Ποιος είναι ο «Γαλατάς» που κέρδισε το βραβείο Booker

Ποιος είναι ο «Γαλατάς» που κέρδισε το βραβείο Booker Facebook Twitter
Η βραβευμένη με το Booker 2018 Άννα Μπερνς.
0

Από την πρώτη κιόλας πρόταση, την πρώτη εντυπωσιακή παράγραφο, η βραβευμένη με το Booker 2018 Άννα Μπερνς αποφασίζει να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς με τον αναγνώστη, ακονίζοντας τα αφηγηματικά της μαχαίρια:

«Η ΜΕΡΑ που ο Τάδε ΜακΤάδε μου 'χωσε το μπιστόλι στο στήθος και με είπε παλιοκόριτσο και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο γαλατάς. Τον είχε πυροβολήσει κάποια από τις στρατιωτικές περιπόλους κι εμένα καθόλου δεν μ' είχε πειράξει που είχαν πυροβολήσει αυτό τον άντρα».

Η κατάληξη της ιστορίας που αποκαλύπτεται ήδη από την αρχή του βιβλίου, της φημολογούμενης δηλαδή σχέσης της πρωταγωνίστριας με τον επονομαζόμενο «γαλατά» ‒ψευδώνυμο ουσιαστικά του αρχηγού των παραστρατιωτικών που ελέγχουν την πόλη‒ συνίσταται στην οδυνηρή διαπίστωση μιας πλανώμενης απειλής και ενός (όχι και τόσο) απροσδόκητου θανάτου.

Τα πάντα εδώ μοιάζουν φασματικά ή αμφιλεγόμενα, βγαλμένα από τη φαντασία των ανθρώπων που έχουν μάθει να ελέγχουν και να ελέγχονται, ξεδιπλώνοντας συνωμοσίες, ρεβανσιστικά σενάρια και επικίνδυνες φήμες. Όταν το κριτήριο δεν είναι η αλήθεια αλλά ο θάνατος και η ταυτότητα ισοπεδώνεται από τα σενάρια που τη συνοδεύουν, η αποκάλυψη των πραγματικών ονομάτων δεν έχει καμία σημασία: η πρωταγωνίστρια του βιβλίου αποκαλείται έτσι «μεσαία αδελφή», ο μάτσο διεκδικητής «Γαλατάς», ο αφιλεγόμενος εραστής «ίσως φίλος», η μητέρα «Μα».

Ούτε οι τόποι ούτε οι δρόμοι κατονομάζονται, όπως τελικά ούτε καν τα ίδια τα συναισθήματα, αφού κανείς δεν έχει δικαίωμα στην πόλη αυτή να ελπίζει, να πονάει ή να αγαπάει.

Τα πάντα εδώ μοιάζουν φασματικά ή αμφιλεγόμενα, βγαλμένα από τη φαντασία των ανθρώπων που έχουν μάθει να ελέγχουν και να ελέγχονται, ξεδιπλώνοντας συνωμοσίες, ρεβανσιστικά σενάρια και επικίνδυνες φήμες


Και όμως, ο αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται από τις περιγραφές ‒ιδού ο αποκαλυπτικός ρόλος της λογοτεχνίας‒ ότι πρόκειται για το Μπέλφαστ της δεκαετίας του '70, τόπο καταγωγής της συγγραφέως, όπου όλοι υποπτεύονται τους πάντες και η αθωότητα πεθαίνει προτού καν οριστεί.

Καθώς τα παιδιά κυκλοφορούν ανάμεσα σε τεμαχισμένα πτώματα, βομβαρδισμένα αυτοκίνητα και αποκεφαλισμένα ζώα, δεν μπορούν να ελπίζουν ούτε να ονειρεύονται. Οι ρόλοι τους είναι προδιαγεγραμμένα, με τα αγόρια να προαλείφονται για πολεμιστές και τις γυναίκες για στωικές σύντροφοι ή ύποπτες ερωμένες. 

Η ενηλικίωση είναι εκ των πραγμάτων άγρια και τα σενάρια αντίστασης σχεδόν μηδαμινά, ειδικά για τη 18χρονη πρωταγωνίστρια, μέλος κι αυτή μιας πολύτεκνης ιρλανδικής οικογένειας που ζει τολμώντας να κάνει τη διαφορά με τη φαντασία.

