ΕΙΝΑΙ Ο ΜΠΕΟΣ «λαϊκός» άνθρωπος; Μια προσκολλημένη σε ένα παλιότερο ύφος εκδοχή του «απλού Έλληνα»; Κάτι τέτοιο θέλει να ισχυρίζεται ο ίδιος. Έτσι ουσιαστικά προβάλλει το στυλ του. Λέει μάλιστα και κάτι περισσότερο: πως αγαπάει την αλήθεια. Μιλά «έτσι», γιατί ο κόσμος μας έχει ανάγκη από αλήθεια.
Δύο είναι οι λέξεις που υποφέρουν τα πάνδεινα στο στόμα της διεθνούς των τραμπικών –και ο Αχιλλέας Μπέος μοιάζει με ό,τι κοντινότερο έχουμε στην Ελλάδα, με τις ιδιομορφίες μας– στο νέο ακροδεξιό στερέωμα Αμερικής και Ευρώπης: η λέξη αλήθεια και η λέξη ελευθερία. Αλήθεια ονομάζουν τη συνεχή αναπαραγωγή της ωμότητας. Ελευθερία, το δικαίωμα στην προσβολή και στον εξευτελισμό του άλλου. Αλήθεια εννοούν την επικύρωση της ισχύος τους στον κόσμο. Ως ελευθερία αντιλαμβάνονται την άνετη κυκλοφορία του τραμπουκισμού των λέξεων και των συμπεριφορών τους.
Η λαϊκότητα του Μπέου είναι φτιαγμένη από εξουσιαστικό υλικό. Είναι ασφυκτική γιατί δεν θέλει να αφήσει χώρο για κάτι διαφορετικό, γιατί δεν αναγνωρίζει παρά τον δικό του «κανόνα». Είναι περισσότερο η κανονικότητα του κακού που αυτοπαρουσιάζεται πλέον ως αθώα ελευθεροστομία την οποία δεν την «καταλαβαίνουν».
Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, δεν υπάρχουν αυτά μέσα στον κόσμο; Οι λέξεις και οι χειρονομίες του Μπέου δεν έχουν μια δική τους λαϊκή βάση; Φυσικά. Ο Μπέος έχει τον λαό του. Όχι μόνο στον Βόλο. Είναι ο ίδιος κόσμος που γελάει με emoticon κάτω από τις «λουλούδες» και τα «πουστρόνια». Ο ίδιος λαός που βλέπει τον Μπέο ως μια λιγάκι άξεστη πλην ίσως αναγκαία απάντηση στον woke κίνδυνο. Εκείνο το τμήμα θεατών του κακού που προσχωρούν στην ίδια ερμηνεία των πραγμάτων, έστω κι αν έχουν κάποιες ενστάσεις για το συγκεκριμένο πρόσωπο. Δεν είναι λίγοι.
Υπάρχουν πολλές δυνατότητες του λαϊκού, ανοιχτόκαρδες και σκληρές, κοντά στον πρωτογενή τραμπουκισμό ή στην αφειδώλευτη αγάπη της δικαιοσύνης και της ακεραιότητας. Η λαϊκότητα του Μπέου είναι φτιαγμένη από εξουσιαστικό υλικό. Είναι ασφυκτική γιατί δεν θέλει να αφήσει χώρο για κάτι διαφορετικό, γιατί δεν αναγνωρίζει παρά τον δικό του «κανόνα». Είναι περισσότερο η κανονικότητα του κακού που αυτοπαρουσιάζεται πλέον ως αθώα ελευθεροστομία την οποία δεν την «καταλαβαίνουν».
Όλοι οι σύγχρονοι αντιδραστικοί παίζουν το παιχνίδι της καταπιεσμένης ελευθερίας (τους): σκηνοθετούν καθημερινά την ιδέα πως τους παρεξηγούν, πως τους ζηλεύουν για το θάρρος τους και πως τους καταδιώκουν οι κανονισμοί των γραφειοκρατών. Κάπως έτσι εντάσσει και ο Μπέος τον εαυτό του στο πάνθεο των «αποσυνάγωγων». Αντικομφορμιστές Πατριώτες της Χαμένης Αρρενωπότητας. Θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τον τίτλο για να κατέβουν στις εκλογές, με σύνθημα την επιστροφή στο χιούμορ των στρατώνων και της φάπας. Είπα και πριν: δεν είναι λίγοι. Θα έλεγα ότι πολλαπλασιάζονται σαν μορφές ζωής που ζητούν την επιβράβευση της συμβολικής (και φυσικής) βίας εναντίον όσων είναι μειοψηφία, εκτός του κανόνα ή έχουν απλώς μια μη αρεστή εικόνα.
Πρέπει όμως να ξέρουμε πως αυτή η λαϊκότητα τύπου Μπέου ήταν πάντα στην υπηρεσία της κυριαρχίας, της ανισότητας κα της υπόκλισης στον ισχυρό. Φυλούσε πάντα τα πιο πικρά και φαρμακερά λόγια για τους «παράξενους» και τα «αλλόκοτα». Και κάποια στιγμή θα εκπέσει ο συγκεκριμένος άνθρωπος. Το ζήτημα είναι να μην έχει οπαδούς το παράδειγμά του. Να χάσει κοινωνικά το «κόμμα» της απάνθρωπης ψευτοαλήθειας που πάει να πάρει εκδίκηση για όσα βλέπει ως θεσμικές και πολιτισμικές ήττες (τα δικαιώματα και φυσικά η απόσταση από τον κακοποιητικό λόγο).
Δεν είναι εύκολο. Διότι για να συμβεί αυτό θα χρειαζόταν να βγει μπροστά, ενάντια στους Μπέους, μια άλλη λαϊκότητα: εκείνες οι κοινωνικές ποιότητες που, ακόμα κι όταν είχαν συντηρητικές επιφυλάξεις, ήταν βασικά με το μέρος της αλληλεγγύης και της συμπόνιας. Όχι με την καταπίεση και την περιφρόνηση. Ο Μπέος είναι ένα παρελθόν που αρνείται να παρέλθει και ίσως βρίσκει καινούργια ακροατήρια. Αυτό είναι το επίδικο: να πάρουμε πίσω τα αιτήματα αλήθειας και ελευθερίας από τους ρολίστες της νέας (και τόσο παλιάς συγχρόνως) ακροδεξιάς ωμότητας.