«ΞΕΥΡΕΤΕ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ κινηματογραφικές ταινίες που δεν βλέπει όλος ο κόσμος και προ πάντων η λογοκρισία του κινηματογράφου;» ρωτούσε απευθυνόμενος στους αναγνώστες της εφημερίδας «Ακρόπολις» ο ανταποκριτής της στο Παρίσι τον Αύγουστο του 1933.
«Είνε οι ταινίες που προβάλλονται στις αίθουσες μερικών υπόπτων σπιτιών του Παρισιού, καθώς κι’ εκείνες που παίζονται στις σάλλες των θεάτρων, τα οποία δίδουν τις λεγόμενες “σουαρέ νουάρ”», εξήγησε αμέσως, απαντώντας στο ερώτημα που έθεσε.
Βέβαια, στις «σουαρέ νουάρ», όπως εξηγεί ο ανταποκριτής της «Ακροπόλεως», δεν επιτρεπόταν η είσοδος, όχι μόνο στα κορίτσια αλλά ούτε και στα αγόρια κάτω των είκοσι ετών. Συνέβαινε, τώρα, ο υπάλληλος που έκανε τον έλεγχο των θεατών «να ιδή μίαν νέαν, που κυμαίνεται μεταξύ των δεκαοκτώ και είκοσι Μαΐων, που θέλει να παρακολουθήση την άσεμνην ταινίαν» και να της απαγορεύσει την είσοδο. Τότε, πολύ συχνά, η νέα, η οποία ζητούσε να δει τη «γαργαλιστικήν ταινίαν», του έδειχνε, μαζί με το εισιτήριό της, και την ταυτότητά της, που της εξασφάλιζε δύο διασκεδαστικές ώρες στη «σουαρέ νουάρ».
Όταν βρέθηκε στο κατάφωτο από το φως της ημέρας μεγάλο δωμάτιο με τα αναρίθμητα ηλεκτρικά μηχανήματα, πρόσεξε ότι μια «κοψιά» υπνοδωματίου, πολυτελώς επιπλωμένου, ήταν σε μια γωνία, και γύρω απ’ αυτό σωρεία μαύρων παραπετασμάτων που κανόνιζαν τον φωτισμό.
Στις «άσεμνες ταινίες» που προβάλλονταν στις «σουαρέ νουάρ» δεν έπαιζαν ηθοποιοί αναγνωρισμένης αξίας ούτε «βεντέτες του Χόλλυγουντ». Μία φήμη εντούτοις κυκλοφορούσε εκείνη την περίοδο στο Παρίσι, σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις που σκάρωναν τις άσεμνες ταινίες αποφάσισαν να διαθέσουν μεγάλα ποσά για να έχουν πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες τις «θελκτικές βεντέτες του Χόλλυγουντ».
«Και θα δεχθή μία φημισμένη βεντέττα να ποζάρη σ’ όλες εκείνες τις τρομακτικά άσεμνες σκηνές που απαιτεί η φαντασία του γαργαλιστικού σεναρίστα; Αφού είνε το επάγγελμά της αυτό, απαντούν οι συχνάζοντες στις “σουαρέ νουάρ”. Η τέχνη τα επιτρέπει όλα άλλωστε. Εν τω μεταξύ, ο απηγορευμένος αυτός καρπός εκτελείται με προχείρους καλλιτέχνας και πολύ συχνά με γυναίκες που εμπορεύονται τα θέλγητρά των».
Πού και πώς γυρίζονται οι άσεμνες ταινίες
Τον τόπο και τον χρόνο των γυρισμάτων αποκάλυψε ο Γάλλος δημοσιογράφος Μπουαζιβού σε τεύχος παρισινού περιοδικού.
Ο Μπουαζιβού ανακάλυψε το στούντιο των ταινιών αυτών στη Μασσαλία έπειτα από πολλά βάσανα, καθώς οι επιχειρηματίες που τις χρηματοδοτούσαν ήταν πολύ εχέμυθοι και δεν μπορούσε να τους πάρει λέξη. Η βιομηχανία τους καταδιωκόταν, γι’ αυτό και λάμβαναν πολλά μέτρα για να την προφυλάξουν.
Όταν βρέθηκε στο κατάφωτο από το φως της ημέρας μεγάλο δωμάτιο με τα αναρίθμητα ηλεκτρικά μηχανήματα, πρόσεξε ότι μια «κοψιά» υπνοδωματίου, πολυτελώς επιπλωμένου, ήταν σε μια γωνία, και γύρω απ’ αυτό σωρεία μαύρων παραπετασμάτων που κανόνιζαν τον φωτισμό.
