«ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΠΟΡΤΑ, κι' έπειτα μια μεγάλη αυλή, και μέσα στην αυλή μικρές παράγκες. Όλα είναι φτωχά εδώ έξω. Για να μπείτε πρέπει να είσθε τρελός ή να έχετε άδειαν από το υπουργείον», γράφει τον Μάρτη του 1929 ο συντάκτης της εφημερίδας «Πατρίς» με το ψευδώνυμο Κάππα. Έπειτα έδωσε την άδεια του μέσα από τα κάγκελα της πόρτας και μετά από μια στιγμή ο φύλακας τού άνοιξε.
Εκ πρώτης όψεως, του δόθηκε η εντύπωση ενός παράξενου προσφυγικού συνοικισμού: τα ίδια ξύλινα σπιτάκια. Πιο πριν, καθώς ερχόταν με το αυτοκίνητο, είχε προσπεράσει το Δρομοκαΐτειο το οποίο είχε περιποιημένους κήπους, γερές λιθόκτιστες οικοδομές και καλοχτισμένα σπίτια. «Η ανισότης και για τους τρελούς, και μέσα στους τρελούς οι φτωχοί και οι πλούσιοι».
Μέσα στο μικρό γραφείο της Διεύθυνσης ακολούθησε μια μεγάλη ανάκριση: ποιοι είναι, γιατί έρχονται, τι θα γράψουν και τι θέλει η μηχανή του φωτογράφου που συνοδεύει τον δημοσιογράφο.
Ξαφνικά, σαν κάποιος να έδωσε το μυστικό σύνθημα και ο έρημος έως τότε τόπος άρχισε να γεμίζει σπαρακτικές φωνές ανδρών και γυναικών που έρχονταν απ’ όλες τις μεριές και δημιουργούσαν για μια στιγμή αληθινό πανδαιμόνιο.
«Η φωτογραφική μηχανή! Μας ρωτούν τί θέλει ἡ φωτογραφική μηχανή και δεν ρωτούν τί θέλουν τα μάτια μας! Μας λένε ότι απαγορεύεται να πάρουμε φωτογραφίες με την μηχανή και δεν βλέπουν στα μάτια μας χίλια μικρά στιγμιότυπα που έχουν αποτυπώσει οι εντυπώσεις μέσα σε πέντε λεπτά. Πολύ καλά, δίνουμε την υπόσχεση πως δεν θα πάρουμε φωτογραφίες...»
Έπειτα ξαναβγήκαν στην αυλή. Ήταν έρημη. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας, για να προσανατολιστεί, κοίταξε προς τη σιδερένια πόρτα που απομονώνει τη γωνιά αυτή από τον έξω κόσμο: ανάμεσα από τα κάγκελα το μάτι του πρόσεξε τα ρωμαλέα, φουντωμένα, γερά πεύκα που σκαρφάλωναν στον απέναντι λοφίσκο, ευτυχισμένα και χαρούμενα κάτω από τον ήλιο, αδιάφορα, όπως όλη ἡ φύση, για τη δυστυχία του ανθρώπου.
Μια νεκρική σιγή έξω στον δημόσιο δρόμο. Μόνο ο δυνατός άνεμος σφύριζε έξω από τη σιδερένια πόρτα, ανάμεσα από τα τηλεγραφικά σύρματα.
Η ίδια νεκρική σιγή και μέσα. Μόνο εκεί στο βάθος κάποιος περιφερόταν ήσυχα, με το κεφάλι ελαφριά προς τα κάτω, σαν να γύρευε μέσα στα χώματα –ποιος ξέρει– την ευτυχία που έχασε, την ελευθερία του που δεν έβρισκε.
Ο γιατρός τούς διαβεβαίωσε «πως και ο άνθρωπος που περπατούσεν ελεύθερα μέσα στην αυλή είναι ένας από “αυτοὺς”, αλλά τώρα είναι καλά και τον αφήνουν ελεύθερο. Αν ερχόσαστε λίγην ώρα πριν, θα τους βλέπατε όλους στην αυλή. Τώρα είναι στα κρεβάτια!».
