Ποδηλατοδρόμια του Αιγαίου

Ποδηλατοδρόμια του Αιγαίου Facebook Twitter
1

Aπό τον Δημήτρη Καραίσκο

Περασμένα μεσάνυχτα το μεγάφωνο του 'Ανθή Μαρίνα' ανακοίνωσε ότι φτάναμε στο λιμάνι της Πάτμου. Κοίταξα έξω από το φινιστρίνι κι είδα ένα τεράστιο κρουαζιερόπλοιο που τσούλαγε αθόρυβα μέσα στο κενό. Ανέβηκα στο κατάστρωμα να καπνίσω. Ακούμπησα στην κουπαστή και είδα ένα μεγάλο βράχο να περνάει ξυστά απ' το καράβι. Φωτισμένος απ' τις λάμψεις μιας θαλαμηγού που είχε αγκυροβολήσει δίπλα του, έμοιαζε με πέτρα σε γιγάντιο ενυδρείο. Μέσα στη θαλαμηγό, σιλουέτες γελούσαν και χόρευαν υπό τους ήχους μιας ακατάληπτης μουσικής: ένα πάρτι στην άκρη του κόσμου δίπλα σ' ένα βράχο σε σκοτεινά νερά. Παραδίπλα, στο λιμάνι, παρέες νέων παιδιών κάθονταν έξω από ένα μπαρ πίνοντας κοκτέιλ σε μεγάλα χρωματιστά ποτήρια. Από μακριά διέκρινε κανείς αυτόν το ζηλευτό κι αυτάρεσκο αέρα της αλαζονείας του να είσαι νέος. Να τα έχεις όλα στα πόδια σου. Να αστράφτεις και να λάμπεις λες και δεν υπάρχει απώλεια, λάθος ή τέλος. Ενώ το πλοίο έφευγε, η πόρτα του μπαρ άνοιξε και ξεπήδησαν προς τα έξω τα λόγια του "September" των Earth Wind & Fire:"As we danced in the night, remember how the stars stole the night away". Αφήσαμε την Πάτμο πίσω μας κι η μουσική ξεθώριασε μαζί με τα φώτα της.

Μετά από την μακρόσυρτη μονοτονία της νυχτερινής μας πλεύσης εμφανίστηκαν αινιγματικά στον ορίζοντα κάποια φώτα που όλο και πλησίαζαν. Είναι αυτό το μοναδικό γεγονός του πλοίου που πλησιάζει έναν προορισμό μέσα στο βράδυ, που συνοδεύεται πάντα στο μυαλό σου απ' τις ίδιες ερωτήσεις: Ποιο είναι αυτό το λιμάνι; Που είναι ένας χάρτης να τον συμβουλευτώ; Αυτοί φαίνονται να ξέρουνε πολύ καλά που με πάνε, αλλά εγώ δεν έχω ιδέα. Σαν να είσαι στη βάρκα του "Νησιού των Νεκρών" του Μπόκλιν κι ένας βαρκάρης δίχως πρόσωπο να σε πάει σε άγνωστους προορισμούς χωρίς να πει λέξη.