Με τα παραπετάσματα αυτά η ημέρα γινόταν εύκολα νύχτα. Στο δωμάτιο του ύπνου ξεχώριζαν ένα αναπαυτικό ντιβάνι με όμορφα πολύχρωμα μαξιλάρια και μια ντουλάπα με καθρέφτη. Μπροστά από το δωμάτιο ήταν το μηχάνημα που τραβούσε τις σκηνές της ταινίας. «Τα άσεμνα φιλμ δεν είνε “παρλάν”, όπως θα ξεύρετε ίσως. Τι χρειάζονται λόγια εκεί, όπου η παντομίμα είνε τόσον εύγλωττη!...»
Ο ρόλος της Ζοζεφίν Μπέικερ στις διαθεματικές παρισινές τσόντες
Στις γωνιές του στούντιο ήταν τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα της ταινίας: δύο άνδρες και δύο γυναίκες.
«Ο ένας από τους άνδρας ήτο μαύρος, κατάμαυρος, ένας αράπης, με μεταξωτό υποκάμισο, με αθλητικήν κορμοστασιά και με ανοικονόμητα χείλη! Ο άλλος ήτο ένας νέος τριάντα ετών και ανήκεν στην κατηγορίαν όπου πολύ έξυπνα οι Παρισινοί λένε: τρίτον γένος... Πρόσωπο γυναικείο, μάτια περιπαθή, τρόποι υπερλεπτεπίλεπτοι και χείλη κατακόκκινα από την πολύ κατάχρησιν του ρουζ. Η δυο γυναικούλες εξ άλλου, δυο αφράτα θηλυκά, το πουδραρισμένο κορμί των οποίων εσκέπαζε μόλις ένα ατίθασσον μαγιώ. Ξαπλωμένες με νωχέλεια σε μια πολυθρόνα επερίμεναν να αρχίση το γύρισμα. Ο κ. Γκρίφιθ, ο ρεζισέρ και επιχειρηματίας των ασέμνων ταινιών, δίδει τας τελευταίας οδηγίας. Ο τίτλος της ταινίας είναι “Το ανδρόγυνο διασκεδάζει”».
Βιαστικά, και αφού ο Γκρίφιθ έδωσε το σύνθημα, τακτοποίησαν τον φωτισμό του υπνοδωματίου. Τα μαύρα παραπετάσματα εξαφάνισαν το φως της ημέρας και οι ηλεκτρικοί προβολείς φώτισαν τη γωνιά του στούντιο όπου βρισκόταν το δωμάτιο του μοντέρνου ανδρόγυνου, το οποίο είχε διαρρυθμιστεί ως δωμάτιο της αμαρτίας.
Σε λίγο ξεκίνησε το γύρισμα. Ο ρυθμικός κρότος της μηχανής έβαλε όλους τους ηθοποιούς σε στάση προσοχής και η ιστορία άρχισε να διαδραματίζεται:
«Η μία από τις δυο μικρούλες προχωρεί προς το δωμάτιο. Οι προβολείς που πέφτουν πάνω της κάνουν το λαξευτό σώμα της να φαντάζη προκλητικώτερο, σκανδαλιστικό και πιο νεανικό. Με μίαν νωχέλεια σοφά μελετημένην, απαλλάσσεται από το μαγιώ της και αφού πάρει μερικές πόζες εμπρός στον καθρέπτην της ντουλάπας της, όπου το κρινόλευκο κορμί της αστράφτει σαν να είνε καμωμένο από φίλντισι, έπειτα ετοιμάζεται να κατακλιθή».
Ένα συνθηματικό χτύπημα στην πόρτα την πληροφόρησε ότι ο εραστής της την επισκεπτόταν σε μια στιγμή που εκείνη δεν τον περίμενε.
«Αλλ’ η Ντορέ, πολύ φιλάνθρωπος και εις το ερωτικόν αίσθημά της ακόμη, του ανοίγει. Μπαίνει ο αράπης με το μεταξωτό υποκάμισο».
«Το όνειρό μου είναι να αποκτήσω παιδιά μαζί σου», του εξομολογείται με πολλή περιπάθεια η Ντορέ. Εννοείται ότι τη φράση αυτή οι θεατές θα τη δουν στην επιγραφή, αφού η ταινία είναι βουβή!
«Γι’ αυτό κι’ εγώ έρχομαι τόσον συχνά στη φωλίτσα μας», της απαντά ο μαύρος, «εις παρεφθαρμένην γαλλικήν και με πολύν κυνισμόν».
«Αχ, ο φιλονεγρισμός!» αναστενάζει η Ντορέ.
«Ξεύρετε τι είνε ο φιλονεγρισμός; Από τη στιγμήν όπου επάτησε το πόδι της στο Παρίσι η Ζοζεφίνα Μπαίηκερ¹, οι Παρισινοί και οι Παρισινές ξετρελλάθηκαν με την φυλήν των μαύρων. Έτσι, λοιπόν, δικαιολογεί και το αίσθημά της η Ντορέ».
