Βασιλική Λ. Μπίντου
Τα γιούλια
Mικρά πεζά
Βασιλική Λ. Μπίντου Τα γιούλια, σσ. 44, Απόπειρα, 2025. Εικόνα εξωφύλλου Αχιλλέας Χρηστίδης.
Μικρές ιστορίες συνθέτουν Τα γιούλια της Βασιλικής Μπίντου. Ο γύρω μας κόσμος, οι άνθρωποι, τα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής συνδυάζονται και περιγράφονται με έναν διαφορετικό τρόπο. Ο παράδοξος συνδυασμός τους δημιουργεί έκπληξη και σκέψεις. Η άλλη όψη, η διαφορετική χρήση, αλλά και η ανάδυση του κρυμμένου χαρακτήρα κάποιων δρώντων προσώπων μάς οδηγεί σε έναν άλλο μαγικό κόσμο. Αυτόν τον μαγικό κόσμο στον οποίο συμμετέχει ως δρων πρόσωπο και η συγγραφέας τους, μας συστήνουν αυτά τα μικρά διηγήματα τα οποία ισορροπούν μεταξύ ποίησης και πεζογραφήματος. Έχοντας θητεύσει στο έργο του Ε. Χ. Γονατά, αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τη διδαχή του. Ο συνδυασμός με ένταση, αλλά και επίγνωση των ορίων των ετερόκλητων στοιχείων που χρησιμοποιεί, επεκτείνει την ανάγκη και τη σκοπιμότητα της κάθε περιγραφόμενης πράξης. Με λόγο λιτό και χρήση μόνο των αναγκαίων, η μικρή ιστορία και το απρόοπτο συμβάν αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα. Η ελλειπτικότητά τους υποννοεί όλα αυτά τα οποία υποκρυπτόμενα δεν αναφέρονται. Ο αναγνώστης από τα ελάχιστα προεκτείνει νοερά την κάθε ιστορία ανασυνθέτοντας τα συμβάντα. Οι σκέψεις και τα δρώμενα ομοιάζουν, τα όνειρα εκτυλίσονται εμπρός μας ως γεγονότα και ο χρόνος ρέει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Ως παράδειγμα παραθέτω την εναρκτήρια ιστορία του βιβλίου με τον τίτλο: "Σούρουπο".
Στο χειμωνιάτικο σούρουπο φωτίζει η γαλάζια σιδερένια πόρτα. Καθώς τη σπρώχνω τρίζει. Πλησιάζω το άλογο κι εκείνο έρχεται κοντά μου. Μέσα στη δεμένη μου ποδιά έχω τρία κόκκινα μήλα. Σκύβει και τα μυρίζει. Το χαϊδεύω στον λαιμό και τη χαίτη. Λίγο πιο πέρα ξαπλωμένος στα χόρτα, κοιμάται ο πατέρας. Κρυφά, βάζω το χέρι στην τσέπη του παντελονιού του και παίρνω τον κόκκινο σουγιά. Κόβω τα μήλα φέτες. Μία μία τις δίνω στο άλογο. Το φεγγάρι κοφτερό δρεπάνι, σχίζει τον ουρανό σε κορδέλες χάρτινες που πέφτουν στη Γη. Όπου να ’ναι ξημερώνει. Θα διαλυθούμε ως τότε. Κανείς δεν θα μας έχει δει. Θα είναι σαν να ζήσαμε σε όνειρο.
Σε όλα τα διηγήματα η τελική εικόνα καταδεικνύει το παράδοξο το οποίο όμως εδράζεται σε ρεαλιστική βάση. Όλες οι ιστορίες ως συνέχεια η μία της άλλης συνιστούν έναν κόσμο. Με οδηγό αυτές καταδυόμαστε σε αυτόν, όπως μας τον παρουσιάζει η Βασιλική.
Γιώργος Γώτης
Η Ιωάννα
Η Ιωάννα, μόλις ήρθε από την Αθήνα, άνοιξε όλα τα παράθυρα του σπιτιού, τη σιδερένια είσοδο, και έβγαλε έξω όλα τα στρωσίδια και τα σκεπάσματα. Ήρθε κοντά στον φράχτη τού κήπου όταν με είδε να ποτίζω. Κρατούσε στα χέρια ένα πιάτο γεμάτο μοβ σύκα. "Όσα άφησαν τα πουλιά στη μικρή συκιά πίσω από το σπίτι", είπε και μου τα πρόσφερε. Λιγνή και μαυροφορεμένη. Τα μαλλιά της κάτω από το μαντίλι γυάλιζαν σαν απάτητο χιόνι. Κοίταζε τα λουλούδια και ένιωθε τα χάδια τους καθώς τέντωνε τα μακριά της δάχτυλα για να τα φτάσει, κι εκείνα έβλεπαν στα μάτια της τον ουρανό και καθρεφτίζονταν. Με ρώτησε για τα δέντρα, αν έκαναν καρπούς όσο έλειπε, αν έβρεξε πολύ τον Χειμώνα και για τις γάτες που είχε αφήσει πίσω φεύγοντας ξαφνικά. Έπειτα μου ζήτησε λίγο μαϊντανό να μαγειρέψει. Μύριζαν τόσο έντονα τα κλωνάρια του, που τα κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά της, εκεί που έλειπε το ένα της στήθος. Εφέτος δεν φάνηκε ακόμη στο χωριό, ίσως οι καθημερινές μπόρες τού Ιουνίου να την κράτησαν λίγο ακόμη στη μεγάλη πόλη. Τη φαντάζομαι συχνά σαν αμαζόνα να περπατάει στους μεγάλους απέραντους δρόμους, ψάχνοντας τον χωματόδρομο που θα την οδηγήσει ξανά στο δάσος.
