Τι θυμάμαι από την Ίο των ’90s
Στην Ίo πήγα έναν Αύγουστο τέλος των ’90s. Θυμάμαι ότι το νησί είχε κάτι άγριο, ήμουν μόνο είκοσι χρονών, διάβαζα Κάρλος Καστανέδα και την είχα ακούσει στερεοφωνικά, όλα μου φαίνονταν υπερβατικά. Θυμάμαι από το νησί τους μεγάλους γκρεμούς και τη λιτότητά του. Το πίσω μέρος του ήταν ακόμα ανέγγιχτο, σαν διαστημικό τοπίο.
Στην παραλία Μυλοπότα, που είναι η πιο γνωστή, γνώρισα τον Ιταλό. Τότε η Ίος ήταν γεμάτη Ιταλούς. Περισσότερο άκουγες ιταλικά παρά ελληνικά. Τους θυμάμαι να φωνάζουν «che puzza» (προφέρεται «και πούτσα»), και με τις φίλες μου χαζογελάσαμε. Τον Ιταλό τον έλεγαν Αντόνιο. Κλειστήκαμε στο φτηνό ενοικιαζόμενο δωμάτιό του στο λιμάνι και δεν ξαναείδαμε το φως της μέρας.
Το τελευταίο βράδυ, όπως ανοίξαμε την πόρτα για να κάνει ρεύμα, μέσα από τον καθρέφτη είδαμε το καράβι της γραμμής να μπαίνει αργά στο λιμάνι μέσα στην ησυχία της νύχτας. Ήταν πολύ κινηματογραφική σκηνή. Εμείς, γυμνοί στο κρεβάτι, να κάνουμε τσιγάρο και να παρακολουθούμε το καράβι από τον καθρέφτη. Παράξενο πράγμα η μνήμη. Όταν ακούω για την Ίο, σκέφτομαι πάντα το καράβι στον καθρέφτη.
Η Ίος είναι όπως τη θυμάμαι τριάντα χρόνια πριν, ατίθαση. Οι τουρίστες είναι λιγοστοί και ήσυχοι. Τα μπαρ είναι σχεδόν άδεια. Τα μπουκάλια στοιβαγμένα στις πίσω αυλές. Περπατάω στα σοκάκια και ο ασβέστης είναι λιγότερο λευκός, πιο βρόμικος, πιο αληθινός.
Τριάντα χρόνια μετά
Να ’μαι, λοιπόν, μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια, στο καράβι της γραμμής με προορισμό την Ίο, αυτήν τη φορά για να επισκεφτώ το μουσείο του Γαΐτη και της Σίμωσι, που έκλεισε φέτος έναν χρόνο λειτουργίας. Όσοι το έχουν επισκεφτεί κάνουν λόγο για ένα μουσείο του μέλλοντος, ένα «maison de culture», όπως το οραματιζόταν και ο ίδιος ο Γαΐτης.
«Μα, τέλη Οκτώβρη στο νησί τι πας να κάνεις;» με ρωτούν όλοι απορημένοι. Τους απαντώ με Καμί: «Κάτω όμως από τον ήλιο της Μεσογείου ακόμη και η μελαγχολία είναι φωτεινή». Η αλήθεια είναι ότι μου αρέσει πάρα πού αυτή η μελαγχολία των νησιών το φθινόπωρο.
Καλημέρα, θλίψη. Καλημέρα, Ίο. Καλημέρα, ποιητικέ μου εαυτέ.
 Έκπληξη πρώτη, η Ίος είναι όπως τη θυμάμαι, ατίθαση. Οι τουρίστες είναι λιγοστοί και ήσυχοι. Τα μπαρ είναι σχεδόν άδεια. Τα μπουκάλια στοιβαγμένα στις πίσω αυλές. Περπατάω στα σοκάκια και ο ασβέστης είναι λιγότερο λευκός, πιο βρόμικος, πιο αληθινός.
Ένα γατί ξεφυτρώνει από μια γωνία και με κοιτάει με βλέμμα έκπληκτο, σαν να μου λέει: «Τι θες εσύ εδώ;». Πάω κατευθείαν για μπάνιο, γιατί εδώ έχει έναν ήλιο λαμπερό και η μέρα είναι σαν γλυκιά μέρα του Ιουνίου.