Το μόνο μέσο αντίστασης που έχει σε μια πόλη όπου οι μνήμες και ο θάνατος παραμονεύουν παντού, όπου τα πάρκα είναι γεμάτα βομβαρδισμένες εκκλησίες και οι διαδρομές οριοθετημένες και ελεγχόμενες από κάμερες, γείτονες, «εθνικούς», «παραστρατιωτικούς» και «ενωσίτες», είναι ότι μπορεί να διαβάζει: όχι με τον συνηθισμένο τρόπο αλλά καθώς περπατά, επιδεικνύοντας μέσα από αυτή την πρωτόγνωρη επαναστατική πράξη τη διάθεσή της να αντιταχθεί στους κανόνες που δεν επιβάλλονται μόνο από τους εχθρούς της πόλης «πέρα από το νερό», οι οποίοι σκορπούν τον θάνατο, αλλά και από μέσα. Έτσι, ένα καθήκον ελέγχου, ένα πανοπτικόν αλά Φουκό, με μάτια και κάμερες που παραμονεύουν σε κάθε βήμα, απλώνεται πάνω στις ψυχές, τα σώματα και τις επιθυμίες, καταργώντας τις αμφισημίες.

Η αμφιβολία κάνει την πρωταγωνίστρια-«μεσαία αδελφή», μια άτυπη ηρωίδα που εκτίθεται για όλους –«Το "Δεν ξέρω λοιπόν" ήταν η τρισύλλαβη άμυνά μου στις επιθέσεις των ερωτήσεων»‒, καθώς αμφισβητεί διαρκώς τα θέσφατα που όλες οι πλευρές επιβάλλουν στην πόλη και στον εαυτό τους.

Δεν εγκαταλείπει, όμως, ούτε την τρυφερότητα, αφού τολμά να κουβαλήσει στα αθώα χέρια της ένα γατίσιο κεφάλι, κατάλοιπο των βομβαρδισμών, αναζητώντας μέρος για να το θάψει, μετατρεπόμενη σε άλλη μια Αντιγόνη, άλλη μια έφηβη που ξέρει τους συμβολισμούς που είχαν οι Έλληνες, πηγαίνοντας κόντρα στον κυρίαρχο νόμο όχι με το πτώμα του αδελφού της αλλά με ένα ακέφαλο γατί.

Από το σημείο αυτό και ύστερα η «μεσαία αδελφή» είναι υπόλογη για τα πάντα. Η ίδια, ωστόσο, δεν απολογείται, ξέροντας, όπως θα έλεγε και ο Νίτσε, πως η ενοχοποίηση είναι η αρχή της μνησικακίας, παρά τολμά να σκέφτεται φωναχτά, με τον λόγο της να απλώνεται στις σελίδες σαν πολυβόλο μέσα από μακρόσυρτες περιόδους και ατελείωτες συνδετικές προτάσεις ‒ το μοναδικό ίσως καταιγιστικό όπλο μιας ασθματικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης που έχει έναν ιδιαίτερο τρόπο να αποδίδει δικαιοσύνη εκεί όπου όλοι αναζητούν ένοχους και φταίχτες.

Όσο για την προσωπική της ιστορία, δηλαδή αυτήν της υποτιθέμενης σχέσης με τον Γαλατά, γίνεται το θέατρο του κόσμου, αποκαλύπτοντας τη δική της δυνατότητα προκλητικής αμφισημίας.

Αλλά και το πικρόχολο χιούμορ, που ώρες-ώρες θαρρείς πως φέρνει στο φως τα απωθημένα του επίσης Ιρλανδού ανένταχτου Τρίστραμ Σάντι, μετατρέποντας ενίοτε τα πρόσωπα σε καρικατουρες, είναι ένας εξίσου ενδεικτικός τρόπος αντίστασης, όπως και η τολμηρή συνειδητοποίηση μιας σεξουαλικότητας που υφέρπει, αλλά δεν εκφράζεται ποτέ στην πράξη.

Οι ανατριχίλες που νιώθει η πρωταγωνίστρια-«μεσαία αδελφή» όταν την πλησιάζει ο αποκρουστικός, κατά τα άλλα, γι' αυτήν «Γαλατάς», η αναστάτωση που της προκαλεί, ώστε να ποτίζει κάθε της σκέψη, εξωθώντας την στο να διακόψει τις επαφές με τον «ίσως φίλο», ύστερα από τις ελάχιστες συνευρέσεις τους, εξαγγέλλει μια διαφορετική σχέση με την επιθυμία.