Δύο μικροί φάροι λάμπανε ο ένας ακριβώς απέναντι από τον άλλον, στο μικρό στόμιο του μεγάλου φυσικού λιμανιού της Λέρου, και κάτω από τον έναν, κάτω απ' τα βράχια, ένα ψαροκάικο με αναμμένο το πυροφάνι λικνιζόταν ήρεμα κι ανέμελα, σαν να μας χλεύαζε, εμάς τους στοιβαγμένους τουρίστες μέσα στο μεγάλο επιβατικό πλοίο. Γύρω μας απλωνόταν ένα μεγάλο φυσικό λιμάνι, με παραλιακά δρομάκια διάστικτα από στύλους της ΔΕΗ που φτύνανε πάνω στο δρόμο υγρές δεσμίδες φωτός, έτσι όπως τις ζωγράφιζε στις ιστορίες του ο Λουστάλ. Απόρουσα τι ήταν αυτά τα βιομηχανικής αισθητικής κτήρια που έβλεπα παντού τριγύρω. Τελωνεία; Λιμενικές αρχές; Παλιά σφαγεία; Στρατώνες; Αποθήκες; Σανατόρια? Τα προβόλια ενός αυτοκινήτου φώτισαν ένα από αυτά τα παράλια δρομάκια, μπροστά από τα εντυπωσιακά παλιά κτήρια. Το όχημα έφτασε ως το τέρμα του δρόμου και στάθηκε. Ένας αναπτήρας άστραψε και διαγράφηκε στιγμιαία ή σιλουέτα του συνοδηγού. Σε δύο-τρία λεπτά το αμάξι έκανε αναστροφή και γύρισε πίσω. Αναρωτήθηκα ποιοι να ήταν αυτοί οι δυο άνθρωποι, τι πήγαν να κάνουν εκεί και γιατί έφυγαν αμέσως;  Τι να λέγαν, τι να κρύβανε στα μυαλά τους, τι ζωή να κάναν στη Λέρο, ήταν εκεί για διακοπές ή ζούσαν μόνιμα, και τι θα κάναν την επόμενη μέρα; Η χλαπαταγή της μπουκαπόρτας του πλοίου που κατέβηκε στο μώλο με επανέφερε στην πραγματικότητα. Το πιο άσχημο μηχανοκίνητο όχημα όλων των εποχών, αυτό το μεγάλο φορτηγό-κλουβί που κουβαλάει ζώα, βγήκε από το καράβι και έφερε στη Λέρο ένα κοπάδι αγελάδες και ένα κακόμοιρο άλογο. Είχε αρχίσει να ξημερώνει και όλα είχαν αποκτήσει ένα χρώμα διαστημικό, πράσινο-γκρι, καυστικό. Είχα ανάγκη από κατάλυμα, σκοτάδι και ησυχία, πράγματα που βρήκα σε μια ξεχασμένη, σκοτεινή γωνιά του πλοίου. Οι τρισδιάστατες σκιές της καινούριας μέρας πέσαν πάνω μου σαν μαχαίρια.

Η Κως ήταν μόνο μια σύντομη εικόνα: ένα παλιό κάστρο, οι πολεμίστρες του και η βοή του οργανωμένου τουρισμού. Ξαναξύπνησα στη Ρόδο που έμοιαζε πολύ με την Κω. Κάστρα, πύργοι, κρουαζιερόπλοια. Είχαμε φτάσει σ' ένα πλανήτη φτιαγμένο για τουρίστες. Γιγάντια επιβατικά πλοία με πολύχρωμα graphics, άχαρα, σαν τεράστιες τυριέρες, μιλιούνια ξενοδοχείων, εκατομμύρια ξαπλώστρες, δυο δισεκατομμύρια ομπρέλες και μια γοητευτική αμμουδερή μύτη μ' ένα μικρό μεταλλικό φάρο στην άκρη, να αγκαλιάζεται από μπλε νερά που τα άσπριζε ένα αεράκι. Σε λίγη ώρα αυτό το τεράστιο λούνα-παρκ για μεσήλικες Βρετανούς είχε χαθεί πίσω μας κι αυτό το συμπαθέστατο παλιό καράβι, ο μικρός, περήφανος "Πρωτέας", ξεκίνησε το ταξίδι του προς το χαμένο νησί του Καραγάτση.





Η Τήλος φάνηκε τρεις ώρες μετά σαν να αναδύεται μέσα από ένα Αιγαίο που σου προκαλούσε ευφορικές ψευδαισθήσεις. Ο Πρωτέας, ο Τρίτωνας και μια στρατιά από άγνωστους θεούς σκαρφάλωναν μαζί με τον ήλιο στις απότομες ράχες του άγνωστου νησιού, μαζί με ένα χορό από δελφίνια, βότσαλα, αστερίες και ψάρια που φωσφορίζουν. Η Τήλος είχε πια πλησιάσει γύρω μας. Το Μικρό Χωριό, το χωριό φάντασμα με τα σπίτια-κουφάρια, μας κοίταζε σιωπηλά από μακριά, άλλα εμείς δεν το είχαμε πάρει ακόμα χαμπάρι. Η ιστορία του μας ήταν ακόμα άγνωστη, όπως και το γεμάτο σπινθήρες βλέμμα του Καπετάν-Δημήτρη στον Άγιο Αντώνη και τα λείψανα των μικροσκοπικών ελεφάντων στο μουσείο του Μεγάλου Χωριού. Την ίδια στιγμή, η γιγάντια παραλία της Ερίστου, στα νότια του νησιού, κοίταζε σαν ηλικιωμένος σοφός σκύλος την Μεσόγειο να απλώνεται αυτοκρατορικά ως την Κάρπαθο και τις πιο απάτητες μικρές παραλίες στη Λιβύη. Η Τήλος μου άφησε μια απορία, ένα αίσθημα αβεβαιότητας. Δεν μου δόθηκε, και δεν την ένοιαζε κιόλας. Μου γύρισε από παντού το πρόσωπο, και μου ζήτησε πολύ περισσότερα απ' όσα της έδωσα. Άγρια και απρόσιτη, μακρινή και τρομακτική, ανεξήγητα γοητευτική, πληγωμένη και παρατημένη μέσα σε μια αρχέγονη, ανένταχτη αγνότητα, σε έκανε να αναρωτιέσαι αν είχες γυρίσει πίσω στην εποχή που ακόμα περπάταγαν πάνω της ελέφαντες-νάνοι.