Στον Μυλοπότα η θάλασσα είναι ήσυχη. Μπαίνω μέσα κι αφήνω το νερό να με καθαρίσει. Δεν έχει κρυώσει ακόμα. Λατρεύω αυτό το άδειο τοπίο. Δεν υπάρχουν μουσικές, δεν υπάρχουν κορμιά να γυαλίζουν από το λάδι, μόνο μια ευεργετική σιωπή που νομίζω ότι, χωρίς να κάνω τίποτε απολύτως, με θεραπεύει.
Αργότερα, επιστροφή πάλι στη Χώρα, που είναι σχεδόν άδεια. Ο άνεμος φέρνει μυρωδιές από φασκόμηλο και θαλασσινό αλάτι. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τα νησιά ερημώνουν το φθινόπωρο και τον χειμώνα. Έχουν κάτι αγριορομαντικό, όπως θα έλεγε ο Μπαρτ, μια άλλη μαγεία, πιο ωραία χρώματα, και σου αποκαλύπτονται έτσι όπως είναι μέσα απ’ την αλήθεια τους. Το ίδιο και οι ντόπιοι. Δεν είσαι πια τουρίστρια. Παύεις να είσαι ένας ακόμα τουρίστριας που βιάζονται να εξυπηρετήσουν και γίνεσαι η Τζούλη, ο Κώστας, η Μαίρη και οι ιστορίες τους. Αποφασίζω να κάνω πεζοπορία. Να κάτι που δεν θα έκανα στα είκοσί μου, σκέφτομαι.
Βρίσκω τον ιχνηλάτη μου, τον έμπειρο Γιώργο Δημητρόπουλο. Μαθαίνω ότι υπάρχουν τουλάχιστον 136 χιλιόμετρα μονοπατιών στην Ίο, για αρχάριους και μη. Ξεκινάμε πρωί πρωί μ’ ένα μικρό σακίδιο και νερό. Το Ιοs Paths, μέσω app, σου δίνει τη δυνατότητα να έχεις GPS ή ντόπιο οδηγό. Μπορώ να διαλέξω να κάνω τη διαδρομή με ποδήλατο ή με τα πόδια. Ο Γιώργος έχει μεγάλη αγάπη για το νησί και έχει κάνει τόσο μεγάλη έρευνα που νομίζω ότι μετά την τρίωρη βόλτα μας είναι σαν να έχω κάνει ταχύρρυθμο σεμινάριο στη βοτανολογία και στην ιστορία του νησιού.
 Το μονοπάτι που παίρνουμε ξεκινά λίγο έξω από τη Χώρα, ανάμεσα σε ξερολιθιές και αρώματα θυμαριού. Ανεβαίνω ως τον λόφο του Σκάρκου, τον αρχαιολογικό χώρο που κρατάει στο χώμα του το παρελθόν των Κυκλάδων. Πρόκειται για προϊστορικό οικισμό. Βρίσκεται κοντά στο λιμάνι Όρμο, σε έναν χαμηλό λόφο με θέα τη θάλασσα. Ανακαλύφθηκε τη δεκαετία του 1980 και θεωρείται δίκαια από τους πιο καλοδιατηρημένους οικισμούς στο Αιγαίο. Είναι εντυπωσιακό που σώζονται ακόμα οι τοίχοι των σπιτιών, δρόμοι, πλατείες ακόμα και ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Ο χώρος είναι ανοιχτός για επίσκεψη, διαμορφωμένος με διαδρομές και πινακίδες. Από εκεί ψηλά, το νησί ανοίγει μπροστά μου με όλη του την κυκλαδίτικη χάρη. Λίγα σπίτια, η γη που κιτρινίζει, ο ουρανός που απλώνεται χωρίς όρια. Πιο πέρα, η Αγία Τριάδα, τοπίο τραχύ, γυμνό, χωρίς καθόλου τουρισμό αυτή την εποχή. Ο δρόμος στενεύει απότομα και τα σημάδια πάνω στις πέτρες απαντούν σπάνια· μόνο βάσει μικρών ενδείξεων βρίσκεις το σωστό μονοπάτι. Ακολουθώ τη διαδρομή προς τον Άγιο Προκόπη και μετά περνάμε μέσα από την περιοχή που οι ντόπιοι λένε «Περιβόλια», μέχρι να αρχίσει η κατηφόρα για την Αγία Θεοδότη.
