και του Σαββόπουλου, η ελληνική εκδοχή του ‘60, το αληθινό τραύμα που με γέννησε, εκλιπαρούσε το δικό μου βλέμμα, γιατί το ΠΑΣΟΚ το είχε αφήσει ανοιχτό και αθεράπευτο, το είχε εξοντώσει με την ικανοποίηση των αιτημάτων του. Πάλι κάπου συνάντησα τον Waits και πάλι δεν έκατσα μαζί του περισσότερο από ένα απόγευμα.

Ειδικά από το '83 και μετά, έπαψε να μιμείται τον ήχο μιας εποχής κι έφτιαξε -διαστρέφοντας ένα σωρό παλιά μουσικά υλικά- έναν ήχο μοναδικό, ενα κυβιστικό vintage, κάτι που δεν χρειαζόταν πια τα λόγια για ν' αναδείξει τόσο την αδιέξοδη αρρώστια της νοσταλγίας, όσο και την ανελευθερία των «μοντέρνων καιρών».

To 1993 ήρθε η εποχή που τον αγάπησα. Τότε δεν άκουγα πια μουσική ούτε για ν’ αντιτεθώ, ούτε για να κατανοήσω. Άκουγα για να δυναμώσω τον εαυτό μου που μόλις είχα βρει και που προσπαθούσα να σώσω από πραγματικές πλέον απειλές. Και όταν ένας φίλος μού έδωσε όλα τα βινύλια του Waits και κάθισα σε μια νύχτα να τα ακούσω με τη σειρά, τον εαυτό μου αισθάνθηκα πολύ βαθιά.   

Τώρα, τι ήταν αυτό που έκανε εμένα αλλά και χιλιάδες ακόμα Έλληνες συνομηλίκους μου ν’ αγαπήσουμε τόσο -και ιδιαίτερα- τον Tom Waits; Ίσως το ότι, όπως κι εκείνος 20 χρόνια πρωτύτερα, ζούσαμε στο μεταίχμιο μεταξύ της «εθνικής» και της «πολυεθνικής» εποχής. Νοσταλγούσαμε κάτι που μόλις προλάβαμε να δούμε, ξέραμε όμως πως ήταν ήδη «πόλη-φάντασμα», πως για τους επόμενους θα ήταν ένα ακατανόητο -και όχι ελκυστικό- παρελθόν.

O Φοίβος Δεληβοριάς γράφει για τον Τομ Γουέιτς, που σήμερα γίνεται 71 Facebook Twitter
Ο Τομ Γουέιτς το 1972 στο Λος Άντζελες. Φωτ.: Ed Caraeff/Getty Images/Ideal Image

Μεταμφιεζόμασταν, λοιπόν, «Ελλάδα του ‘50 και του ‘60», αποστηθίζαμε ατάκες από παλιές ταινίες, μιμούμασταν τις διφωνίες των λαϊκών τραγουδιών, ανακαλύπταμε τον Χατζή και τον Ιωάννου και ταυτοχρόνως συνδεόμασταν πρώτοι και βουλιμικά στο ίντερνετ, συχνάζαμε στα καινούργια εμπορικά κέντρα και τα multiplex, καίγαμε αυτοβιογραφικά CD με «θέματα» από τηλεοπτικές σειρές.

Κάπως έτσι φανταζόμουνα τον Waits στην Αμερική των corporations του ‘70. Να τριγυρνάει στο τοπίο που άλλαζε για πάντα και ν’ αποθησαυρίζει τελευταίος τη φωνή της πουτάνας από τη Μινεάπολη, του παγωτατζή, της σερβιτόρας του Schwab’s drug store, του φαντασιόπληκτου αλογομούρη. Και όλα αυτά, υιοθετώντας τον ήχο των πρώτων LP της δεκαετίας του ‘50, σαν ένας αργοπορημένος μουσικός υπαρξιστής, γέρνοντας όμως λίγο παραπάνω προς την πλευρά του αισθήματος.

 

To Down by law του Τζιμ Τζάρμους ήταν εν πολλοίς ένας προσωπικός θρίαμβος για τον Τομ Γουέιτς, ο οποίος είχε γράψει και τη μουσική

 

Φυσικά, οι συγγένειες τελειώνουν εδώ. Μπορεί εμείς να τραβηχτήκαμε σ’ αυτόν από μια κοινωνιολογική σύμπτωση, εκείνος όμως είναι κάτι πολύ παραπάνω, είναι ένας μείζων καλλιτέχνης του τέλους μιας εποχής και ως τέτοιος μπορεί ν’ αφορά πολύ διαφορετικούς ανθρώπους, για πολύ διαφορετικούς λόγους. Ειδικά από το ‘83 και μετά, έπαψε να μιμείται τον ήχο μιας εποχής κι έφτιαξε -διαστρέφοντας ένα σωρό παλιά μουσικά υλικά- έναν ήχο μοναδικό, ένα κυβιστικό vintage, κάτι που δεν χρειαζόταν πια τα λόγια για ν’ αναδείξει τόσο την αδιέξοδη αρρώστια της νοσταλγίας, όσο και την ανελευθερία των «μοντέρνων καιρών».

