Το βιβλίο του Γιάννη Καρλόπουλου ΣΑΛΟΝΙΚΗ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες (στη σειρά «φωταγωγός»), είναι ένα μοναδικό βιβλίο 352 σελίδων, ένα αριστούργημα όχι μόνο από γραφιστική άποψη, χάρη στην εικαστική του αξία, αλλά και μια αφήγηση της πορείας της Θεσσαλονίκης που ανασυγκροτεί μια ιδιαίτερη οπτική της ταυτότητα και σχολιάζει όψεις και εικόνες της ιστορίας της και της ζωής σε αυτήν μέσα από 333 καρτ ποστάλ. Ο γραφίστας Γιάννης Καρλόπουλος (Θεσσαλονίκη, 1967) εκθέτει ένα τμήμα του τυπογραφικού αρχείου του, την προσωπική του συλλογή από καρτ ποστάλ που ξεκινάει το 1912 και ολοκληρώνεται στα τέλη της δεκαετίας του 1980, λίγο προτού η καρτ ποστάλ αρχίσει να χάνει τη δύναμή της ως μέσου επικοινωνίας.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τέσσερα μέρη με βάση την τεχνολογική εξέλιξη της εκτύπωσης και φωτοαναπαραγωγής των καρτ ποστάλ στη διάρκεια των δεκαετιών του περασμένου αιώνα· ξεκινά από τον Οκτώβριο του 1912 και την είσοδο του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη και φτάνει μέχρι το τέλος της εποχής της αλληλογραφίας, το οποίο τοποθετείται συμβατικά στα τέλη των ’80s. Είναι ένας φόρος τιμής στους αφανείς εργάτες αυτής της τέχνης που τείνει να εκλείψει και στους ανώνυμους επιστολογράφους: στους Γάλλους στρατιώτες του Μακεδονικού Μετώπου, στους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, στους Αθηναίους εκδρομείς, στους μετανάστες στην Αμερική, σε τουρίστες, φίλους, συγγενείς.
«Η πρόθεση είναι να κατανοήσουμε την ίδια τη γενέθλια πόλη, να γνωριστούμε μαζί της από την “ανάποδη”, την πίσω πλευρά της όποιας επίσημης εικόνας –το verso της καρτ ποστάλ– και να την ανακαλύψουμε ξανά από απόσταση 500 χιλιομέτρων».
Οι καρτ ποστάλ της συλλογής αποκτήθηκαν από παζάρια, παλαιοπώλες αλλά και από ιστοτόπους και κάποια προσωπικά αρχεία φίλων του Γιάννη· η αφορμή για να την ξεκινήσει ήταν η συμπλήρωση 100 χρόνων από την «απελευθέρωση» της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 2012. «Ο σκοπός της έκδοσης ενός βιβλίου-οδηγού για τη “νύμφη του Θερμαϊκού” των τελευταίων χρόνων ήταν για να αφαιρεθούν τα εισαγωγικά – από την απελευθέρωση και όχι από τη νύμφη», εξηγεί. «Η πρόθεση είναι να κατανοήσουμε την ίδια τη γενέθλια πόλη, να γνωριστούμε μαζί της από την “ανάποδη”, την πίσω πλευρά της όποιας επίσημης εικόνας –το verso της καρτ ποστάλ– και να την ανακαλύψουμε ξανά από απόσταση 500 χιλιομέτρων. Στην ουσία όμως είναι μια πρόθεση για προσωπική απελευθέρωση από στερεότυπα και καθηλωτικές συμβάσεις που συνοδεύουν τέτοια φαινομενικά βαρυσήμαντα γεγονότα».
«Μια καρτ ποστάλ δεν έχει κάποια σοβαρή αξία, αλλά από καθαρά ιστορική πλευρά μπορεί και να αποκτήσει, πλαισιωμένη και ενταγμένη δε σε κάποιο πλαίσο γίνεται τεκμήριο μιας εποχής – εμένα βέβαια με ενδιαφέρει», μας λέει, «ως ένα μέσο που δείχνει την εξέλιξη της τεχνολογίας και αναπαραγωγής της εικόνας σε συνδυασμό με την προϊστορία της επικοινωνίας συνοδεία εικόνων». Στην εισαγωγή διαβάζουμε: «Ο τρόπος αναπαραγωγής των τοπίων και των τόπων που επισκέπτεται κάποιος είναι ευθέως ανάλογος της ευκολίας αναπαραγωγής των αναμνήσεων. Η εξέλιξη της εκάστοτε τεχνολογίας διαμορφώνει την ίδια την επικοινωνία. Η απλούστευση των διαδικασιών γνωστοποίησης σε πραγματικό χρόνο με το πάτημα ενός κουμπιού –πού πήγε, τι έφαγε, τι ψώνια έκανε, ποιον συνάντησε– συρρικνώνει, αν δεν εξαχνώνει εντελώς, τον χρόνο απόκρισης μεταξύ των επικοινωνούντων. Το απαραίτητο διάστημα μεσολάβησης για την αφομοίωση του λόγου της επικοινωνίας (εντυπώσεις, νέα, συναισθηματική κατάσταση, σκέψεις) καταβροχθίζεται από το τέρας των δεδομένων και των συντεταγμένων. Η αναπαραγωγή ενός προσωπικού περιβάλλοντος καθίσταται τόσο εύκολη και δημοφιλής και δηλώνεται prima vista· “είμαι εδώ τώρα!”.
