Στον Θάνο Καψάλη
«From this land here to that» (Lou Reed)
1
ΘΥΜΑΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΜΕΡΙΚΟΥΣ που γλίστρησαν μέσα στα σεντόνια μου… Μέχρι που τους πήρε ο ύπνος, μ’ ένα ελαφρύ ροχαλητό, πολύ κοντά στο γουργουρητό. Σαν πλούσιοι σκύλοι με μουσούδες και ουρές αλεπούδων ή γάτες στιλπνές με μακριά πόδια. Μόνο τα μυτερά κόκκαλα της λεκάνης κάποιου ακόμα ξεχωρίζω.
Αυτός για τον οποίο θέλω τώρα να πω, δεν είμαι σίγουρη αν ήταν ο πρώτος ή ο τελευταίος.
Στην αρχή μία από τα ίδια, μέχρι να πλύνω τα δόντια μου τον βρήκα ξαπλωμένο στην άκρη του γκρεμού κάτω από το σμαραγδί κουβερτάκι. Οι ώμοι του έτρεμαν και δεν ήξερα αν έκλαιγε ή αν γελούσε. Περνώντας από πάνω του κόλλησα για λίγο με την πλάτη στον τοίχο. Άγγιζα το στήθος του, τα πλευρά του κι αναρωτιόμουν πού κοιμότανε τόσα χρόνια. Φορούσε μπλου τζην με στενή δερμάτινη ζώνη. Ψαχουλεύοντας να ξαναβρώ την αίσθηση της κοιλιάς του, η παλάμη μου σκάλωνε, ένιωθα το μπράτσο μου έτοιμο να σπάσει, να κολλήσει στραβά όπως το δικό του. «Πέτα τα όλα από πάνω σου, έχει περάσει καιρός και σε θυμάμαι μόνο ντυμένο», ψιθύρισα.
Γυμνός εκείνος, εγώ με όλα μου τα ρούχα, μείναμε έτσι ακίνητοι και κοιταζόμασταν στα μάτια. Ο ήχος της μαλακής βροχής μας κατάπινε, αστραπές, κεραυνοί στο τέλος.
Το άλλο πρωί, με το μεγάλο τραπέζι ανάμεσά μας, ανταλλάσσαμε φλιτζάνια, πικρό καφέ, τσάι με μέλι. Για πρώτη φορά πρόσεξα πως το ένα του μάτι ήταν διαφορετικό από τ’ άλλο. Θα μπορούσε άραγε να διαβάσει και τα δύο μου πρόσωπα;
Μου έρχονταν εικόνες: πατινάζ μαζί στην Αγία Πετρούπολη, στο Woodstock με είχε πάρει από το χέρι. Σε κάποιο τούνελ κρυβόμασταν διψασμένοι. Στην Καμπούλ ή στην Γάζα. Ένα περιστέρι έσκασε πάνω στο τζάμι φέρνοντάς μου πάλι την σκέψη για το Τέλος του Κόσμου. Άναψα ένα από τα τσιγάρα του και πνίγηκα στο βήχα.
Είχε ιδιότητες… Μαζί του για πρώτη φορά κοιμήθηκα κάτω από τ’ άστρα. Εμφανιζόταν με μία παλιά, ψηλή μηχανή και ένιωθα να μπερδεύεται το αύριο με το χθες. Με πήγαινε σε κάτι βράχια. Η Θάλασσα, ο ήχος της θάλασσας πολύ κοντά, λίγο πιο κάτω. Ουρανοκατέβατα λεπτά στρώματα μας περίμεναν και κοιμόμασταν με ανοιχτά μάτια. Άλλοτε με μάζευε από τα πεζοδρόμια μιας πόλης με γκρίζα κυπαρίσσια. Οι λακκούβες της βροχής γίνονταν λίμνες που διέσχιζε χωρίς να πιτσιλιστούν τα πόδια μου. Τρυπούσαμε βουνά –ή έτσι νόμιζα– και ύστερα με ξάπλωνε απαλά, σα σπασμένη κούκλα. Ήταν παράξενο. Η παλιά έλξη γινόταν κάθε φορά καινούργια. Ο χρόνος γινόταν κυκλικός.
Μου έλεγε ότι μ’ αγαπάει. Το ορκίστηκε στην κλειστή γωνία του Πλούτωνα με το Δέλτα του Κενταύρου. Έμαθα να το λέω χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία. Το μυστήριο που μας έφερνε τόσο κοντά, ώστε να μας χωρίζει μόνο το δέρμα μας, αυτό είχε σημασία.
2
Οδηγούσε πλάι σε ένα παραθαλάσσιο κοιμητήριο κρεμασμένο πάνω από ανοικτό πέλαγος. Ξαφνικά φρέναρε. Κάτι συνέβαινε. Νύχτωνε και η νεκρώσιμη ακολουθία είχε μόλις τελειώσει. Καταλάβαμε ότι εμάς κατέβαζαν στα χώματα. Τα κομμάτια μας ανακατεμένα. Στα αυτιά μας έφταναν σκόρπιες λέξεις για τη νταλίκα που μας είχε τινάξει στον αέρα το προηγούμενο βράδυ. Κάποιοι έκλαιγαν/κανένας δεν έκλαιγε. Αλμυρός Νοτιάς έπαιρνε τα γέλια μας καθώς πετούσαμε προς τα λεπτά στρώματα πάνω στα βράχια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.