ΓΙΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΣΕ θεωρίες συνωμοσίας; Ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες έχουν δώσει διάφορες απαντήσεις, προτείνοντας, για παράδειγμα, ότι η πίστη σε μια συνωμοσία μάς προσφέρει ασφάλεια, την προνομιακή γνώση ότι κάποιος ελέγχει τα πράγματα. Εναλλακτικά, αυτές οι θεωρίες παρέχουν μια αίσθηση του ανήκειν σε απομονωμένα και τραυματισμένα άτομα, ενώ το διαδίκτυο και τα echo chambers του ευνοούν τη συνωμοσιολογία μέσα από feedback loops που ενισχύουν τις θέσεις του καθενός.
Όσο βοηθητικές κι αν είναι, αυτές οι απαντήσεις στερούνται μιας δομικής βάσης∙ αδυνατούν, με άλλα λόγια, να συνδέσουν τη συνωμοσιολογία με τις κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις της παρούσας στιγμής. Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να στραφούμε στο έργο του μαρξιστή θεωρητικού Φρέντρικ Τζέιμσον (1934-2024), ο οποίος υποστήριξε ότι η σύγχρονη, μετανεωτερική εποχή (ο ύστερος καπιταλισμός) έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές στη δυνατότητα κατανόησης του κόσμου. Η παγκοσμιοποίηση, η αύξηση του πληθυσμού, οι νέες τεχνολογίες επικοινωνίας, η απώλεια της ιστορικότητας και η συμπίεση του χρόνου σ’ ένα διαρκές παρόν έχουν στερήσει απ’ το άτομο τη δύναμη να σκεφτεί τις κοινωνικές σχέσεις ως ένα «Όλον» και να τοποθετήσει τον εαυτό του εντός αυτού. Το παγκόσμιο σύστημα είναι τόσο μεγάλο, πολύπλοκο και αφηρημένο, που δεν μπορούμε να το συνδέσουμε με την άμεση εμπειρία μας.
Σύμφωνα με τη θεωρία του «Μανιφέστου Συνωμοσίας», η συνωμοσιολογία είναι τόσο δημοφιλής επειδή η εξουσία συνωμοτεί συστηματικά.
Προτάσσοντας μια αισθητική «γνωσιολογικής χαρτογράφησης», ο Τζέιμσον οραματίζεται την ανάδυση μιας «διαπαιδαγωγικής ή πολιτικής κουλτούρας», μέσα απ’ την τέχνη ή την ιδεολογία, που θα αναπαραστήσει το σύστημα του πολυεθνικού κεφαλαίου έτσι ώστε να μπορέσουμε να τοποθετήσουμε τις ατομικές και συλλογικές υπάρξεις μας εντός του και, συνεπώς, «να ανακτήσουμε τη δυνατότητα πράξης».¹ Σε αυτό το πλαίσιο, οι θεωρίες συνωμοσίας δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια «εκφυλισμένη» μορφή γνωσιολογικής χαρτογράφησης. Αποτυγχάνοντας να αναπαραστήσει την εγγενώς απρόσωπη λογική του ύστερου καπιταλισμού, η συνωμοσιολογία παράγει φτηνά υποκατάστατα, αφηγήσεις όπου όλα πάνε «σύμφωνα με το σχέδιο» αναγνωρίσιμων δρώντων. Έτσι, η εμπειρία μας δεν συνδέεται με την ολότητα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά με το «Όλον» της εκάστοτε σκευωρίας ή πλεκτάνης.²
Αυτή η οπτική αντανακλάται επακριβώς στη Βουγονία του Λάνθιμου, όπου ο φτωχός μελισσοκόμος Τέντι απάγει τη CEO φαρμακευτικής Μισέλ, πεπεισμένος πως πρόκειται για μέλος μιας εξωγήινης φυλής που ενορχηστρώνει την καταστροφή του πλανήτη. Ακόμα κι αν η υπόλοιπη ταινία απογοητεύει, το μοντάζ των πρώτων λεπτών αναδεικνύει την αλήθεια που κρύβεται στον πυρήνα αυτής της στρεβλής χαρτογράφησης: δείχνει, με άλλα λόγια, ότι, αντιμέτωπος με μια CEO που λέει τη λέξη «diversity» 30 φορές μέσα σε 2 λεπτά ενόσω δηλητηριάζει συνειδητά τον κόσμο, ο μέσος εργαζόμενος νιώθει ότι βρίσκεται μπροστά στην παρουσία μιας εξωγήινης μορφής ζωής.