Και καθώς αντηχούσαν στ' αυτιά τους τα λόγια του γιατρού, αποκρυσταλλώθηκε η πρώτη εντύπωση του ρεπόρτερ από την επίσκεψη σ' ένα φρενοκομείο, μια εντύπωση ανάμεικτη από φυλακή, κλινική και οικοτροφείο.
Ένα αληθινό πανδαιμόνιο
Ξαφνικά, σαν κάποιος να έδωσε το μυστικό σύνθημα και ο έρημος έως τότε τόπος άρχισε να γεμίζει σπαρακτικές φωνές ανδρών και γυναικών που έρχονταν απ’ όλες τις μεριές και δημιουργούσαν για μια στιγμή αληθινό πανδαιμόνιο. Πίσω απ’ τα καγκελόφρακτα παράθυρα των μικρών περιπτέρων εξαγριωμένες μορφές, γυναίκες και άνδρες. Άλλοι κρατούσαν τα σίδερα, σαν φυλακισμένοι, άλλοι έτειναν μέσα απ’ τα σίδερα τα χέρια και τις γροθιές.
«Κύριε, γιατί με κρατούν εμένα εδώ μέσα! Τι κατάσταση είναι αυτή; Διαμαρτύρομαι ενώπιον του δικαστηρίου! Είμαι Αμερικανός πολίτης | Διατάσσω τον πρόξενό μου να έλθει με απελευθερώσει! Πού είναι η ελευθερία των θαλασσών; Εγώ έζησα στην Αμερική! Κακούργοι, δολοφόνοι!»
Από άλλο παράθυρο, άλλη εξαγριωμένη μορφή τούς βομβάρδιζε με άγρια βλέμματα:
«Σας διατάσσω να σταθείτε! Σας διατάσσω...»
Από ένα παράθυρο μια γυναίκα με ρούχα χωρικής φώναζε μ’ όλη τη δύναμη των πνευμόνων της:
«Οι άτιμες, οι φόνισσες! Εγώ είμαι νοικοκυρά, αρχοντογεννημένη! Έχω το σπίτι μου και το βιος μου! Οι κακούργες, οι φόνισσες, μ’ έκλεισαν απ’ τη ζήλια!»
Οι φωνές της ακούγονται σπαραξικάρδιες και διαπεραστικές, ο ρεπόρτερ τις άκουγε και του πάγωσε το αίμα.
«Ένα μυστηριώδες ένστικτο λες και κινεί τους τρελούς και οσμίζονται στον αέρα πως μέσα στο βασίλειόν των ενέσκηψαν άνθρωποι απ’ τον έξω κόσμο. Από το στόμα των συνοδών μας ακούμε πως αφορμή όλου αυτού του πανδαιμονίου είναι η φτωχιά ασημότης μας».
Η άγρια φωνή όλων αυτών των ανθρώπων που φωνάζουν πίσω απ’ τα κάγκελα των παραθύρων τους έβρισκε μέσα στη νέκρα της αυλής μια τραγική απήχηση, αλλά πιο τραγικά απ’ όλα ήταν αυτά τα δύο χέρια που είδε ο ρεπόρτερ να τείνοντα κι εκείνη η ήρεμη φωνή που άκουσε από ένα παράθυρο και εξέφραζε τη βουβή δέηση που έβλεπε απεικονισμένη μέσα σε δυο απλανή μάτια: ένας ασθενής τού ζητούσε τσιγάρο!
«Αλλά μέσα στο βασίλειο αυτό της αναποδογυρισμένης λογικής απαγορεύεται και αυτή η ελεημοσύνη. Έξω απ’ την πόρτα αυτή ένας άνθρωπος που σας ζητάει ένα τσιγάρο, το θέλει για να καπνίσει. Ένας τρελός μ’ ένα τσιγάρο μπορεί να βάλει φωτιά!»
