Είναι δύο από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της Βρετανίας και οι κριτικοί τέχνης της εποχής τους είδαν τους πίνακές τους μια σύγκρουση φωτιάς και νερού.
Γεννήθηκαν με διαφορά ενός έτους –ο Τέρνερ το 1775, ο Κόνσταμπλ το 1776– και η Tate Britain, γιορτάζοντας τους δυόμισι αιώνες από τη γέννησή τους, εξερευνά με μια έκθεση-ορόσημο τις αλληλένδετες ζωές τους και αυτό που τους ένωνε, τον θαυμασμό για την ομορφιά της φύσης.
Στην έκθεση, που έχει τίτλο «Turner and Constable: Rivals and Originals», παρουσιάζονται απροσδόκητες πλευρές και των δυο καλλιτεχνών σε περισσότερους από 190 πίνακες και έργα σε χαρτί, και επανεξετάζοντας τη μεγάλη κληρονομιά τους.
Δημιουργοί μερικών από τα πιο τολμηρά και σαγηνευτικά έργα στην ιστορία της βρετανικής τέχνης, ο Τέρνερ και ο Κόνσταμπλ άλλαξαν το πρόσωπο της τοπιογραφίας με τα ανταγωνιστικά τους οράματα, αναβαθμίζοντας το είδος και τη δυνατότητά του να εμπνέει τις επόμενες γενιές.
Ενώ ο Κόνσταμπλ επιζητούσε την αλήθεια, ο Τέρνερ επιζητούσε το υπέρτατο συναίσθημα. Οι δυο ζωγράφοι ανέπτυξαν ξεχωριστές καλλιτεχνικές ταυτότητες μέσα στον ανταγωνιστικό κόσμο της τοπιογραφίας, κυριαρχώντας στην εξέλιξή της.
Ήταν ριζικά διαφορετικοί, τόσο ως ζωγράφοι όσο και ως προσωπικότητες. Και οι δύο αμφισβήτησαν τις καλλιτεχνικές συμβάσεις της εποχής, αναπτύσσοντας τρόπους απεικόνισης του κόσμου που εξακολουθούν να έχουν απήχηση μέχρι σήμερα. Η έκθεση παρακολουθεί την εξέλιξη της καριέρας τους παράλληλα, αποκαλύπτοντας τους τρόπους με τους οποίους επαινέθηκαν, επικρίθηκαν και αντιπαρατέθηκαν ο ένας στον άλλον, και το πώς αυτό τους ώθησε να διαμορφώσουν νέα και πρωτότυπα καλλιτεχνικά οράματα.
Ανάμεσα στα έργα που παρουσιάζονται είναι το μνημειώδες έργο του Τέρνερ «Τhe Burning of the Houses of Lords and Commons», που δεν έχει εκτεθεί στη Βρετανία εδώ και εξήντα χρόνια, και το «The White Horse», ένα από τα μεγαλύτερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του Κόνσταμπλ, που έχει να εκτεθεί πάνω από είκοσι χρόνια.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η βρετανική ζωγραφική τοπίου αναζητούσε ακόμη τη φωνή της. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή εμφανίζονται δύο σχεδόν συνομήλικοι ζωγράφοι, ο Τζόζεφ Μάλορντ Γουίλιαμ Τέρνερ και ο Τζον Κόνσταμπλ, οι οποίοι έμελλε να αλλάξουν την πορεία της αγγλικής τέχνης – ο καθένας από το δικό του μονοπάτι.
Ο Τέρνερ γεννήθηκε στην πολυσύχναστη μητρόπολη του Λονδίνου και ο Κόνσταμπλ στο χωριό East Bergholt του Σάφολκ – η διαφορετική παιδική τους ηλικία χαρακτήρισε το έργο τους. Ο Κόνσταμπλ προοριζόταν να αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση, καθώς ο πατέρας του ήταν εύπορος έμπορος σιτηρών, αλλά ξεκίνησε από πολύ νέος να σκιτσάρει την ύπαιθρο του Σάφολκ και του Έσεξ και μεγάλωσε αγναντεύοντας λιβάδια, ποτάμια και σύννεφα που να γίνουν το θέμα πολλών από τα έργα του. Αυτές οι σκηνές, όπως έλεγε, «με έκαναν ζωγράφο και είμαι ευγνώμων· ο ήχος του νερού που ρέει από φράγματα μύλων, οι ιτιές, οι παλιές, σάπιες σανίδες, η πλινθοδομή, λατρεύω τέτοια πράγματα». Από νωρίς ένιωσε πως η τέχνη του όφειλε να είναι πιστή στη φύση: μελέτησε προσεκτικά τον ουρανό, το φως και τις μικρές αλλαγές του καιρού. Όταν μπήκε στη Βασιλική Ακαδημία, το όραμά του ήταν σαφές: να ζωγραφίζει τοπία τόσο αληθινά όσο και η μνήμη.
