Ο Μαγιακόφσκι της επανάστασης και του έρωτα αποκαλύπτεται σε μια νέα βιογραφία

Ο Μαγιακόφσκι της επανάστασης και του έρωτα αποκαλύπτεται σε μια νέα βιογραφία Facebook Twitter
Η απόδοση στα ελληνικά, ακόμα κι αν πολλές φορές ξαφνιάζει με τη δημοτικίζουσα αυθάδειά της, συνάδει απόλυτα με το τολμηρό ύφος του Μαγιακόφσκι και το τέμπο μιας άλλης εποχής.
2

Ήξερε ότι είναι όλος εκρήξεις και χρώμα. Ήξερε επίσης ότι δεν αντέχει τη φθορά. Έγραφε σαν αλλοπαρμένος δημιουργός που γδέρνει το χαρτί με τη σάρκα κι έκανε έρωτα σαν πεινασμένος λύκος ρουφώντας τις στιγμές, όπως ρουφούσαν οι στίχοι του τα άστρα. Δεν είναι τυχαίο ότι επέστρεφε ποιητικά είτε στα αστέρια είτε στο χώμα, όντας γήινος, σχεδόν χοϊκός, και ταυτόχρονα ονειροπαρμένος.

Ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι αυτοκτόνησε τον Απρίλη του 1930 στα 37 του χρόνια όχι από απελπισία αλλά από αδυναμία να προσαρμοστεί στο οριοθετημένο σύμπαν που του επεφύλασσε ο 20ος αιώνας: ένα σύμπαν πολύ μικρό για να χωρέσει το μεγαλείο της ποίησης που τον ενέπνευσε και την απεραντοσύνη της τέχνης που κατοικούσε πάντα.

Δεν πρόλαβε να μεγαλώσει, διατηρώντας μέχρι τέλους την παιδικότητά του, ακριβώς γιατί οι παράδοξες λέξεις και οι ξέφρενοι ρυθμοί δεν ταίριαζαν με τον ενήλικο κόσμο του Κόμματος.

Ήταν ένας ιδιόμορφος χαρακτήρας τον οποίο προσέγγισε με τον απαραίτητο σεβασμό και τη δικαιοσύνη που θα ταίριαζε στον πιο παρεξηγημένο, ίσως, ποιητή του 20ού αιώνα στη μυθιστορηματική βιογραφία του Φλέγομαι (εκδόσεις Μεταίχμιο) ο Σουηδός Τούρμπγιερν Σέβε, δίνοντάς του τον πρώτο λόγο.

Η απόδοση στα ελληνικά, ακόμα κι αν πολλές φορές ξαφνιάζει με τη δημοτικίζουσα αυθάδειά της, συνάδει απόλυτα με το τολμηρό ύφος του Μαγιακόφσκι και το τέμπο μιας άλλης εποχής.

Προφανώς ο Γρηγόρης Κονδύλης επιδίωκε να μεταφέρει στο χαρτί τα ελληνικά που θα ταίριαζαν με την απόδοση των ποιημάτων του Ρώσου ποιητή από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο. Γι' αυτό και η αποστολή που κατάφερε να φέρει εις πέρας είναι σπουδαία.

Για τον Μαγιακόφσκι δεν υφίσταται επανάσταση έξω από την τέχνη και τον έρωτα. Τα ποιήματά του είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου εμπνευσμένα από μια γυναίκα ή καταλήγουν πάντα σε αυτήν.


Καταρχάς, είναι αξιοζήλευτη η γλώσσα του κειμένου που αφουγκράζεται τις εσωτερικές και εξωτερικές διακυμάνσεις του Μαγιακόφσκι: άλλοτε εκτοξεύεται λεκτικά με ανάλογες εντάσεις και άλλοτε αποκαλύπτει έναν ασθματικό ρυθμό δίχως τελείες και κόμματα, όπως ακριβώς ήθελε πολλές φορές να είναι τα κείμενα ο ίδιος ο ποιητής.