Στο μπαρ του Μικρού Χωριού, μέσα στα βάθη της νύχτας, μιας νύχτας που δε σ 'ένοιαζε αν έχει ώρες ή τελειωμό, ένα τσούρμο από κατάμαυρους από τον ήλιο, θορυβώδεις και φιλικούς Ιταλούς ιστιοπλόους χόρευε πάνω στο πέτρινο μπαλκόνι του κτηρίου που ήταν κάποτε το Δημαρχείο του Χωριού. Όταν το μπιτ δυνάμωνε, ή όταν έπαιζε το ρεφρέν του τραγουδιού, το φοβερό εύρημα εμφανιζόταν μπροστά μας, μαγικό και βέβηλο μαζί: τα κουφάρια των σπιτιών φωτίζονταν από λάμπες που είχαν τοποθετηθεί μέσα τους, ώστε με κάθε χτύπημα του ρυθμού να αναβοσβήνουν απότομα σα γιγάντιο φωτορυθμικό. Τα έβλεπες να εμφανίζονται αστραπιαία μέσα απο το σκοτάδι και μέτα να ξαναχάνονται, σαν να είχες ψευδαίσθηση. Οι τρύπες των παραθύρων ήταν μάτια, οι πόρτες στόμα, και με κάθε γύρισμα του τραγουδιού το πεθαμένο χωριό έμοιαζε να εκλιπαρεί να το αφήσουν ήσυχο. Ήταν σαν να είχε στηθεί ένα πάρτι πάνω σε ρημαγμένους τάφους, κάτω από τους αστερισμούς, μια νύχτα χωρίς φεγγάρι.

Ένα πάρτι πάνω σε δύο γκρεμούς - αυτό ήταν η Αστυπάλαια το βράδυ που την είδα. Το καράβι σταμάτησε σ' ένα λιμάνι αόρατο, με ένα λιμενοβραχίονα, δύο λιμενικούς και ένα αυτοσχέδιο λιμεναρχείο. Οδήγησα το μηχανάκι σ' ένα ανηφορικό δρόμο γεμάτο στροφές ως τη Χώρα που ήταν χτισμένη πάνω σε δύο υψώματα που κατρακύλαγαν απότομα ως τη θάλασσα. Περπάτησα στα στενά και είδα απολαυστικές, φευγαλέες εικόνες από αμέτρητες άλλες καλοκαιρινές διακοπές, να συμβαίνουν παράλληλα, την ίδια στιγμή, αγνόωντας η μία την άλλη με πλήρη αρμονία: την παρέα των σαραντάρηδων που φύγανε νωρίς από το μπαρ για να περπατήσουν ως το νοικιασμένο τους δωμάτιο, των εικοσάρηδων που χόρευαν με τα όμορφα πουκάμισα τους στο πολύχρωμο μπαρ που έπαιζε ωραία μουσική, τα ζευγάρια που φιλιόντουσαν κάτω από τους ανεμόμυλους και τα αγόρια που καθόταν δίπλα μου και μιλάγανε για για το που θα πηγαίνανε την επομένη για μπάνιο, σε ποια παραλία, και αν θα πάρουν το μονοπάτι ή τη βάρκα, κάτι που μ' έκανε με λίγη στεναχώρια να θυμηθώ οτι ήμουν απλά περαστικός από εκεί, αφού σε τρεις ώρες θα ερχόταν το πλοίο μου για την Νάξο. Αποκοιμήθηκα σε μια μικρή παραλία δίπλα σ' ένα κάμπινγκ όπου βαρούσε ασταμάτητα μια κιθάρα και μια παρέα γέλαγε και μίλαγε και έπινε για ώρες, ενώ τ' αστέρια πέφτανε βροχή πράσινα, μπλε, άσπρα και κίτρινα.