Εν τω μεταξύ η ταινία προχωράει. Ο εραστής με τα ανοικονόμητα χείλη γδύνεται απαθέστατα και αφελέστατα. Μετά από λίγο σφίγγει στην αγκαλιά του την ξελογιασμένη μαζί του ερωμένη του, Ντορέ. Το κινηματογραφικό μηχάνημα παίρνει και την ελάχιστη λεπτομέρεια της ερωτικής αυτής σκηνής. Κάποια στιγμή, όμως, ο Γκρίφιθ διακόπτει το γύρισμα και φωνάζει έξω φρενών:
«Όχι! Δεν είπα εγώ αυτό. Δεν είναι πόζα αυτή! Οι θεατές δεν θα βλέπουν παρά τις πλάτες σας. Δεν είπ’ αυτό! Προσέχετε! Πρέπει ο θεατής, για να ικανοποιηθεί, να δει το πρόσωπό σας, να δει τη συγκίνησή σας».
Το γύρισμα άρχισε πάλι. Οι πρωταγωνιστές προσπαθούσαν να είναι φυσικότεροι και επιδεικτικότεροι στις άσεμνες πόζες τους. Τη στιγμή που η ερωτική τους συγκίνηση είχε φθάσει στο ζενίθ της, μπήκε ο σύζυγος.
«Είνε ο γυναικοπρεπής νέος, ο οποίος προ του θεάματος της απιστούσης συζύγου του γίνεται έξω φρενών, όχι εναντίον της, αλλ’ εναντίον του εραστού της, διότι συμβαίνει να είνε ο αράπης και ιδικός του εραστής! Απειλείται δράμα. Εν τέλει ο αράπης, ασυναγώνιστος εις ερωτικάς περιπετείας, δέχεται να ικανοποιήση τας βδελυράς επιθυμίας του μοντέρνου συζύγου εις το ίδιον εκείνο δωμάτιον, όπου ικανοποίησε προ ολίγου και τας σεξουαλικάς ορέξεις της συζύγου του!...»
«Να γιατί πρέπει να συνεννοηθούμε με το Χόλλυγουντ...»
Όταν ο Μπουαζιβού βγήκε από το στούντιο, ο Γκρίφιθ, «ο ακούραστος επιχειρηματίας της φάμπρικας των ασέμνων ταινιών», τον ρώτησε πώς του φάνηκαν οι ηθοποιοί του.
«Πολύ φυσικοί!», του απάντησε.
«Δεν ξέρεις τι τραβώ για να βρω ηθοποιούς για τις ταινίες μου. Για να βεβαιωθείς, έλα να δεις με τα δικά σου μάτια».
Τον πήγε στο ισόγειο του οικήματος, όπου ήταν το γραφείο του. Περίπου πενήντα κορίτσια και νέοι περίμεναν εκεί να τον δουν.
«Και παραπονιέσαι; Αφού έχεις τόσους πολλούς υποψηφίους!»
Ο Γκρίφιθ του εξήγησε ότι όλα αυτά τα κορίτσια, κυνηγημένα έως εκεί από την ανεργία, μόλις μάθαιναν τι ρόλο επρόκειτο να παίξουν, έφευγαν πάνω στην πρόβα.
«Δεν έχουν συνηθίσει να παίρνουν επαγγελματικά την δουλειά αυτή. Να γιατί πρέπει να συνεννοηθούμε με το Χόλλυγουντ...»
¹Η Ζοζεφίν Μπέικερ ήταν Γαλλίδα καλλιτέχνιδα αμερικανικής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Μιζούρι των ΗΠΑ στις 3 Ιουνίου 1906. Ήταν η πρώτη Αφροαμερικανίδα που πρωταγωνίστησε σε βουβή ταινία, το «Siren of the Tropics» (1927). Η Μπέικερ ταξίδεψε το 1925 στο Παρίσι, όπου γνώρισε άμεση επιτυχία χάρη στον ερωτικό της χορό και στις σχεδόν γυμνές εμφανίσεις της στη σκηνή. Καλλιτέχνες και διανοούμενοι της εποχής την εξύμνησαν και τη χαρακτήρισαν «Μαύρη Αφροδίτη», «Μαύρο Μαργαριτάρι» και άλλα. Το 1937 απαρνήθηκε την αμερικανική υπηκοότητα και έγινε Γαλλίδα υπήκοος μετά τον γάμο της με τον Γάλλο βιομήχανο Ζαν Λιόν. Υπήρξε πράκτορας της Γαλλικής Αντίστασης και ακτιβίστρια για τα πολιτικά δικαιώματα. Πέθανε στο Παρίσι στις 12 Απριλίου 1975.