Ο Τέρνερ, αντιθέτως, ανατράφηκε στο Λονδίνο, σε πιο σκληρό περιβάλλον∙ ο πατέρας του, που τον ενθάρρυνε να ζωγραφίζει, ήταν κουρέας στο Κόβεντ Γκάρντεν και έφτιαχνε περούκες. Από παιδί είχε εμμονή με το φως – όχι με το γαλήνιο της υπαίθρου αλλά με το δραματικό της θύελλας, της πυρκαγιάς, της θάλασσας. Το ταλέντο του αναγνωρίστηκε πολύ νωρίς. Παιδί-θαύμα, μπήκε στη Βασιλική Ακαδημία σε ηλικία 14 ετών και εξέθεσε το πρώτο του έργο εκεί στα 15 του. Από τα 18 του είχε σταθερό εισόδημα από πωλήσεις και παραγγελίες, τις οποίες συχνά δεχόταν απρόθυμα, λόγω της αντιφατικής φύσης του. Αυτοαποκαλούνταν «ζωγράφος του φωτός». Άνοιξε τη δική του γκαλερί το 1804 και έγινε καθηγητής προοπτικής στην Ακαδημία το 1807, όπου δίδαξε μέχρι το 1828. O Κόνσταμπλ, σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος, εξέθεσε στη Βασιλική Ακαδημία το 1802, σε ηλικία 26 ετών.
Και οι δύο ζωγράφοι αναδείχθηκαν εν μέσω μιας έκρηξης δημοτικότητας της τέχνης του τοπίου, και τους ένωνε η επιθυμία να την αλλάξουν προς το καλύτερο. Ενώ ο Κόνσταμπλ επιζητούσε την αλήθεια, ο Τέρνερ επιζητούσε το υπέρτατο συναίσθημα. Οι δύο ζωγράφοι ανέπτυξαν ξεχωριστές καλλιτεχνικές ταυτότητες μέσα στον ανταγωνιστικό κόσμο της τοπιογραφίας, κυριαρχώντας στην εξέλιξή της.
Ο Κόνσταμπλ έχτισε τη φήμη του με τα τοπία του Σάφολκ των παιδικών του χρόνων, επιλέγοντας να σχεδιάζει με λάδι en plein air, έχοντας θέα την απέραντη κοιλάδα Ντένταμ και τον ποταμό Στουρ, που εμφανίζονταν συχνά στα έργα του. Το κουτί με τα σύνεργά του και η καρέκλα του υπάρχουν στην έκθεση της Tate Britain, στην οποία οι επισκέπτες μπορούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του επιδέξιου σχεδίου και τον ριζοσπαστικό τρόπο που χειριζόταν το χρώμα. Υπάρχει μια ολόκληρη ομάδα έργων με σύννεφα, ενώ τα δυνατά ουράνια τοπία στους μνημειώδεις καμβάδες του καλλιτέχνη, ύψους δύο μέτρων, αντανακλούν την πεποίθησή του ότι ο ουρανός ήταν το κλειδί για τον συναισθηματικό αντίκτυπο ενός πίνακα και αποτελούν πλέον μία από τις πιο διάσημες πτυχές του έργου του.
Αντιθέτως, ο Τέρνερ ταξίδεψε εκτενώς σε όλη τη Βρετανία και την Ευρώπη, γεμίζοντας μπλοκ με γρήγορες μελέτες με μολύβι. Η έκθεση διερευνά πώς ο Τέρνερ ανέπτυξε πρωτότυπους τρόπους εφαρμογής του χρώματος και απεικόνισης του φωτός, αποτυπώνοντας την ακατέργαστη δύναμη της φύσης.