Το ζήτημα των εγκαταστάσεων
Μέσα σε πέντε περίπτερα με τρία διαμερίσματα, εκ των οποίων το καθένα είχε τρία δωμάτια, δηλαδή μέσα σε σαράντα πέντε δωμάτια, έπρεπε να χωρέσουν οι διακόσιοι εβδομήντα ασθενείς, στους οποίους προσετίθεντο διαρκώς νέοι, εκ των οποίων ένας μεγάλος αριθμός, λόγω της φύσεως της ασθένειάς τους, παρέμενε μόνιμος.
«Τα πέντε σημερινά περίπτερα μπορούν να εκπληρούν ένα φιλανθρωπικό σκοπό, να στεγάζουν δυστυχισμένους ανθρώπους, να τους παρέχουν στέγη (χωρίς θέρμανσιν και χωρίς φως) και τροφή και ν’ ανακουφίζουν τις οικογένειές των, αλλά ψυχιατρικόν ίδρυμα δεν είναι. Δεν θέλω να πω ότι λείπει η ιατρική περίθαλψις. Όχι. […] Αλλά αν τρεις γιατροί, εκ των οποίων ο ένας μόνον είναι εσωτερικός, αρκούν για τριακοσίους αρρώστους, δεν φανταζόμεθα ποτέ ότι η θέλησις των ανθρώπων, όσον και αν υποτεθεί ότι είναι μεγάλη και ενθουσιώδης, μπορεί να αναπληρώσει τα μέσα. […] Το κράτος διακηρύσσει αυτήν τη στιγμή ότι κάνει πολιτική υγιεινής […]. Δεν μπορεί να κοροϊδεύει κόσμο. Τα ψυχιατρεία αποτελούν ένα κεφάλαιο της κοινωνικής υγιεινής. Η οργάνωσις των ψυχιατρείων δεν μπορεί να είναι άσχετη και με την αναδιοργάνωση των φυλακών, που επαγγέλλεται η μεταρρύθμισις της δικαιοσύνης. Ένα μεγάλο μέρος των τροφίμων των φυλακών δεν έχουν τη θέση τους εκεί. Είναι ψυχοπαθείς. Κάθε ανασύνταξη της δικαιοσύνης επί σύγχρονων βάσεων δεν μπορεί να παραβλέψει το γεγονός αυτό».
Η ζωή των τροφίμων
Η ιστορία κάθε τροφίμου του Δημόσιου Ψυχιατρείου, από τη στιγμή που θα περάσει στη μεγάλη αυλή και θα κλείσει πίσω του η σιδερένια πόρτα, αρχίζει από το ιματιοφυλάκιο. Μέσα σ' αυτά τα τείχη δεν θα είναι πια παρά ένας αριθμός. Αυτά τα μπογαλάκια που κρέμονταν από το ταβάνι, το καθένα με τον αριθμό του, το καθένα από τον χαλκά του, υπήρξαν κάποτε... άνθρωποι!
Ο διαχειριστής του ιδρύματος που συνοδεύει τον ρεπόρτερ εξηγεί:
«Είμεθα υποχρεωμένοι, κάθε φορά που ένας "ψυχασθενής" βγει από ίδρυμα, να του παραδίδομε τα ρούχα που φορούσε άμα τον παραλάβαμε. Αν δεν τα ζητήσει αυτός, μπορεί να μας τα ζητήσουν οι συγγενείς του!»
Στο ίδιο διαμέρισμα, επάνω σε μεγάλα ράφια, υπήρχαν πεντακάθαρες και με μεγάλη τάξη, η μία επάνω στην άλλη, καινούργιες χακί στρατιωτικές. Κάθε ασθενής που παραδιδόταν στο Ψυχιατρείο φορούσε τη στολή αυτή. Εκεί μέσα ντύνονταν οι πιο τραγικοί νεοσύλλεκτοι του κόσμου! Και έπειτα μεταβολή! Εμπρός μαρς! Και έστρεφαν πια οριστικά την πλάτη στον έξω κόσμο.