Η ίδια μετατρέπεται έτσι σταδιακά σε μια άτυπη μυθιστορηματική ηρωίδα του 19ου αιώνα που είναι η μεγάλη της αδυναμία ‒αφού, όπως ομολογεί, τον 20ό τον μισεί‒, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά πως είναι πια κι εκείνη «απ' τους σαλεμένους, κοινωνικά απόβλητους, προβληματικούς τύπους της κοινότητας», συνομιλώντας εδώ ιδανικά με τις αναλύσεις του Μισέλ Φουκό, όταν έγραφε στους Μη Κανονικούς πως «ο άξονας συμμορφώσιμου/ασυμμόρφωτου θα χρησιμεύσει ως βάση για όλους τους θεσμούς που ειδικεύονται στους μη κανονικούς, οι οποίοι αναπτύσσονται τον 19ο αιώνα.

Τέρας χλωμό και συνηθισμένο, ο μη κανονικός του 19ου αιώνα είναι επίσης ένας ασυμμόρφωτος, ένας ασυμμόρφωτος που θα τοποθετηθεί στο επίκεντρο ενός σωφρονιστικού μηχανισμού».

Γι' αυτό, λοιπόν, τελικά η ηρωίδα αρνείται να συμμορφωθεί: εξακολουθεί να περπατά με τον Γαλατά, έστω και αν του αντιστέκεται, να πηγαίνει στην «περιοχή με τα κόκκινα φώτα» με τον «ίσως φίλο», να διεκδικεί την ασυνείδητη σεξουαλικότητά της. Κυρίως, όμως, να επιβάλει τη βούλησή της εκεί όπου ακόμα και η φαντασία μοιάζει να είναι απαγορευμένη ή ελεγχόμενη.

Μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές του βιβλίου είναι όταν, κόντρα σε όλες τις ασχήμιες, αφήνεται να την αιφνιδιάσει η ομορφιά ενός αγάλματος, της καλόγριας Τερέζας της Άβιλα, με τους στροβιλισμούς των πτυχώσεων και τον άγγελο με το βέλος, με τις κρυφές υποδηλώσεις της ομορφιάς και της γύμνιας.

Αλλά η τολμηρή επαφή της με την ομορφιά δεν τελειώνει εδώ, αφού μονάχα αυτή τολμάει να χαζεύει τα ηλιοβασιλέματα σε μια πόλη όπου επικρατεί το μαύρο και κανείς δεν δύναται ή δεν επιτρέπεται να ξεχωρίσει τη λαμπρότητα και τα χρώματα που καταυγάζει ο ήλιος. Εξού και ότι, σε αντίθεση με τους συμμαθητές της από την τάξη των Γαλλικών, ξέρει ότι ο ουρανός δεν είναι μόνο γαλάζιος:

«Ακόμα και τότε, παρόλο πια που στον ουρανό έβλεπα περισσότερα από τα τρία αποδεκτά ουράνια χρώματα ‒το γαλανό (του ουρανού της μέρας), το μαύρο (του ουρανού της νύχτας) και το άσπρο (σύννεφα)‒, ακόμα και τότε κράτησα το στόμα μου κλειστό. Και τώρα δεν το παραδέχονταν ούτε οι άλλοι στην τάξη ‒ όλοι τους μεγαλύτεροι από μένα, κάποιοι μάλιστα τριαντάρηδες και βάλε. Ήταν η σύμβαση: να μην παραδέχεται κανείς λεπτομέρειες, γιατί η παραδοχή τέτοιων λεπτομερειών θα σήμαινε επιλογή, και η επιλογή θα σήμαινε ευθύνη, και ευθύνη θα σήμαινε βάρος... Κι αν, τελικά, δεν μπορούσαμε να το σηκώσουμε αυτό το βάρος; Αν δεν καταφέρναμε να τα βγάλουμε πέρα με τις συνέπειες στην περίπτωση που θα βλέπαμε περισσότερα απ' όσα μπορούσαμε να κουμαντάρουμε; Ακόμα χειρότερα: τι θα κάναμε αν ήταν ωραίο, ό,τι κι αν ήταν αυτό, αν μας άρεσε, αν το συνηθίζαμε και το χαιρόμασταν, αν φτάναμε να το 'χουμε ανάγκη ‒ κι ύστερα το χάναμε ή μας το παίρνανε και δεν μας το ξαναδίνανε ποτέ; Καλύτερα να μην το δοκιμάσουμε καθόλου, αυτό ήταν το συναίσθημα που υπερίσχυσε, κι έτσι το γαλανό ήταν το χρώμα που θα είχε ο ουρανός μας».

