«Καλημέρα, σεφ!». Οι φούρνοι έχουν ήδη ανάψει στη σκηνή του θεάτρου Κιβωτός, ενώ παίρνουμε τις θέσεις μας στην πλατεία. Η κουζίνα ετούτου του δευτεροκλασάτου εστιατορίου γεμίζει σιγά σιγά με απρόθυμους εργαζόμενους που καταφθάνουν για μία ακόμη μέρα εξουθένωσης μέσα στην αποφορά του τηγανητού λίπους.
«Δεν με γαμάτε πρωί πρωί!», τους απαντά ο σεφ, ξεπεσμένος τηλεστάρ που καθοδηγεί το προσωπικό με διάθεση πιο ξινισμένη κι από τη χθεσινή παραβρασμένη σούπα. Απόψε ένας πελάτης έχει γενέθλια. Κι ένας άλλος θα κάνει πρόταση γάμου. Η μηχανή προετοιμασίας ξεκινά, τα πιάτα είναι γνωστά, ελέγχονται τα υλικά, κοπανιούνται τα κατσαρολικά, «τα λεμόνια δεν είναι αρκετά», «γιατί μούχλιασαν τα μπαχαρικά;». Μια συμφωνία από ήχους, τσιτσιρίσματα, μυρωδιές, σφυρίγματα και λερωμένες ποδιές. Χαβαλές, πειράγματα ρατσιστικά, σχόλια υποτιμητικά, βλέμματα έτοιμα για καβγά.
Ο Γιώργος Κουτλής είναι, δίχως άλλο, ένας καλός σεφ. Μαγειρεύει με αυτοπεποίθηση, με πυγμή, γνωρίζοντας ακριβώς πότε να χαμηλώσει τη φωτιά και πότε να την ενισχύσει μέχρις ανάφλεξης. Οι προθέσεις του είναι καθαρές, και γνωρίζει ανά πάσα στιγμή ποιο συστατικό να προσθέσει –ή να αφαιρέσει– προκειμένου ν’ αναδείξει τη γεύση και τη σύσταση που επιθυμεί. Είναι άριστος εξορκιστής της μονοτονίας, ικανότατος ρυθμιστής του τέμπου και των ρυθμικών εναλλαγών: σε όλη τη διάρκεια, μεθοδικά, οι σκηνές επιτάχυνσης και φρενίτιδας δίνουν τη θέση τους σε άλλες, χαλαρές και ονειροπόλες, εκτονώνοντας εγκαίρως τις εντάσεις ετούτης της θορυβώδους κουζίνας, όπου, εκτός από λαχανικά, σοτάρονται αλύπητα και οι επιθυμίες.
Όχι, τα πράγματα έπρεπε πάση θυσία να γίνουν πιο ποπ, πιο εύπεπτα, πιο διαχειρίσιμα. Αλίμονο αν πάθουμε κατάθλιψη, ή αν τυχόν ταραχτούμε. Και, φυσικά, ποιος καλύτερος τρόπος ν’ αποφύγουμε αυτόν τον κίνδυνο από ένα love story;
Ο Άρνολντ Γουέσκερ επιμένει ως προς αυτό: «Δουλεύουμε εδώ μέσα οχτώ ώρες την ημέρα και παρόλα αυτά, τίποτα. Δεν παίρνουμε τίποτα. Εσύ και η κουζίνα. Και η κουζίνα δεν σημαίνει τίποτα για σένα κι εσύ δεν σημαίνεις τίποτα για την κουζίνα», λέει ο Πίτερ, ο νεαρός Γερμανός (στην παράσταση μετονομάζεται σε Αντρέι και είναι Πολωνός), αντλώντας μηδαμινή σχεδόν ευχαρίστηση από τα καθήκοντά του ως σεφ θαλασσινών. Και δικαιολογημένα.
Από την αρχή καθίσταται φανερό (αναφέρομαι κυρίως στο πρωτότυπο) ότι στο περιβάλλον αυτό οι υπάλληλοι, ντόπιοι και ξένοι, έχουν αποξενωθεί από την εργασία τους, από τους συναδέλφους τους, από τον εαυτό τους. Είτε στέκονται καρφωμένοι στο πόστο τους εκτελώντας κινήσεις μηχανικές, είτε περιφέρονται κατηφείς, τσιτωμένοι, έτοιμοι να χιμήξουν στον διπλανό τους με την παραμικρή αφορμή. Οι ρυθμοί ανελέητοι, τα ωράρια εξωφρενικά. Η μέριμνα για τη φινέτσα του αποτελέσματος, η απόλαυση της δημιουργικής διαδικασίας έχουν εξατμιστεί. Η Κουζίνα διαβρώνει ό,τι καλύτερο κατοικεί εντός τους.