Το υλικό που είχε να διαχειριστεί ο συγγραφέας μιας τέτοιας βιογραφίας είναι τεράστιο και αποκαλύπτει βαθιά γνώση όχι μόνο των πολιτικών συγκρούσεων μιας απέραντης χώρας που μετατρέπεται από τσαρική αυτοκρατορία σε κομμουνιστική αλλά και των διαφόρων πόλεων που επισκέπτεται ο Βολόντια: από την πιο ανοιχτή στα γράμματα Οδησσό έως το πιο δεκτικό στη διαφορετικότητα Σοβιέτ του Πέτρογκραντ, όπου κατοικούσε.

Στο μακρινό Μεξικό ο Σέβε βάζει τον ήρωά του να συνομιλήσει με τον Ντιέγκο Ριβέρα για την καταγωγή των χρωμάτων και των φυλών, ενώ στην Αμερική τον υποβάλλει σε έναν εσωτερικό διάλογο με τον Σέργουντ Άντερσον και τον κάνει να αγαπήσει το Χάρλεμ, όπου έβρισκε κάτι «από τα αναρχικά πανηγύρια του Νέστορ Μάχνο».

Φροντίζει, δηλαδή, να αναδείξει τα αστικά χαρακτηριστικά που είναι σύμφυτα με το οντολογικό σχέδιο ενός ποιητή που αγάπησε τις πόλεις, σε αντίθεση με τη φύση, την οποία μίσησε από τότε που η ζωή τού στέρησε νωρίς τον δασοφύλακα πατέρα του. Κάποια στιγμή, μάλιστα, ο Μαγιακόφσκι ταυτίστηκε με τον Δον Κιχώτη, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με έναν σατιρικό συγγραφέα θεατρικών και παιδικών βιβλίων, αλλά και με έναν αλλόκοτο ποιητή που αντιμετώπιζε τη βαρύτητα της ύπαρξης με αυθάδικο γέλιο.

Η αντάρα που προξένησε η επιβλητική μορφή του και το βροντερό του δόρυ ήταν ανάλογη με το βιομηχανικό εργοστάσιο που έστησε στην καρδιά της ποίησης, γεμάτο από υλικά σκουριασμένα, ριγμένα στις σκοτεινές γειτονιές της πόλης τη νύχτα: «Παίρνω την παρατημένη μου καρδιά/ και την κουβαλώ/ σαν τον σκύλο που στην τρώγλη κουβαλά/ το πόδι που του έκοψε το τρένο».


Από τα πρώτα του εκείνα βήματα ως μέλους μιας παράδοξης φουτουριστικής παρέας που περιόδευε στις διάφορες πόλεις της προεπαναστατικής Ρωσίας έως την τελευταία του περίοδο, κατά την οποία, αναγνωρισμένος ποιητής πια, είδε τη Μόσχα να τον υποδέχεται ως έναν ευφάνταστο κοσμοπολίτη, οι πόλεις ήταν εκεί για να αποκαλύψουν το χαμένο μεγαλείο και τα εσωτερικά τους όργανα.

Ίσως γι' αυτό, όπως αποκαλύπτει και το βιβλίο, στον Μαγιακόφσκι δεν άρεσε ποτέ ο Σαγκάλ, ο οποίος συνήθιζε να αντικρίζει τις πόλεις μόνο από ψηλά.

Σε αντίθεση με τον διάσημο ζωγράφο, ο ίδιος δεν ήθελε απόσταση αλλά εγγύτητα και θόρυβο: κρεβάτια που τρίζουν, εξεγέρσεις και νέες μορφές έκφρασης και ανατροπής, καθώς, όπως έγραφε, μαζί με τον Μπουρλιούκ και τον Κάμενσκι, στο δικό τους φουτουριστικό μανιφέστο: «Ο ελεύθερος λόγος του δημιουργικού ατόμου θα γράφεται στο εξής σε τοίχους, ταμπλό, δρόμους, αμάξια, άμαξες, πάνω σε τραμ και στα ρούχα των ανθρώπων».