Σύμφωνα με δοξασίες, στα ρέματα της Αγίας Θεοδότης εμφανίζονταν τις φεγγαρόλουστες νύχτες νεράιδες. Ζητάω από τον Γιώργο, τον «φωτεινό παντογνώστη», να μου πει από πού πήρε η Ίος το όνομά της. Μου λέει πως κατά μία εκδοχή προέρχεται από τη λέξη «ἴα», τις βιολέτες, που φύτρωναν άφθονες στο νησί. Κατά μια άλλη θεωρία, πιο μυθική, το νησί συνδέεται με την Ιώ, την ιέρεια της Ήρας, που ερωτεύτηκε ο Δίας.
 Για να την προστατεύσει από τη ζήλια της θεάς, τη μεταμόρφωσε σε λευκή αγελάδα. Η Ήρα, όμως, δεν ξεγελάστηκε: έστειλε στο κατόπι της μια μύγα που δεν την άφηνε να ησυχάσει. Κυνηγημένη, η Ιώ περιπλανήθηκε σε όλο τον γνωστό τότε κόσμο ‒από την Ελλάδα ως την Αίγυπτο‒ κουβαλώντας το όνομα της φυγής και της αντοχής. Κάποιοι λένε πως, περνώντας από εδώ, άφησε πίσω της λίγο από το πνεύμα της και πως η Ίος κράτησε την ενέργεια της γυναίκας που δεν σταμάτησε να τρέχει για να βρει την ελευθερία. Έτσι, του λέω, νιώθω εγώ και χωρίς να το καταλάβω κάνουμε ψυχοθεραπεία.
Η πεζοπορία συνεχίζεται. Η Αγία Θεοδότη τον Οκτώβρη είναι άδεια. Το νερό ήρεμο, διάφανο, η άμμος δροσερή. Αργότερα, πηγαίνουμε στη βόρεια πλευρά του νησιού, στο οικογενειακό τυροκομείο «Διασέλι», όπου όλα τα προϊόντα παράγονται από δικά τους κατσίκια, πρόβατα και αγελάδες. Εδώ είναι η χαρά του τυροφάγου, δηλαδή και δική μου, αφού μπορώ να ζω αποκλειστικά με τυριά.
 Όλα τα τυριά είναι ένα κι ένα. Ξεχωρίζω το μαλακό ξινό τυρί Ίου, το σκοτύρι: είναι κρεμώδες, μέσα έχει πιπέρι και θρούμπι και το ταιριάζουν με τα υπέροχα αποξηραμένα φρούτα και τοπικές σπιτικές μαρμελάδες ‒ μαγεία. Και η παλαιωμένη γραβιέρα είναι μπουκιά και συχώριο. Αγοράζω για να πάρω μαζί μου. Νιώθω σαν θεία που γυρίζει απ’ το χωριό φορτωμένη. C’ est la vie!
Η μοναδική ταβέρνα που μένει ανοιχτή τον χειμώνα και ταΐζει και τους ντόπιους είναι το Ακρογιάλι στο λιμάνι, που την έχει η κυρία Μαρία. Τρώω το μερμιτζέλι, το παραδοσιακό κριθαράκι, με ντόπιο κατσικάκι ‒ τι να λέμε τώρα; Στα νησιά το φθινόπωρο τρως φαγητό αληθινά νόστιμο, τίμιο, καθαρό.
Ο Γαΐτης και η Ίος
Στις αρχές του ’60 ο Γαΐτης φτάνει με τον φίλο του Ζαν-Μαρί Ντρο στην Ίο. Δεν είναι τόπος καταγωγή του, δεν γνωρίζει κανέναν. Το νησί διαθέτει μόνο θάλασσα, άγρια πέτρα και σιωπή. Ο Γαΐτης σχεδιάζει για τον Ζαν-Μαρί ένα σπίτι πάνω στον βράχο, μια κατασκευή που αντέχει στον αέρα και στο αλάτι, ένα σπίτι έξω απ’ τις συμβάσεις. Ο Ντρο γύριζε τότε το ντοκιμαντέρ με τον Πικάσο και τον Μιρό, όμως ανάμεσα στα γυρίσματα είχε την Ίο για καταφύγιό του. Το νησί ήταν και για τους δυο τόπος έμπνευσης. Εδώ μπορούσαν να πίνουν ελεύθερα, να καπνίζουν, να μιλούν για τέχνη και να ακούνε τον αέρα να περνάει μέσα απ’ τις καλαμιές. «Κάναμε ένα σύμφωνο με το νησί», είχε πει ο Γαΐτης, «μια πραγματική δέσμευση με τον τόπο».