Η υλικότητα των καρτ ποστάλ δεν είναι απόκρυφη, όπως συμβαίνει με τα ψηφιακά συστήματα αναπαραγωγής, ο κόσμος σε σχήμα τσέπης παραμένει και στις εκδοχές των ειδυλλιακών τοπίων, στις λήψεις ρομαντικού ενθουσιασμού, μόνο που τα εικονοστοιχεία τους χρειάζονται ισχυρή ενέργεια για να ψύχονται τα τσιπάκια που τα κρατούν στη “μνήμη” τους σε κάποιον σέρβερ στην έρημο.
Τα χαρτώα τεκμήρια αποκτούν έναν ηρωικό χαρακτήρα· γίνονται εκλεκτά γιατί σπανίζουν, πολύ πιθανό να μείνουν για καιρό, ενώ εμείς θα έχουμε γίνει χημικές ενώσεις. Τα ψηφιακά ίχνη από την άλλη όχι απλώς δεν είναι τεκμήρια αλλά κάτι πολύ χειρότερο· αποδείξεις οικειοθελούς εγκλωβισμού.
Μέσα από την παρατήρηση της αρχαιολογίας της επικοινωνίας –τόσο σε επίπεδο επικοινωνίας όσο και γλώσσας– που αναδεικνύουν οι καρτ ποστάλ, συγκεντρωμένες και ταξινομημένες, δημιουργείται ένα άλμπουμ μιας προ social media εποχής –που μοιάζει πολύ πιο μακρινή απ' ό,τι είναι στην πραγματικότητα– όπου η καλειδοσκοπική visual history των καρτ ποστάλ φέρνει για πρωταγωνιστές ανώνυμους αποστολείς, παραλήπτες, φωτογράφους, τυπογράφους, εκδότες αυτών των “ταχυδρομικών δελταρίων”, ταχυδρομικών υπαλλήλων και καθημερινών ανθρώπων που απεικονίζονται».
«Έχει μεγάλη σημασία το πώς έγραφαν αυτοί οι άνθρωποι σε μία κάρτα, γιατί ήταν πολύτιμο το να γράφεις και να επικοινωνείς, δεν υπήρχε άλλο μέσο», λέει ο Γ. Καρλόπουλος. «Οι στρατιώτες του μετώπου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, παιδιά 18 και 20 χρονών που βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη, ήταν αυτοί που έστελναν κυρίως κάρτες – σχεδόν τα τρία τέταρτα της πρώτης περιόδου απ’ το 1912 και μετά, διακόσιες χιλιάδες άτομα που τα έχουν στείλει να πολεμήσουν και πρέπει να επικοινωνήσουν με το σπίτι τους. Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν μια ανατολίτικη πόλη, οθωμανική, είχε 30-40 μιναρέδες, παράγκες και λασπουριά, κι είχε κι έναν Λευκό Πύργο που δεν ήταν καν αξιοθέατο. Είναι ξεκάθαρο ότι τις έκαναν για τους στρατιώτες των Αγγλογάλλων τις καρτ ποστάλ. Βλέπεις έτσι την πόλη με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσες να τη δεις σήμερα. Δεν υπήρχε βέβαια άλλος τρόπος να τη δεις, γιατί ποιος είχε φωτογραφική μηχανή τότε;
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου με τις χρωμολιθόγραφες, ο Λευκός Πύργος απεικονίζεται μόνο μία φορά. Μάλλον αδιάφορος κτιριολογικά, στους Δυτικούς θα έφερνε σε μπρουταλιστικό κάστρο, στους Ελλαδίτες σε κάτι πολύ οθωμανοπρεπές, αλλά και στη δεύτερη ενότητα, της φωτομηχανικής αναπαραγωγής, πάλι κάνει μόλις τέσσερις εμφανίσεις.
