ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ κρίσης (αυτή η φράση μου θυμίζει πλέον τα Δώδεκα Ευαγγέλια τη Μεγάλη Πέμπτη, εκεί που ο παπάς ξεκινά τη διήγηση με τη φράση «Τω καιρώ εκείνω…» και για τριάντα δευτερόλεπτα μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου πως θα ακούσεις κάτι πραγματικά συναρπαστικό), σχεδόν κάθε φορά που επέστρεφα στην Αθήνα μετά από ταξίδι, στενοχωριόμουν: το κέντρο τα βράδια ερήμωνε, οι βιτρίνες άδειες και σπασμένες, όλα διαλυμένα.
Την προηγούμενη εβδομάδα θυμήθηκα αυτό το συναίσθημα περπατώντας στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Κοιτούσα έκπληκτη δυο γονείς που είχαν βγει βόλτα και έσπρωχναν ανέμελοι ένα μωρό σε ένα καρότσι στη Στρατηγού Καλλάρη. Ήταν καθαρά, είχε χώρο, τα πεζοδρόμια ήταν φαρδιά. Μπορώ να μετρήσω στο ένα χέρι τους δρόμους στους οποίους θα έβγαζε κανείς ένα παιδί με καρότσι ανέμελος στο κέντρο της Αθήνας, χωρίς να βγαίνει στον δρόμο ή να κάνει ζιγκ-ζαγκ ανάμεσα στα παρκαρισμένα (Πανεπιστήμιου, Σταδίου, Βασιλίσσης Σοφίας, ξεχνάω κάτι;).
Το κέντρο απευθύνεται πλέον σε πλούσιους και σε τουρίστες. Όχι ότι αυτό δεν ισχύει σε όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, απλώς εκεί μάλλον δεν είναι σπαρμένα τα πεζοδρόμια με λακκούβες, δεν είναι κατουρημένο και το τελευταίο τετραγωνικό ελεύθερου χώρου.
Δεν νομίζω πως έχω ξανασκεφτεί ποτέ τόσο σοβαρά το ενδεχόμενο να φύγω από την Αθήνα όσο τον τελευταίο καιρό. Περπατώντας προχτές στην 3ης Σεπτεμβρίου από την Ομόνοια ως το Πολυτεχνείο, μου φάνηκε χειρότερη από ποτέ. Όλα μύριζαν κάτουρο κι εγκατάλειψη. Η γοητεία του «κατοίκου κέντρου» έχει σίγουρα αρχίσει να ξεφτίζει: δρόμοι που θυμίζουν σταυροβελονιά από τα πολλά σπασίματα για βλάβες και οπτικές ίνες, σπασμένα πεζοδρόμια γεμάτα κολλημένες τσίχλες και γόπες, μια τρομακτική κακομοιριά.
Tις προάλλες ο γιος μου έπαιζε με τους φίλους του στην πλατεία απέναντι από το σχολείο του στο κέντρο της Αθήνας. Είχαν μπει στα αγαπημένα τους παρτέρια – εκεί όπου συνήθως πατάνε σκατά και κλοτσάνε πεταμένα κουτάκια ενεργειακών αναψυκτικών τρέχοντας ανάμεσα σε χορτάρια και τσουκνίδες που τους φτάνουν ως τα γόνατα.
Η εξίσωση δεν βγαίνει πια. Οι υποδομές είναι ίδιες ή χειρότερες, με το κόστος ζωής να έχει σχεδόν τριπλασιαστεί. Το κέντρο απευθύνεται πλέον σε πλούσιους και σε τουρίστες. Όχι ότι αυτό δεν ισχύει σε όλες τις πρωτεύουσες της Ευρώπης, απλώς εκεί μάλλον δεν είναι σπαρμένα τα πεζοδρόμια με λακκούβες, δεν είναι κατουρημένο και το τελευταίο τετραγωνικό ελεύθερου χώρου και οι κάτοικοι δεν κυκλοφορούν αγκαλιά με ένα πάκο αντισηπτικά μαντιλάκια για να καθαρίσουν σκατά και σκουπίδια από το πάρκο που παίζει το παιδί τους.
Πίσω στη Θεσσαλονίκη, το μόνο ξενοδοχείο που βρήκαμε να μείνουμε τελευταία στιγμή ήταν κάτι μεταξύ Αirbnb και διαμερίσματος. Τα έπιπλα ήταν αγορασμένα από το IKEA, τα πατώματα ήταν στρωμένα με γκρι πλακάκι ενοικιαζόμενου δωματίου. Όταν βγήκα στη βεράντα, ψιχάλιζε κι όλα ήταν γκρι – ο ουρανός, η βεράντα, ο καναπές, η τέντα. Μόνο ένας φίκος στη γωνία έσωζε κάπως την κατάσταση. Απέναντι ακριβώς είχε μπαλκόνια «κανονικών» πολυκατοικιών: ένας ακάλυπτος με γλάστρες, έπιπλα, ένα κίτρινο παρατημένο ντουλαπάκι. Όσο νύχτωνε, προσπαθούσα να κάνω ασκήσεις αρχιτεκτονικής, καθισμένη στον γκρι ανθρακί καναπέ. Τι σπίτι να ήταν κάποτε το δωμάτιο που μέναμε: πού να ήταν η κουζίνα, πού το μπάνιο; Ήταν ενωμένο το διαμέρισμα με το διπλανό; Απέναντι κάποιος είχε ανοιχτή την τηλεόραση στο σκοτάδι, ένα φως αχνόφεγγε πίσω από μια κουρτίνα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.