ΤΟ 1983, Ο ΣΑΜ ΣΕΠΑΡΝΤ βρισκόταν στο αποκορύφωμα της καριέρας του. Είχε ήδη κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ για το θεατρικό του έργο «Θαμμένο παιδί» (1978), ενώ το πιο πρόσφατο τότε έργο του, το «Τρελός για έρωτα», που είχε κάνει πρεμιέρα τον Φεβρουάριο στο Magic Theatre του Σαν Φρανσίσκο, θα γινόταν η μακροβιότερη παράσταση έργου του όταν μεταφέρθηκε στη Νέα Υόρκη τον Μάιο. Τον Οκτώβριο, η ερμηνεία του ως Τσακ Γιέγκερ, του πρώτου πιλότου που έσπασε το φράγμα του ήχου, στην ταινία «Οι κατάλληλοι άνθρωποι», θα κέρδιζε υποψηφιότητα για Όσκαρ, προσφέροντάς του ένα είδος διασημότητας που σπάνια –αν όχι ποτέ– έχει επιτύχει Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας. Υπήρχε όμως ένα εμπόδιο· «του προκαλεί μεγάλη αποστροφή το να είναι αρεστός», ανέφερε το 1983 σε ένα τεύχος του το περιοδικό «Film Comment» σχετικά με την παρουσία του Σέπαρντ στην οθόνη. «Μπορεί να μην ενθαρρύνει τον ανταγωνισμό, δεν επιτρέπει όμως την οικειότητα».
Έφτασε στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και, σε ηλικία 20 ετών, κατάφερε αμέσως να τραβήξει την προσοχή με τα θεατρικά του έργα που έμοιαζαν με κρεσέντο εκρηκτικής ενέργειας. Όπως το έθεσε ο Έντουαρντ Άλμπι, «το θέμα των θεατρικών έργων του Σέπαρντ είναι πολύ λιγότερο ενδιαφέρον από τον τρόπο με τον οποίο το διαχειρίζεται».
Αυτή η σθεναρή επιφυλακτικότητα ήταν που εμπόδισε τον Σέπαρντ να γίνει ένας μεγάλος αντί για ένας απολύτως αξιόπιστος ηθοποιός. Το βέβαιο είναι ότι ο Σέπαρντ διέθετε εμβληματική ομορφιά (ένας ροκ Γκάρι Κούπερ) και ατέλειες όπως τα στραβά δόντια τού πρόσθεταν γοητεία. Ο Σέπαρντ, ο οποίος πέθανε το 2017 σε ηλικία 73 ετών, άφησε πίσω του πενήντα έξι θεατρικά έργα και επτά βιβλία πεζογραφίας και ποίησης αλλά και μια σειρά από προσωπικά ημερολόγια και επιστολές. Αυτά τα αποσπάσματα είναι ακαταμάχητα για τους βιογράφους, υποστηρίζει ο Robert M. Dowling στο νέο βιβλίο «Coyote: Οι δραματικές ζωές του Σαμ Σέπαρντ», την τρίτη βιογραφία του Σέπαρντ που έχει βγει την τελευταία δεκαετία και την πιο ολοκληρωμένη απεικόνιση της ζωής του μέχρι σήμερα.
Ο Σαμ Σέπαρντ Ρότζερς μεγάλωσε ανατολικά της Πασαντίνα, στην Καλιφόρνια. Ο πατέρας του, Σαμ Ρότζερς, συμμετείχε σε 46 αποστολές με βομβαρδιστικά B-24 κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στη μεταπολεμική ζωή ως καθηγητής Ισπανικών και Λατινικών στο γυμνάσιο, καθώς η χαρισματική του προσωπικότητα σύντομα εκτροχιάστηκε λόγω του αλκοολισμού. «Ένα πράγμα για το οποίο θα του είμαι πάντα ευγνώμων... είναι ότι μου έμαθε τον Λόρκα όταν ήμουν παιδί», είπε αργότερα ο γιος του, «και μάλιστα στα ισπανικά». Ο πατήρ Ρότζερς κυβερνούσε το σπίτι με φόβο και πειθαρχία, χτυπώντας τακτικά τον γιο του. «Η ζωή του ήταν σαν μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί», θυμάται η σύζυγός του, Τζέιν. Υπονοούσε επίσης συχνά ότι ο γιος του δεν ήταν αρκετά άντρας, ένα τραύμα που μπορεί να εξηγεί τη στωική προσωπικότητα καουμπόη του Σέπαρντ, καθώς και τον φόβο του ότι ο πατέρας του είχε κάποιο δίκιο. Ο γέρος θα γινόταν η απειλητική δύναμη πίσω από πολλά από τα θεατρικά έργα του Σέπαρντ.