Ο κόσμος άρχισε να ταξιδεύει μετά το 1945-46 και να στέλνει καρτ ποστάλ κάνοντας ό,τι κάνουμε τώρα με το Facebook. Ήθελαν να φαίνεται πού πήγαν, τι έκαναν, η διαδικασία αυτή είναι ίδια, απλώς καρτ ποστάλ στην αρχή έστελναν αυτοί που είχαν χρήματα (μια κάρτα κόστιζε κάποια χρήματα), οι οποίοι πήγαιναν για λουτρά π.χ., γιατί έτσι ξεκινάει ο τουρισμός. Σιγά σιγά η καρτ ποστάλ φτήναινε, γιατί μπορούσε να αναπαραχθεί με πολύ εύκολο τρόπο – έφτασε να κοστίζει δέκα λεπτά και μπορούσαν να τη στέλνουν όλοι. Και τώρα όλοι στέλνουμε άπειρες εικόνες γιατί μπορούμε να έχουμε στο κινητό μας τα πάντα. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν θεωρούσε ότι οι καρτ ποστάλ, ως εφήμερα τεκμήρια ή συντρίμμια της ζωής μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση του παρελθόντος. Κι εγώ λέω ότι το θέμα είναι πως δεν υπάρχουν πια καρτ ποστάλ. Πώς θα βγάλεις στο μέλλον συμπέρασμα για το σήμερα;
Ο Μπένγιαμιν το γράφει αυτό πριν από το 1940. Το “μπουμ” της καρτ ποστάλ γίνεται μετά το ’50-’60, μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο κόσμος άρχισε να ταξιδεύει για τουρισμό και αναψυχή. Ο τουρισμός είναι η πρώτη αποικιοκρατία των πάντων, εποικούμε τους χώρους στο ιδεατό, στο φαντασιακό, είναι η αποικιοκρατία του φαντασιακού, αυτό ορίζεται σιγά σιγά στη βιβλιογραφία διεθνώς. Τώρα όλος ο κόσμος βρίσκεται στην παλάμη σου. Πηγαίνεις ταξίδια, από δω, από κει, κι αυτό το ποστάρεις, είναι σαν να στέλνεις καρτ ποστάλ, απλώς τώρα πατάς ένα κουμπί και πάει σε 500, 1.000 followers. Παλιά θα καθόσουν και θα έγραφες, θα έκανες έναν κόπο, θα έψαχνες τις καρτ ποστάλ, θα πήγαινες στο ταχυδρομείο, θα υπήρχε μια διαδικασία. Θεωρώ ότι πλέον η ευκολία του τρόπου αναπαραγωγής του τόπου που επισκέπτεσαι είναι ανάλογος του τρόπου επικοινωνίας και του τι ακριβώς λες στην ουσία, πώς το μεταφέρεις. Γιατί πολλές φορές το κάνεις απλώς για να το πεις, όχι για να ανακαλύψεις κάτι.
Στο τέλος του βιβλίου, στις πηγές, υπάρχει ένα απόσπασμα που έχει να κάνει με τους δασκάλους μου, τους τεχνίτες του επαγγέλματος το οποίο εγώ ασκώ. Όπως ο Άρης Κωνσταντινίδης όσο έχτιζε, έγραφε και εξέδιδε τα βιβλία του, ο ζωγράφος της γιγαντοαφίσας και από τους πρώτους “γραφίστες”, Γιώργος Βακιρτζής εξέδωσε το λεύκωμα της Λαϊκής Επιγραφής μετά από χρόνια περιήγησης ανά την Ελλάδα, έτσι κι εγώ σχεδιάζω τα βιβλία μου, συλλέγω το υλικό μου, το σχολιάζω, χτίζοντας και σχεδιάζοντας παράλληλα και το σπίτι ή το γραφείο μου.
Θεωρώ ότι μπορείς να περάσεις μια σχεδιαστική αντίληψη και σε άλλους τομείς – μάλλον χρειάζεται να υπάρχει μια πιο ευρεία επιμελητική αντίληψη, ειδικά στο editorial design. Ο σχεδιαστής πρέπει να μπει στη θέση του editor. Ο Βακιρτζής, στο λεύκωμα αυτό, που εκδόθηκε με το τέλος της χούντας από τον Παπαστράτο, μια και ο Βακιρτζής σχεδίαζε και πολλά πακέτα τσιγάρων, γράφει για μια μάντρα υλικών που έχει βρει και κλείνει και λέει ότι αυτή η μάντρα με τα υλικά, όπως είναι στημένη, είναι ένα anti-installation λαϊκής τέχνης, διαθέτει υλικά από κατεδαφίσεις που τα παίρνουμε και τα ενσωματώνουμε στα καινούργια κτίσματα. Έτσι, ως νοοτροπία, το παλιό υλικό συναρμολογείται μέσα στο καινούργιο. Αυτό δεν το κάνει τώρα ο κόσμος, κάνει τα πάντα καινούργια, αλλά αυτό ως λογική μνήμης είναι αυτό που δημιουργεί την εξέλιξη. Αυτή είναι η θεώρηση η δικιά μου.
Οπότε, λέω, εξ όνυχος τον λέοντα, όπως από ένα μικρό κομμάτι μπορείς να καταλάβεις ότι είναι λιοντάρι, έτσι και από ένα μικρό κομμάτι χαρτί 10x15 μπορείς να οδηγηθείς σε συμπεράσματα βάσει του ελεύθερου συνειρμού και της έρευνας – γιατί έχει έρευνα τρομερή από πίσω όλο αυτό το πράγμα. Και δείχνει ότι η ερμηνεία αυτού του πράγματος δεν είναι απλώς για να υπάρχει ως πληροφορία, είναι και ένα φτηνό ταξίδι στο παρελθόν, χωρίς να έχει νοσταλγία, είναι ένας τρόπος να γνωρίσεις το παρελθόν, που κοστίζει πολύ λίγο, με 30 ευρώ μπορείς να πας ένα ταξίδι sci-fi».
Για τον Γ. Καρλόπουλο, η έκδοση αποτελεί και μια προσωπική υπόσχεση προς την πόλη του.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.