Ξημερώματα φτάσαμε στα Θολάρια της Αμοργού όπου μπούκαρε στο πλοίο ένα νυσταγμένο πλήθος από εικοσάχρονα Γαλλάκια με ευγενικούς τρόπους, γυαλιά και ασπρόμαυρα ριγέ t-shirts. Μέσα στο ημίφως και έτσι άυπνοι όπως ήταν μοιάζανε με φαντάσματα. Σε μία ώρα τους είχε πάρει όλους ο ύπνος και τους ξύπνησαν τα μεγάφωνα που λέγανε ότι φτάσαμε στην Νάξο. Τέρμα το μυστήριο των άγνωστων νησιών. Ήμουν πια σε περιοχή που γνώριζα. Το απόγευμα άλλαξα πλοίο και έφτασα στην Ίο. Κολύμπησα στον Κάλαμο και είδα μέσα απο το τζάμι της μάσκας βράχια, ψάρια, αχινούς και αστερίες να συνωμοτούν στο βυθό. Το βράδυ έφαγα τους μεζέδες του Κάφρου, στριμώχτηκα σ'ένα μπαρ με μια πενταήμερη απο το Τελ Αβίβ και ξεράθηκα στον ύπνο στο κάστρο της Τζοάνας. Και μετά από δύο-τρεις μέρες μου είχε λείψει η Τήνος. Φαντάζόμουν την Ερμούπολη να αναβοσβήνει το βράδυ τα φώτα της απέναντι απ'το στενό, τον Τσικνιά να μαζεύει σύννεφα, τη Λιβάδα να σηκώνει κτηνώδη κύματα και τον Πλανήτη να στέλνει σήματα με τον διαλυμένο φάρο του μέσα στη φουρτούνα. Σε λίγες μέρες ήμουν πάλι εκεί, για ακόμα μια φορά, και πάλι θα έφευγα, και την ήξερα αυτήν την παράλογη στιγμή που θα έφτανα στο λιμάνι του Πειραιά ή της Ραφήνας, και μετά από λίγη ώρα θα έβαζα το κλειδί στην πόρτα του σπιτιού και θα έβγαινα στο μπαλκόνι και πέρα από τα φώτα της Αίγινας, τις σκιές της Πελοποννήσου και την Ύδρα, θα φανταζόμουν χαμογελώντας ότι ξανοίγονται ανεξάντλητα αυτά τα φοβερά νησιά, εκεί που όπως έγραφε ο Ασλάνογλου "βρίσκουμε τις αρχικές μας ρίζες και πίνουμε αξεδίψαστα στις πρώτες πηγές".

 

(Ο τίτλος του post ανήκει σε κείμενο του ποιητή και δοκιμιογράφου Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου και αναφέρεται με σεβασμό σε αυτόν).

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Οδοιπορικό στην Τουρκία: Βαδίζοντας στα χνάρια του Αινεία

Ταξίδια / Τσανάκαλε, Αρχαία Τροία, Καταρράκτες Sütüven. Ένα οδοιπορικό στην Τουρκία

Από τον εντυπωσιακό ναό του Απόλλωνα Σμινθέα στο Γκιουλπινάρ μέχρι τον χολιγουντιανό Δούρειο Ίππο στο Τσανάκαλε, η Τουρκία ξεδιπλώνει έναν απολαυστικό χάρτη γεμάτο μύθο και… καλοκαιρινές εκπλήξεις.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Σε ένα μικρό χωριό στο Ζαγόρι έχουν γυριστεί 60 ταινίες μικρού μήκους

Γειτονιές της Ελλάδας / Σε ένα μικρό χωριό στο Ζαγόρι έχουν γυριστεί 60 ταινίες μικρού μήκους

Η Βαγγελιώ Ρετάλη μιλά για το Zagoriwood, ένα φεστιβάλ που για λίγες μέρες κάθε καλοκαίρι μετατρέπει τα ήσυχα Κάτω Πεδινά σε επίκεντρο κινηματογραφικής συνάντησης και δημιουργίας.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Ο Δημήτρης και ο Κερέμ κάνουν πράξη την ελληνοτουρκική φιλία