Ίσως γι' αυτό βρέθηκε πιο κοντά στους επαναστάτες, διατρανώνοντας ωστόσο τη βαθιά του απέχθεια προς τη γραφειοκρατία και κηρύσσοντας τον πόλεμο σε οτιδήποτε θύμιζε οριοθέτηση, καθοδήγηση ή Κόμμα. Σάμπως να ανδρώθηκε μαζί με τον ρωσικό μοντερνισμό και τις τολμηρές αντηχήσεις του, επιβάλλοντας μια αλλόκοτη και σουρεαλιστική γλώσσα: εμβληματική είναι η σκηνή της γνωριμίας του με τον Μπουλγκάκοφ, ο οποίος του συστήνει τους πρωτοποριακούς συγγραφείς της εποχής, μεταξύ των οποίων τον συγγραφέα της Πετρούπολης Μπέλι.


Για τον Μαγιακόφσκι δεν υφίσταται επανάσταση έξω από την τέχνη και τον έρωτα, και ας κατηγορήθηκε γι' αυτό από τους κριτικούς της εποχής και τους μπολσεβίκους. Τα ποιήματά του είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου εμπνευσμένα από μια γυναίκα ή καταλήγουν πάντα σε αυτήν: από την όμορφη Μαρία έως την αισθαντική Έλσα –άσχετα με το αν λάτρεψε τελικά την αδελφή της Λίλι– και από την ελεύθερη Λαρίσα έως την πιο επιβλητική Βερόνικα.

Στις φαντασιώσεις του επανέρχεται, όπως επιμένει εμφατικά ο Σέβε, η μορφή της Άνα Αχμάτοβα, αλλά και της σταρ της εποχής Βέρα Χολόντναγια. Γυναίκες πραγματικές, σύντροφοι και μούσες που τροφοδότησαν την ανέφικτη εικόνα που έτρεφε ο Βολόντια για τον έρωτα που δεν χωρούσε στην πραγματική ζωή: «Συντρίμμια η βάρκα της αγάπης/ πάνω στην καθημερινότητα».

Δεν του άρεσε η γλυκερή αίσθηση που κατέτρυχε τους ποιητές και συγγραφείς της εποχής, ούτε μπορούσε να ενστερνιστεί τις εκφραστικές επιταγές που επέβαλλαν τα διάφορα ρομάντζα (ακόμα και ο Λένιν φαίνεται κάποια στιγμή να κλαίει, διαβάζοντας την Κυρία με τις Καμέλιες). Για εκείνον: «Έρωτας δεν είναι λάβα ρέουσα/ Ούτε και κάρβουνο πυρακτωμένο/ που ρέει από το ηφαίστειο του στέρνου/ κι από τα κυματιστά πυκνά δάση του./ Έρωτας είναι να τρέχεις τις μικρές ώρες/ μ' ένα τσεκούρι π' αστράφτει τη νύχτα/ σε τρύπια σεντόνια να πέφτεις».

Είναι ακριβώς ο έρωτας που ένιωθε για την παντοτινή αγαπημένη του Λίλι Γιούρεβνα Μπρικ, στην οποία είχε αφιερώσει το «Σύννεφο με παντελόνια» και πάνω στη ράχη της οποίας έγραφε τον «Αυλό των Σπονδύλων». Σύζυγος της Λίλι ήταν ο εκδότης του Όλιπ και όλοι μαζί ενεπλάκησαν σε ένα παράξενο τρίγωνο το οποίο, όπως φανερώνει το βιβλίο, έκρυβε αγάπη και απόλυτο σεβασμό, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του (στο τέλος, μάλιστα, έγινε εξάγωνο!).

