ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΜΕΡΙΚΟΥΣ μήνες συμπληρώθηκε ένας αιώνας ακριβώς από την κυκλοφορία ενός χιουμοριστικού περιοδικού υψηλού πνεύματος και σνομπ προδιάθεσης που προοριζόταν κυρίως για την εστέτ ιντελιγκέντσια του Μανχάταν, παρότι ο ιδρυτής του ήταν μόνο απόφοιτος γυμνασίου και προερχόταν από μια κωμόπολη ανθρακωρύχων στο Κολοράντο.
Ο Χάουαρντ Ρος ήταν ο πρώτος από τους μόλις πέντε διευθυντές στη διαδρομή ενός περιοδικού που φυσιογνωμικά μοιάζει να μην έχει αλλάξει από το πρώτο του τεύχος τον Φεβρουάριο του 1925 μέχρι σήμερα που εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει, φαινομενικά άτρωτο (σχεδόν) στη φθορά και στα τερτίπια του χρόνου αλλά και στα απανωτά πλήγματα που έχουν γονατίσει τα μέσα τούτο τον αιώνα, και κυρίως τα έντυπα.
Αυτά τα (πρώτα) εκατό χρόνια συναρπαστικής ζωής του ιστορικού –αλλά πάντα καίριου στην προσέγγισή του– περιοδικού προσπαθεί να στριμώξει σε λιγότερο από εκατό λεπτά (ενώ ιδανικά θα χρειαζόταν μια σειρά δέκα επεισοδίων, τουλάχιστον) το ντοκιμαντέρ του Μάρσαλ Κάρι «The New Yorker at 100» που είναι διαθέσιμο εδώ και λίγες μέρες στο Netflix. Στον περιορισμένο αυτόν χρόνο, η ταινία προλαβαίνει να μας βάλει στα γραφεία και στη διαδικασία παραγωγής του περιοδικού, μας συστήνει εκλεκτούς εκπροσώπους από όλα τα τμήματά του (τη σύνταξη, το στήσιμο, το τμήμα μυθοπλασίας, το τμήμα των περίφημων καρτούν του περιοδικού και το περιβόητο τμήμα επαλήθευσης στοιχείων ή fact-checking) και μας βάζει για λίγο στο κλίμα δημιουργίας του επετειακού τεύχους για τα 100 χρόνια, που κυκλοφόρησε τον περασμένο Φλεβάρη. Συγχρόνως, εκφράζουν τον θαυμασμό και την αφοσίωσή τους στο περιοδικό διάφοροι σταρ της οθόνης, από τον Τζον Χαμ μέχρι τη Σάρα Τζέσικα Πάρκερ.
Ιδανικός ξεναγός στο σύμπαν του «New Yorker» είναι ο εδώ και 28 χρόνια διευθυντής του, ο 67χρονος Ντέιβιντ Ρέμνικ, ο οποίος είχε εξαρχής θέσει ως στόχο του την αναζήτηση του «σπουδαίου, αλλά συνάμα ανθρώπινου» και τη διαρκή ανανέωση της ιδέας του αιώνιου πλέον τίτλου ως «ενός είδους κινήματος, μιας εκστρατείας για τα υψηλά ζητήματα».
Παράλληλα, με τη βοήθεια της αφήγησης που ανέλαβε η ηθοποιός Τζούλιαν Μουρ, ταξιδεύουμε πίσω στον χρόνο για να θυμηθούμε μερικά από τις πιο λαμπρά, πρωτοποριακά και ρηξικέλευθα δημοσιεύματα στην ιστορία ενός περιοδικού που από τις σελίδες του έχουν περάσει μερικά από τα σημαντικότερα ονόματα του γραπτού λόγου στην Αμερική. Κείμενα όπως το 30.000 λέξεων κομμάτι του Τζον Χέρσεϊ (που κατέλαβε ένα ολόκληρο τεύχος το 1946) με τίτλο «Χιροσίμα» για τις εφιαλτικές συνέπειες της ατομικής βόμβας στους επιζώντες του τρομακτικού χτυπήματος. Ή όπως το «Silent Spring» («Σιωπηλή άνοιξη») της Ρέιτσελ Κάρσον, με θέμα την επιβλαβή χρήση των πάσης φύσεως χημικών και παρασιτοκτόνων, ένα άρθρο που ουσιαστικά ξεκίνησε το περιβαλλοντικό κίνημα και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1962, ενώ η συγγραφέας πέθαινε από καρκίνο.