Ανοίγοντας νέους, τολμηρούς δρόμους
Μέχρι τη δεκαετία του 1830, τόσο ο Τέρνερ όσο και ο Κόνσταμπλ είχαν αναγνωριστεί για τις τολμηρές νέες κατευθύνσεις που έδιναν στην τοπιογραφία. Οι έντονες διαφορές μεταξύ των έργων τους ώθησαν τους κριτικούς τέχνης να τους αντιπαραθέσουν και να τους θεωρήσουν αντιπάλους. Το 1831, ο ίδιος ο Κόνσταμπλ έπαιξε ρόλο σε αυτό, τοποθετώντας δικά του έργα και έργα του Τέρνερ δίπλα-δίπλα στην έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας. Η έκθεση του έργου «Το παλάτι και η γέφυρα του Καλιγούλα» του Τέρνερ δίπλα στον «Καθεδρικό ναό του Σόλσμπερι από τα λιβάδια» του Κόνσταμπλ προκάλεσε μια σειρά από συγκρίσεις μεταξύ της ηλιόλουστης μυθικής ιταλικής σκηνής του Τέρνερ και της υγρής, ατμοσφαιρικής Βρετανίας του Κόνσταμπλ. Τους αποκάλεσαν «φωτιά και νερό». Τώρα, τοποθετημένοι αντικριστά στην Tate Britain, οι πιο ξεχωριστοί και εντυπωσιακοί πίνακες των καλλιτεχνών υπογραμμίζουν ότι, παρά τις διαφορές τους, ανήγαγαν την τοπιογραφία είδος πρωταρχικής σημασίας.
Με τους δύο ζωγράφους να ανταγωνίζονται για την επιτυχία μέσα από πολύ διαφορετικές, αλλά εξίσου τολμηρές προσεγγίσεις, σύντομα στήθηκε το σκηνικό για μια μεθυστική αντιπαλότητα μέσα στον πυρετώδη και ανταγωνιστικό, αν και απείρως μικρότερο από τον σημερινό κόσμο της τέχνης. Ο Τέρνερ ζωγράφιζε εκθαμβωτικά ηλιοβασιλέματα και υπέροχες σκηνές από τα ταξίδια του, ενώ ο Κόνσταμπλ συχνά επέστρεφε σε απεικονίσεις λίγων αγαπημένων τόπων, επιδιώκοντας τη φρεσκάδα και την αυθεντικότητα στην απεικόνιση της φύσης.
Όταν οι δύο άντρες συναντήθηκαν το 1832 για να εκθέσουν στη Βασιλική Ακαδημία, η σχέση τους είχε μια ήπια, αλλά αισθητή αντιπαλότητα. Ο Κόνσταμπλ έτρεφε ειλικρινή θαυμασμό για το ταλέντο του Τέρνερ· έλεγε συχνά ότι «ο Τέρνερ είναι ο μεγαλύτερος από όλους μας». Ο Τέρνερ, πιο σιωπηλός και εσωστρεφής, σπάνια μιλούσε για τον Κόνσταμπλ, αλλά παρακολουθούσε προσεκτικά τη δουλειά του. Στην περίφημη καλοκαιρινή έκθεση της Βασιλικής Ακαδημίας, όταν ο Κόνσταμπλ παρουσίασε το μεγαλειώδες έργο του «Τα εγκαίνια της γέφυρας του Βατερλό», ο Τέρνερ, βλέποντας ότι ο δικός του πίνακας έδειχνε αδύναμος δίπλα στον πλούτο των χρωμάτων του Κόνσταμπλ, πρόσθεσε την παραμονή των εγκαινίων μια μικρή, εκθαμβωτική κόκκινη πινελιά. Ήταν μια θαρραλέα –σχεδόν θεατρική– κίνηση που αμέσως τράβηξε τα βλέμματα. Ο Κόνσταμπλ κοίταξε τον πίνακα και είπε: «Ο Τέρνερ μόλις έσωσε τον πίνακά του».
Παρά τον ανταγωνισμό, ανάμεσά τους υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός. Όταν ο Κόνσταμπλ πέθανε το 1837, λέγεται πως ο Τέρνερ δεν πήγε στο εργαστήριό του. Μετά τον θάνατό του, ο Κόνσταμπλ, πρόδρομος του ρεαλισμού και της plein-air ζωγραφικής, δικαιώθηκε από το ευρύ κοινό, ενώ ο Τέρνερ, πρόδρομος του ιμπρεσιονισμού και της αφηρημένης τέχνης, έγινε θρύλος για τις οραματικές του συνθέσεις. Οι δυο τους, δίχως να το επιδιώξουν, αποτέλεσαν ένα δημιουργικό δίπολο που καθόρισε την αγγλική τοπιογραφία: ο ένας με το βλέμμα της πραγματικότητας, ο άλλος με το βλέμμα του ονείρου.
Turner & Constable | Tate Britain