Είναι συγκλονιστική η στιγμή που ο Μαγιακόφσκι διαβάζει το «Σύννεφο με παντελόνια» στο σπίτι του Όσιπ και της Λίλι, με τον Γκόργκι –τον οποίο, παρεμπιπτόντως, δεν εκτίμησε ποτέ– να ακούει σχεδόν εκστασιασμένος. Σε ένα βιβλίο, άλλωστε, που φέρει τον τίτλο Φλέγομαι, από τον ομώνυμο στίχο, δεν μπορεί να μην έχουν σημασία οι στιγμές, ειδικά αυτή στο νοσοκομείο λίγο πριν από το επερχόμενο τέλος ή όταν ο Μαγιακόφσκι γράφει σε μια χαρτοπετσέτα το τρίπτυχο της ζωής του, Τέχνη - Επανάσταση - Σεξουαλικότητα.


Με μια λέξη, «δημιουργία». Με αυτήν απαντούσε στον λαϊκισμό, στους αχθοφόρους της επανάστασης οι οποίοι επέμεναν στη ματαιότητα της καλλιτεχνικής πράξης: «Πιο όμορφο είναι, φυσικά, να πλανίζεις ξύλα. Η δουλειά μας, όμως, εμάς των ποιητών είναι να πλανίζουμε τα αργόστροφα κεφάλια των ανθρώπων» απαντά σε έναν εργάτη που ενίσταται για την αναγκαιότητα του καλλιτεχνικού έργου.

«Χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλον, εργάτη. Ο εργάτης του λόγου και ο εργάτης της γης –και σε καιρό πολέμου– ο εργάτης των σφαγών». Τον Μαγιακόφσκι δεν τον πείραξε ποτέ το βαθύ κόκκινο της επανάστασης ή του αίματος αλλά η έλλειψη εναλλαγών και η αχρωματοψία σε έναν ασπρόμαυρο κόσμο: «Τα χρώματα δεν θα τα πειράξετε... ειδικά το κόκκινο. Θέλω την κοινωνία μας πολύχρωμη, με πολλή μουσική και ποίηση. Δεν φοβάμαι τις εντελώς αντίθετες απόψεις. Με διεγείρουν υπερβολικά οι διενέξεις. Αν εξαφανίσετε όλες τις διαφορές, τότε θα πέσει βουβαμάρα και τα χρώματα θα χαθούν».

Αυτός είναι εν ολίγοις ο πάντοτε απρόβλεπτος Μαγιακόφσκι του Σέβε και όλων σχεδόν των ανθρώπων, σε μια βιογραφία που μπορεί να είναι μυθιστορηματική, αλλά υπερτονίζει την αλήθεια.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO

Βιβλίο
2

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Ηχητικά Άρθρα / Μεσσαλίνα: Ακόλαστη μέγαιρα ή πολύ έξυπνη για την εποχή της;

Το όνομά της έχει συνδεθεί με την εικόνα μιας αδίστακτης, σεξουαλικά ακόρεστης και επικίνδυνης γυναίκας. Ένα νέο βιβλίο, όμως, έρχεται να αμφισβητήσει αυτή τη στερεοτυπική αφήγηση και να φωτίσει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Rene Karabash

Βιβλίο / Rene Karabash: «Θέλω πίσω τη γυναικεία δύναμη που μου στέρησαν οι άνδρες»

Η Βουλγάρα συγγραφέας Rene Karabash μιλά για το μυθιστόρημά της «Ορκισμένη», που τιμήθηκε με το βραβείο Ελίας Κανέτι, και στο οποίο εστιάζει στην ιστορία των «ορκισμένων παρθένων» γυναικών των Βαλκανίων που επέλεξαν να ζήσουν ως άνδρες.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Δυο γυναίκες συγγραφείς αποκαλύπτουν τα κρυφά μυστικά της γραφής

Βιβλίο / Όλες οι γυναίκες του κόσμου στο νέο βιβλίο της Αμάντας Μιχαλοπούλου

Στο «Μακρύ ταξίδι της μιας μέσα στην άλλη», η μητρότητα γίνεται ο συνδετικός κρίκος που ενώνει όλες τις μητέρες και όλες τις κόρες με τις γυναίκες της Ιστορίας που θαυμάσαμε, αλλά και τις ανώνυμες «Παναγίες» που κράτησαν στους ώμους τους τα βάρη της ανθρωπότητας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Βιβλίο / «Ένας μύθος λέει πως αν χάσεις κάτι στην Αθήνα, θα το βρεις στον Ελαιώνα»