Εξαιρετική η μετάφραση του πολύπλευρου Γαλατά από τη Μαρία Αγγελίδου.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

«Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Βιβλίο / «Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Στο νέο του βιβλίο, «Lost Things Found», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hyper Hypo, ο εικαστικός φωτογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης εξερευνά τον μαγικό κόσμο της υπαίθριας αγοράς του Ελαιώνα.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Ντιντιέ Εριμπόν: «Καιρός για ένα κίνημα των ηλικιωμένων!»

Ντιντιέ Εριμπόν / Ντιντιέ Εριμπόν: «Να πάψουμε να βλέπουμε τους ηλικιωμένους ως κοινωνικούς παρίες»

Από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς σύγχρονους Γάλλους στοχαστές, ο Ντιντιέ Εριμπόν συνδύασε στα βιβλία του τα δύσκολα βιώματα της νεότητάς του με μια εμπεριστατωμένη, αλλά και εικονοκλαστική, κοινωνικοπολιτική «ακτινογραφία» της γαλλικής κοινωνίας. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κεχαγιάς

Βιβλίο / «Το να εκδίδεις βιβλία στην Ελλάδα είναι σαν να παίζεις στο καζίνο»

Η Γεννήτρια είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος αφιερωμένος στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο εκδότης της, συγγραφέας και μεταφραστής, Παναγιώτης Κεχαγιάς, μιλά για τις δυσκολίες και τις χαρές του εγχειρήματος, για το πώς σκοπεύει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, καθώς και για τους πρώτους τίτλους που ετοιμάζεται να εκδώσει.
M. HULOT
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη τον έκανε αριστερό. Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, μπροστά στα μάτια του, τον καθόρισε. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφηγείται το προσωπικό του ταξίδι και την πνευματική περιπέτεια μιας ολόκληρης εποχής, από τη διανόηση του Παρισιού μέχρι τους δρόμους της πολιτικής και τις αίθουσες των πανεπιστημίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Βιβλίο / Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Δεν υπάρχει μελέτη για τον ελληνικό εθνικισμό που να μην έχει αναφορές στο έργο της. Η επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα» από τις εκδόσεις Νήσος συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός» ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Νίκος Μπακουνάκης / Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός»

Ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ, στην πρώτη του συνέντευξη, μιλά στη LIFO για τους στόχους και τις δράσεις του ιδρύματος και για το προσωπικό του όραμα για το βιβλίο. Ποιος ο ρόλος των μεταφράσεων στην πολιτιστική διπλωματία και πώς θα αυξηθεί η φιλαναγνωσία; 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζόναθαν Κόου

I was there / Τζόναθαν Κόου: «Το να είσαι κυνικός δείχνει τεμπελιά στη σκέψη»

Ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε για τη συγγραφή ως «πολυτέλεια για λίγους», την εκλογή Τραμπ ως «έκφραση απόγνωσης» και τη «woke» κουλτούρα ως πράξη ενσυναίσθησης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Σαν σήμερα  / Πολ Όστερ: «Οι χαμένες ευκαιρίες αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες»

Σαν σήμερα 30 Απριλίου, το 2024 πεθαίνει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας και μετρ της σύμπτωσης, που κατάφερε να συνδυάσει την προοπτική των άπειρων φανταστικών κόσμων με το ατελείωτο κυνήγι των ευκαιριών και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Βιβλίο / Τα 5 πιο σημαντικά βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα

Η τελευταία μεγάλη μορφή της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας που πίστευε πως «η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα» έφυγε την Κυριακή σε ηλικία 89 ετών. Ξεχωρίσαμε πέντε από τα πιο αξιόλογα μυθιστορήματά του.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