Υπάρχει και το έργο του, «Day to day life in Ios», που δείχνει πόσο χώρο είχε πιάσει το νησί στη θεματολογία του. Η Ίος έχει στο DNA της την ελευθερία. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι οι χίπηδες, όταν τους έδιωξαν από τα Μάταλα στις αρχές των ’70s, πήγαν στην Ίο, που έγινε το νέο τους καταφύγιο. Ο συγγραφέας Πίτερ Μπράμγουελ, που υπήρξε μέλος της κοινότητα Βackpackers και ζούσε στο νησί στα τέλη της δεκαετίας του ’70, λέει ότι όταν έφτασε στον Μυλόποτα το 1978 ήταν ακόμη ένα καταφύγιο χίπηδων: «Κοιμόμασταν στην παραλία, δεν υπήρχε δρόμος ούτε ρεύμα, υπήρχε όμως μια υπέροχη αίσθηση ελευθερίας και χαράς». Την ίδια ελευθερία ένιωσε εκείνος τότε νιώθω τώρα κι εγώ.
 Ένας παππούς στο καφενείο μού λέει ότι οι Νιώτες ξεχωρίζουν τον καλό άνεμο από τον κακό. Ο νοτιάς φέρνει βαριές σκέψεις, ο βοριάς καθαρίζει το μυαλό. «Ο άνεμος», μου λέει, «έχει ψυχή, θυμάται ποιος του μίλησε καλά». Το επαναλαμβάνω για να τη θυμάμαι αυτήν τη φράση, γιατί μου άρεσε. «Σήμερα τι έχει;» τον ρωτάω. «Πώς νιώθεις;» με ρωτάει. «Περίφημα», απαντώ. «Ε, τότε, έχει βοριά».
Ένα μουσείο-ωδή στην ομορφιά
Το κτίριο του μουσείου άρχισε να κατασκευάζεται το 2007, στην περιοχή Τσουκαλαριά πάνω από τη Χώρα. Η κατασκευή αντιμετώπισε αναβολές και ένα σωρό δυσκολίες. Τελικά, το μουσείο ολοκληρώθηκε και άνοιξε το Σεπτέμβριο του 2024, ακριβώς έναν χρόνο πριν. Από τα πρώτα σχέδια έως την παράδοση πέρασαν είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια. Για την κόρη του Γαΐτη, Λορέττα, ήταν όνειρο ζωής να το φτιάξει.
«Η υλοποίηση απαιτούσε καθημερινή εργασία, υπήρχε κόπωση και δυσκολίες, αλλά ήταν μεγαλύτερη η αποφασιστικότητα», έχει δηλώσει. Δύο πολύ σημαντικοί δημιουργοί στεγάζονται σε αυτόν τον χώρο των 1.600 τ.μ. γιατί το μουσείο δεν είναι μόνο για τον Γαΐτη αλλά και για τη μητέρα της, την εξαιρετική γλύπτρια Γαβριέλλα Σίμωσι, για την οποία το μουσείο σημαίνει μόνιμη στέγη και ακόμα μεγαλύτερη αναγνώριση στην Ελλάδα.
 
 Το μουσείο μοιάζει σαν να προσγειώθηκε στο νησί κατευθείαν από το μέλλον, η αρχιτεκτονική του συνομιλεί με το τοπίο. Τα δύο κτίρια που το αποτελούν σχεδιάστηκαν ώστε να «χωρέσουν» το νησιωτικό τοπίο και να παραπέμπουν και στο έργο των καλλιτεχνών. Οι γνωστοί «άνθρωποι», τα «ανθρωπογαϊτάκια», όπως τα λέω εγώ, είναι οι μικρές επαναλαμβανόμενες φιγούρες με το καπέλο και το κοστούμι που εμφανίζονται σε καμβάδες, σε ξύλο και σε μέταλλο, στοιχισμένες σε σειρές, πειθαρχημένες, σχεδόν σαν να ακολουθούν υπνωτισμένες.