Αυτό είναι και το θέλγητρο της συνωμοσιολογίας, που δίνει ένα πρόσωπο στο κατ’ ουσίαν αόριστο πλέγμα δυνάμεων του συστήματος. Τι είναι πιο εύκολο να πιστέψουμε: ότι οι αφηρημένες κοινωνικές δομές που δημιουργήσαμε και στις οποίες συμμετέχουμε έχουν φέρει την τεχνολογική υποδούλωσή μας, την καταστροφή της φύσης, όλες τις τροπικότητες της σύγχρονης φρίκης, ή ότι για τα παραπάνω ευθύνεται ένα Άλλο είδος, έθνος ή γκρουπ;
Προχωρώντας, ωστόσο, οφείλουμε να εξετάσουμε μια πρόσληψη των θεωριών συνωμοσίας που διαφέρει ουσιωδώς από αυτή του Τζέιμσον. Σύμφωνα με τους ανώνυμους συγγραφείς του Μανιφέστου Συνωμοσίας (2022), η συνωμοσιολογία είναι τόσο δημοφιλής επειδή η εξουσία συνωμοτεί συστηματικά. Θεμελιωδώς, δεν αναφέρονται σε «μηχανορραφίες», όπου συγκεκριμένοι συνωμότες ακολουθούν ένα συνειδητό σχέδιο που εδράζεται σ’ ένα κοινό μυστικό, αλλά σε «αντικειμενικές συνωμοσίες», που «προκύπτουν από αντανακλαστικά, αναπαραστάσεις, κοινωνικές δομές [και που] γνωρίζουν πώς να παρακάμπτουν όλα τα εμπόδια προκειμένου να υλοποιήσουν το πρόγραμμά τους πιο αποτελεσματικά από μια καλοστημένη πλεκτάνη».³
Πολύ συχνά, μάλιστα, η εξουσία συνωμοτεί ενόσω στοχοποιεί όσους αναγνωρίζουν τις δράσεις της ως «συνωμοσιολόγους». Μπορούμε, για παράδειγμα, να δούμε την περίπτωση του Καρλ Πόπερ, ο οποίος, αφού όρισε τη «συνωμοσιολογία» ως έναν απ’ τους εχθρούς της «ανοιχτής κοινωνίας», συμμετείχε στη Mont Pelerin Society, ασκώντας επιρροή σε κυβερνήσεις, επιχειρήσεις και ΜΜΕ για να επιτύχει την έλευση του νεοφιλελευθερισμού τριάντα χρόνια αργότερα, στην «πλέον επιτυχημένη συνωμοσία του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα». Αντίστοιχα, μπορούμε να δούμε το πώς, τη δεκαετία του ’60, οι πετρελαϊκές (που ήξεραν για την κλιματική αλλαγή, συνωμοτώντας, συνεπώς, ενάντια στο περιβάλλον) στιγμάτιζαν τους οικολόγους ως συνωμοσιολόγους. Ή το πώς, την εποχή της πανδημίας –και, ξανά, με τα Τέμπη–, όποιος αμφισβήτησε τις δράσεις της κυβέρνησης πολεμήθηκε ως «ψεκ».
Μέσα από δεκάδες παραδείγματα, το Μανιφέστο Συνωμοσίας καταδεικνύει τη συνωμοσία ως τρόπο λειτουργίας της εξουσίας και την κατηγορία της «συνωμοσιολογίας» ως μηχανισμό συγκάλυψης. Υποστηρίζει, με άλλα λόγια, ότι «υπάρχουν συνωμοσιολόγοι απλώς επειδή υπάρχουν συνωμοσίες» και μας υπενθυμίζει το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στους διαδρόμους του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας τον καιρό της πανδημίας: «Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και μια θεωρία συνωμοσίας; Οκτώ με εννιά μήνες». Ή, στην περίπτωση του Λάνθιμου, μία με δύο ώρες.
Απομένει το ερώτημα γιατί οι συνωμοσίες της εξουσίας λειτουργούν, και εδώ ο Τζέιμσον και το Μανιφέστο Συνωμοσίας συγκλίνουν. Αναφερόμενος στην Υπόθεση Πάραλλαξ του Πάκουλα και στα κοντινά του πλάνα στα πρόσωπα των θυμάτων, υποστηρίζει ότι «η συνωμοσία νικά [όχι] επειδή διαθέτει κάποια ιδιαίτερη μορφή “δύναμης” που λείπει από τα θύματα, αλλά απλώς επειδή είναι συλλογική, ενώ τα θύματα, ιδωμένα ένα ένα και απομονωμένα, δεν είναι». Με τη σειρά του, το Μανιφέστο Συνωμοσίας χρησιμοποιεί τα λόγια του Πίντσον, που στο Ουράνιο τόξο της βαρύτητας γράφει ότι, για κάθε συνωμοσία που υφαίνει η εξουσία και προωθούν «Εκείνοι», «θα έπρεπε να υπάρχει και ένα “Εμείς” […] Δημιουργική παράνοια σημαίνει να αναπτύσσεις ένα σύστημα “Εμείς” τουλάχιστον τόσο βαθύ όσο το σύστημα “Εκείνοι”».
[1] Fredric Jameson. (1999). Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού, (μτφρ. Γιώργος Βάρσος). Νεφέλη, σ. 95-100.
[2] Fredric Jameson. (1990). Cognitive Mapping. https://www.rainer-rilling.de/gs-villa07-Dateien/JamesonF86a_CognitiveMapping.pdf
[3] Μανιφέστο Συνωμοσίας (μτφρ. Μανώλης Ξανθός). (2022). Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.