Αρνί
Μοσχοβολούσε όλος ο κήπος από τις δυο πελώριες ανθισμένες κυδωνιές. Στα φουντωτά τους φυλλώματα είχα κρυφτεί. Τον είδα να σέρνει με δυσκολία το αγαπημένο μου αρνί. Η γιαγιά καθάριζε τα σύνεργα. Τον βοήθησε να φορέσει μια φόρμα και έστρωσε το λευκό τραπεζομάντιλο στο μεγάλο τραπέζι του κήπου. Εκείνος τρόχισε το μαχαίρι κι έπειτα γονάτισε γυρνώντας το κεφάλι του αρνιού προς τον Ουρανό. Με κοίταξε κατάματα. Μ’ ένα σάλτο έπεσα πάνω του και το μαχαίρι μού χαράκωσε βαθιά το πόδι. Αίμα πετάχτηκε ψηλά πιτσιλώντας τα πράσινα φύλλα και τα λευκά άνθη τής κυδωνιάς. Ήταν το Πάσχα που είχα πιστέψει στην Ανάσταση.
Κυνόροδα
στον Ledian
Έπλεξε γύρω από το λείο λευκό της μέτωπο στεφάνι με ωοειδή κυνόροδα και με τις ερυθρές σταγόνες που έσταξαν από τα σκληρά, δυνατά του χέρια χρωμάτισε τα μάγουλα και τα λεπτά της χείλη.
Ο παλιάτσος
Ένας παλιάτσος με φτερά και ψηλό καπέλο πατάει το πράσινο κουμπί της οθόνης και το πρόσωπό του φωτίζεται από τους χιλιάδες καρναβαλιστές που ξεχύνονται στους δρόμους με πολύχρωμες σερπαντίνες και σφυρίχτρες. Μέσα στη βουή κλείνει τα μάτια σφιχτά και ονειρεύεται πως πετάει πάνω από τις πόλεις. Στο κομοδίνο του έχει ακουμπισμένη τη χάλκινη τρομπέτα και ένα μικρό βιβλίο με εικόνες. Η νοσοκόμα με τα σταρένια μαλλιά τού προσφέρει ένα χάπι και ένα ποτήρι διάφανο, με κρύο νερό. Τα παίρνει στα χέρια δίχως να την κοιτάξει, γνωρίζει όμως πως έχει δύο μεγάλα μαύρα μάτια αγελάδας. Το ίδιο χάπι με νερό το προσφέρει και στη γυναίκα που είναι ξαπλωμένη στο διπλανό κρεβάτι. Κάθε φορά που δείχνει το πρόσωπό της χαμογελάει με νάζι. Η νοσοκόμα τη σκεπάζει στοργικά χαϊδεύοντας τις καλλίγραμμες γάμπες και τους μηρούς της, που τινάζονται δυνατά σαν πόδια αλόγου. Η μυρωδιά του δωματίου τον πνίγει. Κοιτάζει τον διάδρομο που ανοίγεται μπροστά του και τρέχει ως την έξοδο κινδύνου, εκεί όπου πίσω από τη μεγάλη τζαμαρία τα σύννεφα φλέγονται και τα φτερά του τσακίζονται.
Το μαχαίρι
Επάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι γυάλιζε το ασημένιο μαχαίρι. Με αυτό έκοψε το πρωί μια φέτα από το στρογγυλό ψωμί που έψησε στη γάστρα, με αυτό καθάρισε το ψάρι που ψάρεψε στο ποτάμι, με αυτό έκοψε στη μέση το κόκκινο μήλο και έφαγε το μισό καθισμένος δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Κάθε στιγμή το μαχαίρι τού μιλούσε. Τα βράδια, πριν ξαπλώσει, πάντα το καθάριζε με λίγο λάδι και το ακουμπούσε στη βελούδινη θήκη. Ήταν η στιγμή που σταματούσε να του μιλά. Εκτός από κάποια βράδια που το φεγγάρι γέμιζε και το φως του έπεφτε στο δωμάτιο περνώντας από την πλεκτή κουρτίνα του παραθυριού. Τότε ένιωθε το σώμα του να τρέμει. Σηκώνονταν και το κρεμούσε στο γυμνό καρφί του τοίχου. Τιμωρημένο στέκονταν εκεί ψηλά αμίλητο και λυπημένο μέχρι να ξημερώσει. Κι εκείνος, τυλιγμένος στην κουβέρτα του, γύριζε την πλάτη από φόβο μην το στρέψει άλλη μια φορά προς το μέρος του.
Η Βασιλική Λ. Μπίντου γεννήθηκε το 1979 στο Κιάτο Κορινθίας, αλλά μεγάλωσε και μένει σ’ ένα χωριό κοντά στα Ιωάννινα. Γράφει μικρές ιστορίες. Τρεις από αυτές έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Φρέαρ. Τα γιούλια είναι το πρώτο της βιβλίο.