«Είχα να μαγειρέψω τόσο άσχημα από τότε που ήμουν στον στρατό», δηλώνει ο νεοαφιχθείς βοηθός του Πίτερ. «Κι όμως, κανένας δεν δίνει δεκάρα». Ούτε το αφεντικό, που ελέγχει εμμονικά την αλυσίδα της παραγωγής αδιαφορώντας για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, ούτε και οι πελάτες, που καταναλώνουν βουλιμικά, εγείροντας νευρωτικά τις πιο παράλογες απαιτήσεις.
Η δουλειά δεν εξασφαλίζει ανεξαρτησία ή έστω ικανοποίηση, αντιθέτως εντείνει την αποπροσωποποίηση και τον αποπροσανατολισμό. «Ο κόσμος μπορεί να ήταν μια σκηνή για τον Σαίξπηρ, για μένα όμως είναι μια κουζίνα, όπου οι άνθρωποι πηγαινοέρχονται χωρίς ποτέ να προλαβαίνουν να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον, ενώ οι φιλίες, οι έρωτες και οι έχθρες λησμονούνται το ίδιο γρήγορα όπως σχηματίζονται», γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογο του κειμένου του.
Κάτι ήξερε... Έχοντας περάσει τη νιότη του σε διάφορα εστιατόρια της Αγγλίας και της Γαλλίας (στην αρχή ως λαντζέρης και στην πορεία ως σεφ ζαχαροπλαστικής), ο Γουέσκερ έζησε στο πετσί του την απαξίωση της εργατικής τάξης από το καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής. Και είναι αυτή η εμπειρία και αυτή η οργή που πυροδοτούν το πρώτο έργο του, την «Κουζίνα», το 1957.
Σε μια εποχή όπου η βρετανική κοινωνία αυτοθαυμάζεται θριαμβευτικά για την μεταπολεμική ανάκαμψη της οικονομίας της, για τη νεοαποκτηθείσα ευημερία και την πρωτοφανή συνοχή της, ο Γουέσκερ, όπως και οι υπόλοιποι «οργισμένοι νέοι άνδρες» του βρετανικού θεάτρου, εμφανίζονται στην πολιτιστική σκηνή της χώρας παρουσιάζοντας στο κοινό την άλλη όψη του κυρίαρχου γυαλιστερού αφηγήματος – την όψη και τη φωνή των εργατών, των μεταναστών, των υπαλλήλων ενός θαμπού εστιατορίου, χωμένου κάπου σε μια μεσοαστική συνοικία του Λονδίνου, του Παρισιού, της κάθε προηγμένης μεγαλούπολης που βιώνει το θαύμα της ανάπτυξης.
Μια τέτοια βαθιά αίσθηση αδιεξόδου και απόγνωσης απουσιάζει από τη διασκευή των Μιχάλη Πητίδη-Γιώργου Κουτλή και, κατ’ επέκταση, από την παράσταση που σκηνοθέτησε ο τελευταίος.
Γιατί, παρ’ όλη την πίεση και τα νεύρα, παρ’ όλες τις κραυγές και τις βωμολοχίες (που εκτοξεύονται σε ποικίλες γλώσσες, ανάλογα με τη χώρα προέλευσης κάθε χαρακτήρα), αυτό που κυριαρχεί περισσότερο εδώ χαρακτηρίζεται από μια διάθεση ελαφρότητας και ομοψυχίας. Κάθε βρισιά αντισταθμίζεται από ένα καλαμπούρι και οι ατάκες μοιάζουν περισσότερο προορισμένες να εκμαιεύσουν γέλιο ή/και «παρεΐστικη» συμπάθεια παρά να συνεισφέρουν στην αποτύπωση μιας ωμής ζοφερής πραγματικότητας που ισοπεδώνει τις ψυχές.