Ταξίδια / Ο Δημήτρης και ο Κερέμ κάνουν πράξη την ελληνοτουρκική φιλία

Ο ένας Έλληνας, ο άλλος Τούρκος. Δύο άνθρωποι που γνωρίστηκαν, έγιναν φίλοι και αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν χώρο που να αποτυπώνει όλα όσα τους συνδέουν − και όχι όσα τους χωρίζουν. Το «Meraki Café» στην Κωνσταντινούπολη. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι;»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Μπορεί να μην είναι ρόδινα τα πράγματα στην επαρχία, αλλά και πού είναι;»

Η Ευγενία Μαστοράκη άφησε την Αθήνα για την Οκτωνιά, ένα μικρό, γραφικό χωριό στην Εύβοια, όπου ζει με τον σύζυγό της και τα δυο τους παιδιά. Της λείπουν πολλά πράγματα, αλλά εκεί ανασαίνει καλύτερα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Η επαρχία έχει ανάγκη όλους εκείνους που κάθε Χριστούγεννα, Πάσχα ή καλοκαίρι επιστρέφουν στους τόπους τους και λένε: «Τι ωραία θα ήταν να γυρνούσα μόνιμα»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Η κατάσταση στο Μεσολόγγι σήμερα είναι δύσκολη αλλά και ελπιδοφόρα»

Ο Αλέξανδρος Παναγιωτόπουλος επέστρεψε στο Μεσολόγγι και δημιούργησε την ομάδα Messolonghi by Locals με στόχο να επαναφέρει στο προσκήνιο την αξία τού να μένεις, να ζεις και να δημιουργείς στον τόπο σου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Η παλιά Ελλάδα που νομίζαμε πως χάθηκε ζει ακόμα σε τόπους σαν τη Νίσυρο»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στη Νίσυρο οι άνθρωποι δουλεύουν - αλλά υπάρχει χρόνος και για την ψυχή»

Τη στιγμή που η Καλαμάτα άρχισε να του θυμίζει την Αθήνα, ο Σταύρος Παναγιωτόπουλος μετακόμισε σε έναν τόπο όπου δεν χρειάζεται να περιμένει τις διακοπές, μια και έχει το καλοκαίρι έξω από την πόρτα του.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Οδοιπορικό στη «Στέγη του Κόσμου», το Θιβέτ

Ταξίδια / Οδοιπορικό στη «Στέγη του Κόσμου», το Θιβέτ

Σ’ αυτόν τον τόπο, ανάμεσα σε πανύψηλες χιονοσκέπαστες κορφές και απύθμενες χαράδρες, ο χρόνος και ο χώρος διαστέλλονται, ενώ στους απέραντους αγριότοπους όπου κατοικεί ο Θεός επιζεί ακόμα η γαλήνη ενός χαμένου παραδείσου.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ
Η Ελένη Νέρουππου άφησε την Αθήνα και βλέπει πια τους κόπους μιας χρονιάς στο Βασιλικό Ευβοίας να ανταμείβονται σε ένα μπουκάλι κρασί

Γειτονιές της Ελλάδας / «Στη φύση, καθετί που παράγεις νιώθεις ότι είναι παιδί σου»

Η Ελένη Νέρουππου άφησε το Παγκράτι για να καλλιεργεί αμπέλια στο Βασιλικό Ευβοίας, για να ζήσει σε έναν τόπο όπου «οι ρυθμοί είναι πιο αργοί και σου επιτρέπουν να απολαύσεις ό,τι κάνεις».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
Ανακαλύπτοντας την ξεχασμένη ελληνική κοινότητα της Αντίς Αμπέμπα 

Ταξίδια / Ανακαλύπτοντας την ξεχασμένη ελληνική κοινότητα της Αντίς Αμπέμπα 

Οι σκηνοθέτες Χρόνης Πεχλιβανίδης και Μαρία Γιαννούλη, κάνοντας έρευνα για το νέο τους ντοκιμαντέρ στην Αιθιοπία, ήρθαν σε επαφή με τα απομεινάρια της άλλοτε ένδοξης ελληνικής παροικίας. 
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

σχόλια

1 σχόλια