O Φοίβος Δεληβοριάς γράφει για τον Τομ Γουέιτς, που σήμερα γίνεται 71 Facebook Twitter
Για το εξώφυλλο του καλύτερου LP του χρησιμοποίησε την φωτογραφία του 1969 «Café Lehmitz στο Αμβούργο» του Σουηδού φωτογράφου Anders Petersen.

 

Στο «Rain Dogs», το αριστούργημα της δεύτερης περιόδου του, η μουσική τόλμη είναι τόσο ασταμάτητη, που ισχύει μέχρι σήμερα ως ένα σύνορο που δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί ούτε απ’ τους underground συνεχιστές του ούτε απ’ τον ίδιο τον Waits. Σε όλους τους μεταγενέστερους δίσκους του μένει στατικός, λιγότερο ή περισσότερο, στο τοπίο που ο ίδιος ανακάλυψε. Και οι κριτικοί –τώρα που δεν τους χρειάζεται πλέον– τον αποθεώνουν.

 

Κάτι τέτοιο συμβαίνει με το «Bad as me». Η ηχογράφηση του Waits-ικού ήχου έχει αγγίξει πραγματικά την τελειότητα, οι στίχοι είναι εκείνοι ακριβώς που θα περιμέναμε, μην περιμένετε όμως κανένα σκίρτημα απ’ αυτά που πάνε τον εαυτό μας λίγο μακρύτερα. Και πάλι, όμως, δεν μπορούμε να μη χαρούμε που οι ήρωες της υπόγειας, παλιάς Αμερικής είναι ακόμη ζωντανοί μέσα του και σχολιάζουν το ανελέητο παρόν, όπως στο εναρκτήριο «Chicago» ή στο μελαγχολικό «Talking at the same time».

Δεν ξέρω πόσες γενιές ακόμα θ’ απασχολεί η Αμερική ως ένα βίαιο, αλκοοολικό κι εξαρτημένο από την τύχη και το χρήμα όνειρο. Κάθε μυθολογία κάνει τον κύκλο της κι έτσι και αυτή η συγκεκριμένη -σίγουρα όχι η πιο ενδιαφέρουσα που γέννησε ποτέ ο κόσμος- θα μας αποχαιρετήσει κάποια μέρα οριστικά. Όταν όμως κάποιος μελετητής θα γυρίζει το κεφάλι προς το μέρος της, στην πρώτη δεκάδα των αληθινών ποιητών που εκείνη γέννησε (μαζί με τον Ηopper, τον Κασσαβέτη, τον Τσάντλερ, τον Charlie Parker) θα συναντάει στο τελευταίο κάθισμα τον Waits, τον τελευταίο που πρόλαβε να φορέσει τη στολή της, να χαλάσει τη φωνή του απ’ τα τσιγάρα της, να χάσει και τα τελευταία του δολάρια στο πιο κουτσό της άλογo.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 15.11.2011

Μουσική
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Becoming Led Zeppelin»: Το χρονικό του βαρύτερου ροκ συγκροτήματος όλων των εποχών

Pulp Fiction / Led Zeppelin: Ένα ντοκιμαντέρ για το «βαρύτερο» ροκ συγκρότημα όλων των εποχών

Το ντοκιμαντέρ «Becoming Led Zeppelin» του Μπέρναρντ ΜακΜάχον παρουσιάζει την ιστορία του θρυλικού hard rock συγκροτήματος, φωτίζοντας το background των μελών του και τις περιστάσεις που οδήγησαν στην ίδρυσή του, φτάνοντας μέχρι και την κυκλοφορία του δεύτερου άλμπουμ τους και την απαρχή της απόλυτης δόξας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
ZOLA JESUS INTERVIEW

Μουσική / Η Zola Jesus δεν φοβάται το σκοτάδι, το κατοικεί

Λίγο πριν την εμφάνισή της στην Αθήνα, η Ρωσοαμερικανίδα καλλιτέχνιδα μιλά στη LIFO για το πώς δημιουργεί τη σκοτεινή και ατμοσφαιρική μουσική της, που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα είδη, καθώς και για το πώς η ίδια αντιστέκεται στην επίθεση που δέχονται σήμερα οι θηλυκότητες.
ΦΩΦΗ ΤΣΕΣΜΕΛΗ
Κ. Βήτα: «Στο ρεμπέτικο τραγουδούσαν κι έσπαγαν τα μάρμαρα στους τάφους»