Η επανάληψη εδώ δεν είναι διακοσμητική αλλά μοιάζει με σχόλιο πάνω στην ανωνυμία της αστικής ζωής και τη σύγκρουση ατόμου και μάζας. Σε αρκετά έργα του ο Γαΐτης πειραματίζεται με γεωμετρικές συνθέσεις και περιορισμένες παλέτες σε μαύρο, λευκό, κόκκινο και μπλε, δημιουργώντας ρυθμούς που θυμίζουν παρτιτούρα.
Το βλέμμα του παραμένει ειρωνικό, αλλά ποτέ δεν γίνεται κυνικό, πίσω από τη φόρμα υπάρχει πάντα η τρυφερότητα και το χιούμορ του δημιουργού. Το μουσείο της Ίου είναι καθαρό σαν αναπνοή και δίνει στα έργα του Γαΐτη κάτι σαν υπόσταση ‒ σαν όλα αυτά τα ανθρωπάκια τις νύχτες να συνομιλούν μεταξύ τους. Νομίζω πουθενά αλλού δεν θα έδειχναν πιο ελεύθερα από εδώ. Η λιτή αρχιτεκτονική, το άσπρο φως και η θάλασσα που φαίνεται στο βάθος λειτουργούν ως φυσική προέκταση της αισθητικής του.
Λίγο παραδίπλα βρίσκεται ο χώρος με τα έργα της Γαβριέλλας Σίμωσι. Ομολογώ ότι δεν γνώριζα καλά το έργο της και έπαθα κάτι σαν έρωτα. Τα πελώρια έργα της έχουν κάτι το υπερβατικό, λες και δεν τη χωρούσε ο τόπος και δημιουργούσε τα έργα της σε άλλο πλανήτη. Γύψινα γλυπτά από την περίοδο 1962-1969 δείχνουν τη μετάβαση στις «αποκομμένες» μορφές. Βλέπω θραύσματα σώματος, που είναι το βασικό της γνώρισμα, αλλά και μια ώριμη γλυπτική, τόσο άρτια, που εκστασιάζομαι. Φεύγω και πιστεύω ότι σε αυτό εδώ το μέρος πρέπει να γίνονται διεθνείς συναντήσεις τέχνης.
Ο Γαΐτης, πάλι, πίστευε πως η τέχνη πρέπει να μιλά στη φαντασία πριν απ’ τη γνώση· να είναι παιχνίδι, παρατήρηση και ανακάλυψη. Έτσι, στο μουσείο οι μικροί επισκέπτες, οι μαθητές, έχουν έναν δικό τους χώρο για να κινούνται ελεύθερα ανάμεσα στις φιγούρες, τα επαναλαμβανόμενα «ανθρωπάκια» που γίνονται σχεδόν μια χορωδία μορφών. Μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα και δημιουργικά εργαστήρια, τα παιδιά του νησιού φτιάχνουν τα δικά τους ομοιώματα, παίζουν με το χρώμα, κατανοούν τη συλλογικότητα και τη διαφορά. «Θέλαμε το μουσείο να είναι ένα ζωντανό εργαστήρι, όχι ένα παγωμένο εκθετήριο», είχε πει η Σίμωσι. Έτσι κι έγινε ‒ είναι ένα μουσείο που το αλλάζουν τα παιδιά. Φεύγω με μια πληρότητα και νιώθω ότι το Σαββατοκύριακό μου είχε απ’ όλα σε σωστές δόσεις: φύση, τέχνη, γεύσεις, ανθρώπους.
Τώρα πια, μαζί με το καράβι στον καθρέφτη, όταν ακούω για την Ίο θα σκέφτομαι τα ανθρωπάκια του Γαΐτη και τα μαγικά έργα της Σίμωσι. Φθινόπωρο στο νησί; Ω, ναι, ήταν εξαιρετική ιδέα!