Ο νεαρός Σαμ βρήκε καταφύγιο στη ζωή της φάρμας. «Η μεγαλύτερη φιλοδοξία μου ήταν να γίνω κτηνίατρος στον ιππόδρομο της Σάντα Ανίτα», έγραφε σε ένα σημειωματάριο. Αντί για τη ζωή του αγρότη όμως, επέλεξε τελικά να γίνει ο Σαμ Σέπαρντ και έφυγε από το σπίτι του μόλις βρήκε την ευκαιρία. Έφτασε στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και, σε ηλικία 20 ετών, κατάφερε αμέσως να τραβήξει την προσοχή με τα θεατρικά έργα του που έμοιαζαν με κρεσέντο εκρηκτικής ενέργειας. Όπως το έθεσε ο Έντουαρντ Άλμπι, «το θέμα των θεατρικών έργων του Σέπαρντ είναι πολύ λιγότερο ενδιαφέρον από τον τρόπο με τον οποίο το διαχειρίζεται».
Ο Σέπαρντ έγραφε μανιωδώς, συγχρόνως όμως κατάφερνε να συνδεθεί με πολλά «καυτά» πρότζεκτ. Όταν ο Μικελάντζελο Αντονιόνι έψαχνε έναν μοντέρνο, νεαρό συγγραφέα για να γράψει το σενάριο της ταινίας «Zabriskie Point» (1970), στράφηκε στον Σέπαρντ, ο οποίος επίσης εργάστηκε σε (ανέκδοτα εν τέλει) πρότζεκτ για τους Rolling Stones και για τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Η ερωτική του ζωή σπανίως ήταν βαρετή. Το 1969 παντρεύτηκε την ηθοποιό Ο-Λαν Τζόουνς, με την οποία απέκτησε έναν γιο. Το 1970 είχε μια σχέση με την Πάτι Σμιθ, η οποία παρέμεινε φίλη του για όλη της τη ζωή (εκείνος ήταν που την ενθάρρυνε να βάλει μουσική στα λόγια της). Είχε επίσης σχέση με την Τζόνι Μίτσελ, την οποία γνώρισε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του Μπομπ Ντίλαν «Renaldo and Clara» το 1978. (Ο Σέπαρντ ήταν το θέμα του τραγουδιού της Μίτσελ «Coyote» του 1976, απ' όπου και ο τίτλος της βιογραφίας.) Ο Σέπαρντ θα άφηνε την Τζόουνς για την Τζέσικα Λανγκ, συμπρωταγωνίστριά του στην ταινία «Φράνσις» του 1982. Το ερωτικό τους τρίγωνο θα γινόταν, εν μέρει, το θέμα του διάσημου έργου του «Τρελός για έρωτα».
Ο Σέπαρντ κέρδισε δέκα βραβεία Obie (Off-Broadway Theatre Awards) και το κορυφαίο του επίτευγμα, ο «οικογενειακός» κύκλος των οικογενειακών θεατρικών έργων –«The Curse of the Starving Class» (1977), «Buried Child» (1978), «True West» (1980), «Fool for Love» (1983) και «A Lie of the Mind» (1985)– τον τοποθετούν στη σειρά των μεγάλων Αμερικανών θεατρικών συγγραφέων που ξεκινά από τον Ευγένιο Ο’Νιλ. Ο Dowling παραθέτει στο βιβλίο τα λόγια του Ιρλανδού ηθοποιού Στίβεν Ρία, ο οποίος έγραψε ότι τα έργα του Σέπαρντ «περισσότερο από οποιαδήποτε άλλα μετά από εκείνα του Μπέκετ, μοιάζουν με μουσικές εμπειρίες». Όταν ο Σέπαρντ πέθανε, ένα αντίγραφο του «Τέλους του παιχνιδιού» του Μπέκετ βρισκόταν στο κομοδίνο του.
Ο Σέπαρντ είχε τις εμμονές του –τις γυναίκες, το ποτό, το γράψιμο– και ένα προαίσθημα του αναπόφευκτου. «Η ξέφρενη ματαιότητα της συνεχούς αναζήτησης ενός νέου μέρους», έγραφε στον παλιό φίλο του, Τζόνι Νταρκ, «μιας νέας ζωής, ενός νέου συντρόφου. Λες και η αλλαγή από μόνη της λειτουργεί σαν ελιξίριο». Το 2011, μετά τον χωρισμό του από την Τζέσικα Λανγκ, έγραφε: «Οι μυριάδες κοπέλες μου αποδείχθηκαν όλες κάπως απογοητευτικές. Η μόνη μου παρηγοριά φαίνεται να είναι το γράψιμο».
Με στοιχεία από «The Wall Street Journal»