Μουσική / Κ. Βήτα: «Στο ρεμπέτικο τραγουδούσαν κι έσπαγαν τα μάρμαρα στους τάφους»

Στον νέο του δίσκο «Εννιά νούφαρα απ’ τη νεκρή όχθη», ο Κ. Βήτα διασκευάζει εννιά τραγούδια της Μαρίκας Παπαγκίκα και της Σωτηρίας Μπέλλου, αναδεικνύοντας τη διαχρονική δυναμική του ρεμπέτικου, που συνεχίζει να συγκινεί βαθιά μέχρι και σήμερα.
M. HULOT
«Εικόνες από μια έκθεση»: Ένα μουσικό έργο-περιπλάνηση σε έκθεση ζωγραφικής

Συμφωνική Μουσική - Ιστορίες / «Εικόνες από μια έκθεση»: Ένα μουσικό έργο-περιπλάνηση σε έκθεση ζωγραφικής

Η Ματούλα Κουστένη μιλά για το σαγηνευτικό αυτό έργο που απεικονίζει τους πίνακες μιας έκθεσης σε μια τεράστια παλέτα ηχοχρωμάτων, τα οποία πολλαπλασιάζονται στην ιδιοφυή ενορχήστρωση του Μορίς Ραβέλ.
ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ
10 εξαιρετικά techno clubs στην Ευρώπη και στον κόσμο

Μουσική / 10 κορυφαία techno clubs για το 2025 που αξίζουν το ταξίδι

Το clubbing μπορεί να μην είναι πια αυτό που ήταν στα ’90s και πολλά θρυλικά clubs να αποτελούν παρελθόν, όμως, η techno μουσική γνωρίζει νέα άνθηση. Συγκεντρώσαμε μερικά από τα καλύτερα techno clubs για το 2025.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΟΥΡΛΑΚΟΣ
Οι Adriatique έρχονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα / Οι Adriatique στα λατομεία Διονύσου: Η techno συναντά την αρχαία Ελλάδα / «Είμαστε ενθουσιασμένοι που τα λατομεία Διονύσου θα φιλοξενήσουν το σόου των Adriatique»

Μουσική / Ο άνθρωπος πίσω από τα πολυσυζητημένα events στο λατομείο Διονύσου (και των Adriatique)

O 23χρονος Hennes Alt, εμπνευστής του πρότζεκτ που θα φιλοξενήσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το διεθνούς φήμης μουσικό σόου «X» των Adriatique, μιλά στη LiFO για την ιστορική σημασία του χώρου, όπου μέχρι και σήμερα εξορύσσεται το περίφημο πεντελικό μάρμαρο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Π.Ι.Ε.Β.: Πολλές φορές με τη δυστοπία αυνανιζόμαστε και λίγο

Μουσική / Π.Ι.Ε.Β.: «Φοβάμαι μη γίνει το spoken word η νέα Ντουμπάι»

Το «Detroit» είναι το νέο άκρως χορευτικό άλμπουμ του Π.Ι.Ε.Β., σε παραγωγή του Viktoras, που φέρνει την αστική ποίηση και το spoken word στα κλαμπ και ο ήχος του είναι βγαλμένος από «τα όνειρα που είδαμε μετά από ένα πάρτι μεθυσμένοι».
M. HULOT
Lola δώστα όλα: Η Μαρίνα Σάττι μας κερνάει χαρά και κάθεται σαν κόκαλο στο λαιμό

Μουσική / Lola, δώσ' τα όλα: Η Μαρίνα Σάττι μας κερνάει χαρά και κάθεται σαν κόκαλο στον λαιμό

Το νέο άλμπουμ POP TOO της Μαρίνας Σάττι κατορθώνει ένα εξαιρετικό ακομπλεξάριστο πάντρεμα, αποδεικνύοντας ακόμα μία φορά πως παίζει με τους δικούς της κανόνες και αποτελεί μία κατηγορία από μόνη της.
M. HULOT ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Σαβίνα Γιαννάτου: «Μια καλή κριτική κινητοποιεί κι άλλους ανθρώπους, και μαζί τους κινητοποιείσαι κι εσύ»

Σαβίνα Γιαννάτου / Σαβίνα Γιαννάτου: «Μια καλή κριτική κινητοποιεί κι άλλους ανθρώπους, και μαζί τους κινητοποιείσαι κι εσύ»

Το νέο της άλμπουμ, που αποθέωσε η «Guardian», είναι άλλο ένα λιθαράκι στην αξιοζήλευτη μουσική πορεία της. Λίγες μέρες πριν τις εμφανίσεις της στην Ελλάδα, η «υπέροχη Ελληνίδα τραγουδίστρια» όπως την αποκάλεσαν μιλά για τη δουλειά της και το σημαντικότερο περιουσιακό στοιχείο που έχει, τη φωνή της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