Στο νέο του βιβλίο, «Lost Things Found», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Hyper Hypo, ο εικαστικός φωτογράφος Αντώνης Θεοδωρίδης εξερευνά τον μαγικό κόσμο της υπαίθριας αγοράς του Ελαιώνα.
ΙΩΝΑΣ ΚΑΛΛΙΜΑΝΗΣ
Ντιντιέ Εριμπόν: «Καιρός για ένα κίνημα των ηλικιωμένων!»

Ντιντιέ Εριμπόν / Ντιντιέ Εριμπόν: «Να πάψουμε να βλέπουμε τους ηλικιωμένους ως κοινωνικούς παρίες»

Από τους σημαντικότερους και πιο επιδραστικούς σύγχρονους Γάλλους στοχαστές, ο Ντιντιέ Εριμπόν συνδύασε στα βιβλία του τα δύσκολα βιώματα της νεότητάς του με μια εμπεριστατωμένη, αλλά και εικονοκλαστική, κοινωνικοπολιτική «ακτινογραφία» της γαλλικής κοινωνίας. 
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κεχαγιάς

Βιβλίο / «Το να εκδίδεις βιβλία στην Ελλάδα είναι σαν να παίζεις στο καζίνο»

Η Γεννήτρια είναι ένας νέος εκδοτικός οίκος αφιερωμένος στη σύγχρονη λογοτεχνία. Ο εκδότης της, συγγραφέας και μεταφραστής, Παναγιώτης Κεχαγιάς, μιλά για τις δυσκολίες και τις χαρές του εγχειρήματος, για το πώς σκοπεύει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις μιας ιδιαίτερα ανταγωνιστικής αγοράς, καθώς και για τους πρώτους τίτλους που ετοιμάζεται να εκδώσει.
M. HULOT
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Οι Αθηναίοι / Κωνσταντίνος Τσουκαλάς: «Ακούμε συνεχώς για ανάπτυξη, χωρίς να διερευνάται τι είναι το "καλό"»

Η εκτέλεση του Μπελογιάννη τον έκανε αριστερό. Η αυτοκτονία του Νίκου Πουλαντζά, μπροστά στα μάτια του, τον καθόρισε. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αφηγείται το προσωπικό του ταξίδι και την πνευματική περιπέτεια μιας ολόκληρης εποχής, από τη διανόηση του Παρισιού μέχρι τους δρόμους της πολιτικής και τις αίθουσες των πανεπιστημίων.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Βιβλίο / Έλλη Σκοπετέα: Tο ανατρεπτικό έργο μιας ιστορικού που έφυγε νωρίς

Δεν υπάρχει μελέτη για τον ελληνικό εθνικισμό που να μην έχει αναφορές στο έργο της. Η επανακυκλοφορία του βιβλίου της «Το “Πρότυπο Βασίλειο” και η Μεγάλη Ιδέα» από τις εκδόσεις Νήσος συνιστά αναμφίβολα εκδοτικό γεγονός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός» ΟΙ ΤΙΤΛΟΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Νίκος Μπακουνάκης / Νίκος Μπακουνάκης: «Αυτή τη θέση δεν την παντρεύεσαι, ούτε είσαι θεός»

Ο πρόεδρος του ΕΛΙΒΙΠ, στην πρώτη του συνέντευξη, μιλά στη LIFO για τους στόχους και τις δράσεις του ιδρύματος και για το προσωπικό του όραμα για το βιβλίο. Ποιος ο ρόλος των μεταφράσεων στην πολιτιστική διπλωματία και πώς θα αυξηθεί η φιλαναγνωσία; 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζόναθαν Κόου

I was there / Τζόναθαν Κόου: «Το να είσαι κυνικός δείχνει τεμπελιά στη σκέψη»

Ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα και μίλησε για τη συγγραφή ως «πολυτέλεια για λίγους», την εκλογή Τραμπ ως «έκφραση απόγνωσης» και τη «woke» κουλτούρα ως πράξη ενσυναίσθησης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Πολ Όστερ (1947-2024): Ο Mr. Vertigo των ονειρικών μας κόσμων

Σαν σήμερα  / Πολ Όστερ: «Οι χαμένες ευκαιρίες αποτελούν μέρος της ζωής στον ίδιο βαθμό με τις κερδισμένες»

Σαν σήμερα 30 Απριλίου, το 2024 πεθαίνει ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας και μετρ της σύμπτωσης, που κατάφερε να συνδυάσει την προοπτική των άπειρων φανταστικών κόσμων με το ατελείωτο κυνήγι των ευκαιριών και τη νουάρ ατμόσφαιρα με τα πιο ανήκουστα αυτοβιογραφικά περιστατικά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ηλίας Μαγκλίνης: «Η ανάκριση»

Το Πίσω Ράφι / «Γιατί δεν μου μιλάς ποτέ για τον εφιάλτη σου, μπαμπά;»

Η «Ανάκριση» του Ηλία Μαγκλίνη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πεζά των τελευταίων χρόνων, φέρνει σε αντιπαράθεση έναν πατέρα που βασανίστηκε στη Χούντα με την κόρη του που «βασανίζεται» ως περφόρμερ στα χνάρια της Μαρίνα Αμπράμοβιτς.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Πέντε κλασικά έργα που πρέπει κανείς να διαβάσει

Βιβλίο / 5 κλασικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ξανά σε νέες μεταφράσεις

Η κλασική λογοτεχνία παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη, κι αυτό το αντιλαμβάνεται κανείς ανατρέχοντας στους τίτλους της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής και σε έργα των Τζόις, Κουτσί, Κάφκα, Αντρέγεφ και Τσβάιχ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Τάσος Θεοφίλου: «Η φυλακή είναι το LinkedΙn των παρανόμων» ή «Το πορνό και το Κανάλι της Βουλής είναι από τα πιο δημοφιλή θεάματα στη φυλακή»

Βιβλίο / Τάσος Θεοφίλου: «Όταν μυρίζω μακαρόνια με κιμά θυμάμαι τη φυλακή»

Με αφορμή το βιβλίο-ντοκουμέντο «Η φυλακή», ο Τάσος Θεοφίλου μιλά για την εμπειρία του εγκλεισμού, για τον αθέατο μικρόκοσμο των σωφρονιστικών ιδρυμάτων –μακριά απ’ τις εικόνες που αναπαράγουν σειρές και ταινίες– και για το πώς η φυλακή λειτουργεί σαν το LinkedIn των παρανόμων.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Βιβλίο / Michel Gaubert: Ο dj που βάζει μουσικές στα σημαντικότερα catwalks

Chanel, Dior και πολλοί ακόμα οίκοι υψηλής ραπτικής «ντύνουν» τα shows τους με τη μουσική του. Στο «Remixed», την αυτοβιογραφία-παλίμψηστο των επιρροών και των εμμονών του, ο ενορχηστρωτής της σύγχρονης catwalk κουλτούρας μας ξεναγεί σε έναν κόσμο όπου μουσική και εικόνα γίνονται ένα.
ΣΤΕΛΛΑ ΛΙΖΑΡΔΗ
Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Βιβλίο / Ρωμανός ο Μελωδός: Ο ουρανόθρεφτος ποιητής του Θείου Δράματος

Λίγοι είναι οι ποιητικά γραμμένοι εκκλησιαστικοί στίχοι που δεν φέρουν τη σφραγίδα αυτού του ξεχωριστού υμνωδού και εκφραστή της βυζαντινής ποιητικής παράδοσης που τίμησαν οι σύγχρονοί μας ποιητές, από τον Οδυσσέα Ελύτη μέχρι τον Νίκο Καρούζο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

σχόλια

1 σχόλια