Από τα διαμερίσματα αυτά έως τα περίπτερα των «ψυχοπαθών» η απόσταση δεν είναι μεγάλη: «Τόση είναι πάντοτε η απόσταση από τη λογική στην τρέλα!». Ανεβαίνουν τα λίγα σκαλιά του προθαλάμου του περιπτέρου που πρόκειται να επισκεφθούν και στο τελευταίο σκαλί φροντίζουν να πηγαίνουν πρώτα οι γιατροί.
«Έπρεπε να τους δείτε πώς μπαίνουν, σαν τον θηριοδαμαστή μέσα στο κλουβί με τα λιοντάρια. Θα νομίζετε ίσως ότι πρόκειται απλώς για σχήμα λόγου. Ε, λοιπόν, όχι! Στον γιατρό ο ψυχοπαθής υποτάσσεται σαν το φοβισμένο ζώο που έχει φάει ξύλο. Μια καθιερωμένη αντίληψις δεν κάνει και μεγάλη διάκριση μεταξύ των νοσοκόμων, ιδίως σε τέτοια ιδρύματα, και των πυγμάχων ή των δημίων».
Μέσα στις άλλες ερωτήσεις που υπέβαλε ο ρεπόρτερ μέχρι να φτάσουν εκεί ήταν και η εξής:
«Δεν μας λέτε, γιατρέ. Δουλεύει, πότε-πότε, μεταξύ των άλλων μεθόδων και... το ξύλο;»
Γιατροί και νοσοκόμοι απάντησαν με ένα στόμα και με μια κοινή διαμαρτυρία:
«Το ξύλο; Ποτέ!»
Ο Θεός και η ψυχή τους…
Στα περίπτερα
Το πρώτο περίπτερο που επισκέφτηκε ήταν οι γυναίκες! Ο νοσοκόμος έβγαλε από την τσέπη του ένα κλειδί κι άνοιξε την πόρτα: ένας στενός διάδρομος με ένα κρεβάτι, όπου έμενε ο νοσοκόμος που είχε βάρδια. Όταν ανοίγουν οι τρεις πόρτες των διαμερισμάτων όπου κρατούνται οι γυναίκες, μια βαριά απόπνοια συνωστισμού και κλεισούρας προσβάλλει ακατάσχετα τα ρουθούνια τους.
Στα διαμερίσματα, κρεβάτια και τίποτε άλλο. Τα διαμερίσματα δεν ήταν μεγαλύτερα από ένα συνηθισμένο δωμάτιο, μάλλον μικρό για ένα, για δύο το πολύ άτομα.
«Εδώ μέσα υπάρχουν μόνο κρεβάτια! Έξι, επτά, οκτώ, το ένα πλάι στο άλλο, σχεδόν κολλητά! Το φρενοκομείο είναι μια φυλακή, οι εγκάθειρκτοι της οποίας είναι καταδικασμένοι στην ποινή της κατακλίσεως!»
Άλλες από τις γυναίκες ήταν πλαγιασμένες, άλλες κάθονταν επάνω στα κρεβάτια. Άλλες είχαν μαλλιά, άλλων τα μαλλιά χτενισμένα και στρωμένα, άλλων ήταν «σαν της λωλής τα μαλλιά», άλλες ήταν κουρεμένες με τη μηχανή.
Οι γιατροί αντάλλασσαν με τις περισσότερες λίγες φιλόφρονες λέξεις.
«Τι κάνεις, κυρία;»
«Πότε θα με βγάλετε απ' δω μέσα!»
«Α, όπου και να 'ναι!»