Την ίδια χρονιά ο τότε διευθυντής του περιοδικού, Γουάλας Σον, θα έδινε, εν μέσω της έκρηξης του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, τη δυνατότητα στον άγνωστο ακόμα Τζέιμς Μπόλντουιν να εκφράσει την αφρο-αμερικανική εμπειρία και αντίληψη σε ένα δοκίμιό με τίτλο «A letter from the region of my mind» («Μια επιστολή από την περιφέρεια του μυαλού μου»). Τρία χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1965, θα δημοσιευόταν σε τέσσερις συνέχειες το περίφημο «In cold blood» («Εν ψυχρώ») του Τρούμαν Καπότε, το οποίο γέννησε όχι μόνο το υβρίδιο της non-fiction νουβέλας αλλά και το είδος του true crime. Αργότερα ο Γουάλας Σον θα δήλωνε ότι είχε μετανιώσει που το δημοσίευσε επειδή ο συγγραφέας είχε αφήσει να εισχωρήσουν κάποια στοιχεία στην έρευνά του, υπήρξε όμως η αφορμή για να ισχυροποιηθεί το παροιμιακά αδέκαστο και ενδελεχές τμήμα fact-checking του περιοδικού.
Ιδανικός ξεναγός στο σύμπαν του «New Yorke» είναι ο εδώ και 28 χρόνια διευθυντής του, ο 67χρονος Ντέιβιντ Ρέμνικ, ο οποίος είχε εξαρχής θέσει ως στόχο του την αναζήτηση του «σπουδαίου, αλλά συνάμα ανθρώπινου» και τη διαρκή ανανέωση της ιδέας του αιώνιου πλέον τίτλου ως «ενός είδους κινήματος, μιας εκστρατείας για τα υψηλά ζητήματα». Για τον Ρέμνικ, η διεύθυνση του «New Yorker» συνιστά μια ιερή αποστολή που τον απορροφά ολοκληρωτικά σχεδόν. Λέει ότι νιώθει ανάλαφρος σαν τον Φρεντ Αστέρ όταν τα πόδια του πατούν στο πεζοδρόμιο κάθε πρωί που πηγαίνει για το γραφείο, και οι μοναδικές στιγμές αποφόρτισης («όταν δεν πρέπει ούτε να διαβάσω ούτε να γράψω οτιδήποτε») είναι τα μαθήματα κιθάρας που κάνει κάθε Κυριακή («χάλια παίζω, ουδόλως όμως με απασχολεί»). Περιγράφει επίσης, με κοφτή ειλικρίνεια, πώς έχει ενισχύσει την ανθρωπιά του ως δημοσιογράφος το ότι έχει μια κόρη με βαριά μορφή αυτισμού.
«Έχουν γύρω στα 1,25 εκατομμύρια συνδρομητές και είμαι σίγουρος ότι οι εκδότες του περιοδικού θα ήθελαν αυτός ο αριθμός να αυξηθεί», έλεγε ο δημιουργός του ντοκιμαντέρ σε μια συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε προχθές στην «Guardian». «Αλλά δεν προσπαθούν να γίνουν McDonald's και να πουλήσουν δισεκατομμύρια χάμπουργκερ σε όλο τον κόσμο. Φτιάχνουν χειροποίητο, εξαιρετικά καλοφτιαγμένο σούσι για δυο άτομα που συχνάζουν τακτικά σ’ ένα μικρό εστιατόριο που απευθύνεται σε ανθρώπους οι οποίοι αγαπούν το ιδανικά φτιαγμένο σούσι».
Όμως η πραγματικότητα έχει τον πεζό τρόπο να επεμβαίνει ακόμα και στα πιο ιδανικά περιβάλλοντα. Το βράδυ της περασμένης Πέμπτης καμιά τριανταριά εκπρόσωποι του συνδικαλιστικού σωματείου εργαζομένων στον «New Yorker» συγκεντρώθηκαν σε μια ειδική προβολή του ντοκιμαντέρ στο Paris Theater του Μανχάταν για να διαμαρτυρηθούν γι' αυτό που το συνδικάτο χαρακτηρίζει «παράνομες απολύσεις». Στο πεζοδρόμιο έξω από την αίθουσα μοίρασαν αυτοκόλλητα με το λογότυπο του συνδικάτου και φυλλάδια που κατήγγελλαν τον «New Yorker» και τη μητέρα εταιρεία –τον εκδοτικό κολοσσό της Conde Nast– για «συνδικαλιστική καταστολή σαν να είναι το 1925». Μεταξύ των εργαζομένων που απολύθηκαν πρόσφατα ήταν και ο Τζάσπερ Λο, διακεκριμένος fact-checker του περιοδικού, ο οποίος, κατά ειρωνικό τρόπο, εμφανίζεται για λίγο στο ντοκιμαντέρ. Η απόλυσή του έχει προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις στα γραφεία του «New Yorker», με κορυφαίους συντάκτες του περιοδικού, όπως η Σούζαν Όρλεαν και ο Τζέι Κάσπιαν Κινγκ, να εμφανίζονται εξαιρετικά δυσαρεστημένοι από την απόφαση αυτή, σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ της «Washington Post».