Όποτε τα πράγματα πάνε να ζορίσουν, να σου ένα χαριτωμένο μουσικό ιντερλούδιο που μάς ευθυμεί («Money, money, money», τραγουδάει το προσωπικό, λίγοι Abba πάντα χαρίζουν!). Είναι σαν να μην είχαν το κουράγιο οι συντελεστές –ή σαν να φοβήθηκαν ότι δεν το έχουμε εμείς– να κοιτάξουν αληθινά αυτούς τους ανθρώπους, εγκλωβισμένους σαν θηρία σε κλουβί, δίχως ελπίδα διαφυγής, δίχως δυνατότητα ανατροπής της ταξικής μοίρας τους. «Είπαμε όλοι ότι δεν θ’ αντέξουμε ούτε μια μέρα, αλλά πες μου, υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να συνηθίσει ο άνθρωπος;», αναρωτιέται ο Πίτερ, «Τίποτα! Απλώς ξεχνάς που βρίσκεσαι και λες πως κάνεις μια δουλειά».
Όχι, τα πράγματα έπρεπε πάση θυσία να γίνουν πιο ποπ, πιο εύπεπτα, πιο διαχειρίσιμα. Αλίμονο αν πάθουμε κατάθλιψη, ή, αν τυχόν, ταραχτούμε. Και, φυσικά, ποιος καλύτερος τρόπος ν’ αποφύγουμε αυτόν τον κίνδυνο από ένα love story;
Η κουζίνα βυθίζεται στο σκοτάδι. Το ζευγαράκι Αντρέι-Μονίκ, αγκαλιασμένοι πάνω στον inox πάγκο εργασίας και κάτω από τον απορροφητήρα, χαϊδεύονται τρυφερά. Ο Αντρέι μιλάει βελούδινα στην αγαπημένη του, φαντασιώνεται μια καλύβα στα δάση της Πολωνίας όπου θα ζουν ευτυχισμένοι μαζί με το παιδάκι τους (αν το κρατήσει η Μονίκ και δεν κάνει έκτρωση τελικά), το οποίο θα ροβολά ανέμελο τις πλαγιές, σαν άλλος Εμίλ του Ρουσό. Μια ονειροπόλα μελωδία τυλίγει τους εραστές, τα χείλη σμίγουν, και η σκηνή μάς μεταφέρει σε κάποιο γλυκερό μιούζικαλ του Γουεστ Εντ.
Μετά από όλα αυτά, μετά τους τσακωμούς και τα σμιξίματα ετούτης της αξιοζήλευτης συντροφιάς, το θεαματικό ξέσπασμα του Αντρέι (Μιχάλης Σαράντης) προκαλεί μάλλον την αμηχανία μας. Πώς να χωρέσει, πώς να ταιριάξει μια στιγμή ακραίας υπαρξιακής και ταξικής διαμαρτυρίας μέσα σε μια πιπεράτη δραμεντί; Η βεβιασμένη προσπάθεια, ένα «σόου» θυμού που απλώνεται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του θεάτρου, με τον ηθοποιό να ανεβοκατεβαίνει αλλόφρων τα σκαλιά της πλατείας, πέφτει τελικά θύμα του ίδιου του εντυπωσιασμού της.
Τίποτε από την επαναστατικότητα του Γουέσκερ δεν επιβιώνει σε τούτη τη νερωμένη, εξωραϊσμένη, εκδοχή του έργου του. Μονάχα μια σκηνή: εκεί όπου οι αφηνιασμένοι εργαζόμενοι τα κάνουν όλα λίμπα. Οι πάγκοι γκρεμίζονται, τα κατσαρολικά εκτοξεύονται, το οικοδόμημα καταρρέει. Μια στιγμή αναρχικής έκρηξης που ταΐζει πραγματικά την πείνα μας, υλοποιεί τις απαγορευμένες φαντασιώσεις μας, δείχνει αυτό για το οποίο το θέατρο είναι ικανό – και τόσο απαραίτητο.
Οι ηθοποιοί υπηρετούν και πυροδοτούν ευθύβολα το όλον, με τους Χρήστο Σαπουντζή και Γιλμάζ Χουσμέν να χαρίζουν ιδιαίτερα απολαυστικές στιγμές στους ρόλους του βαριεστημένου κυνικού σεφ και του «καλομαθημένου» καινούργιου βοηθού, αντίστοιχα.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την θεατρική παράσταση «Η Κουζίνα» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.