«Το φρενοκομείον είναι ένας τόπος που όλοι όσοι είναι μέσα δεν ρωτούν τίποτε άλλο παρά πότε θα τους αφήσουν ελεύθερους να φύγουν! Κι' ούτε αναφέρεται ποτέ η λέξη "τρελός" εδώ μέσα. Γιατροί και νοσοκόμοι σάς λένε: οι "ψυχοπαθείς". Στο τέλος προσαρμόζουμε και εμείς το λεξιλόγιό μας προς τα ήθη αυτής της κοινωνίας: Καταλαβαίνουμε πως εδώ μέσα δεν είναι ευγενές ν' αναφέρεις τη λέξη "τρελός"».
Οι ακαταλόγιστοι
«Σας παρακαλώ, κύριε διευθυντά. Τώρα είμαι καλά. Πρέπει να με αφήσετε να φύγω. Ετηλεγράφησα και στον πατέρα μου να έλθει να με πάρει. Έδωσα το τηλεγράφημα στον νοσοκόμο. Σκεφτείτε, κύριε διευθυντά, το γραφείο μου μένει κλειστό. Έχω το κλειδί...»
Αυτός που μιλούσε ήταν δικηγόρος που «όταν εσπούδαζε το ποινικό του δίκαιο και προσπαθούσε να συγκρατήσει μέσα στη μνήμη του ποιοί είναι οι “ακαταλόγιστοι”. Ο άνθρωπος αυτός δεν είχε ποτέ του σκεφθεί ότι μέσα στους “ακαταλόγιστους” των νομικών του θα μπορούσε μια μέρα να είναι κι’ αυτός!»
Ο δικηγόρος δεν ήταν ο μόνος εκπρόσωπος της επαγγελματικής ζωής. Υπήρχε ένας συμπαθέστατος φαρμακοποιός, υπήρχε ένας πολιτευόμενος ο οποίος συζητούσε διαρκώς με τον Μουσολίνι και είχε την έμμονη ιδέα πώς πρέπει να τον αφήσουν για να αλλάξει το πρόσωπο του κόσμου, υπήρχαν τρεις ιερείς, υπήρχαν ειδικευμένοι και παραγιοί, λογής-λογής τεχνίτες, όλα τα επαγγέλματα.
«Ένα φρενοκομείον είναι σαν την άλλη κοινωνία. Με τη διαφορά ότι είναι από την ανάποδη!»
Έξω στην αυλή, οι γιατροί με ευγενικό ενδιαφέρον, ρώτησαν για τις πρώτες εντυπώσεις του δημοσιογράφου.
«Δεν μου λέτε, γιατρέ, στο σκοτάδι δεν είδα ούτε ένα φως. Πώς κάνουν αυτές οι γυναίκες εκεί μέσα άμα σκοτεινιάσει; Φαντάζομαι τι φρίκη θα είναι ν’ αφήνονται στο σκοτάδι, να εξαπλώνεται η κρίση και ν’ ακούγονται οι φωνές».
«Ηλεκτρικό δεν έχουμε. Να τους βάλομε κερί ή λάμπα δεν τολμούμε, και καταλαβαίνετε για ποιο λόγο. Έχουμε όμως δύο μηχανές για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος κ’ ελπίζομε γρήγορα να βρεθούν τα μέσα για να τις θέσουμε σε κίνηση».
Μέχρι να γίνει αυτό, η λύση ήταν να φωτίζονται από το διαμέρισμα του νοσοκόμου.
«Δεν ξέρω», σχολιάζει παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής ο δημοσιογράφος, «γιατί αυτή η αναγκαστική νύχτα που βασιλεύει εκεί μέσα από ορισμένη ώρα της ημέρας και έπειτα ως που να φέξει ο ήλιος, μου έκανε την πιο φρικτή εντύπωση. Κοντά στην ποινή της κατακλίσεως, αυτοί οι “ακαταλόγιστοι” του ποινικού δικαίου, είναι λοιπόν καταδικασμένοι και στο σκοτάδι;».