«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ είναι το τέλος», τραγουδούσε ο Ντίλαν στο ομώνυμο κομμάτι («Death is not the end») από το άλμπουμ «Down in the groove» που κυκλοφόρησε το 1988, στο ναδίρ δηλαδή της «χριστιανικής» και σε κάθε περίπτωση της πιο άχαρης, άνισης, αμήχανης και «ακυρωμένης» σε μεγάλο βαθμό περιόδου της καριέρας του. Και είχε δίκιο, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι έχουν περάσει τόσες μέρες από τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλο και δεν σταματάμε να μιλάμε (ή να αντιδικούμε) για τον ίδιον, το έργο του και την «κληρονομιά» του.
Ο επιφανής νεκρός ως ζήτημα που πρέπει να επιλυθεί, ως πεδίο ξεκαθαρίσματος παλιών λογαριασμών. Αλλά και ως αφορμή για ένα είδος ομαδικού διαλογισμού («ποιος αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω, με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό»). Ο πολωτικός Σαββόπουλος έφυγε και πλέον (μάλλον) δεν μας βλέπει, δεν μας ακούει και δεν μας διαβάζει, οπότε ας προβάλλουμε όλοι ελεύθερα πάνω του το άχτι μας, τις προκαταλήψεις μας, τις βεβαιότητές μας.
Το μήνυμα για κάποιους από τη διαδρομή του Σαββόπουλου ήταν ότι, εντάξει, κάνε τις τρέλες σου νέος, αλλά μετά οφείλεις να ανοίξεις την αγκαλιά σου στην πατροπαράδοτη συντήρηση, αλλιώς είσαι ανώριμος, γραφικός, κολλημένος.
Όχι ότι περίμενε τον θάνατό του ένα ορισμένο κοινό για να προβάλλει πάνω του τις πικρίες, τις ανακολουθίες και τις ενοχές του. Αυτό συνέβαινε προτού ακόμα γίνει ξεκάθαρη η συντηρητική «μεταστροφή» του. «Οι νέοι του Σαββόπουλου βολευτήκανε οι περισσότεροι στη Μεταπολίτευση και οι άλλοι στην Αλλαγή», είχε πει κάποτε ο Χατζιδάκις, «αδιαφορώντας για ειλικρίνειες και αλήθειες. Για πραγματική αλλαγή ή για εγχώρια νεοελληνική κωμωδία. Βολεμένοι ο καθένας στο πόστο του και στη νοσταλγία του "αχ καημένη νιότη που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος" είχαν τον τότε Σαββόπουλο σαν άλλοθι της προδομένης ζωής τους…».
Δεν ήταν λίγοι αυτοί που θυμήθηκαν νοσταλγικά τη σεμνή, διακριτική και «πολύτιμη» για τους άμεσα οικείους του κηδεία του Χατζιδάκι (ένα ολόκληρο σύμπαν μακριά από μεγα-τελετή «δημοσία δαπάνη», ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη και «κόκκινο χαλί» με τους VIP προσερχόμενους), ενός ανθρώπου συντηρητικού πολιτικά υποτίθεται, ο οποίος όμως είχε τεθεί στο πλευρό της Βαγγελιώς Βογιατζή και είχε καταγγείλει με τον πιο πειστικό τρόπο τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά – στάση που θα χαρακτήριζαν ως μιασματική, τρομοκρατική ή απλώς «αναρχοάπλυτη» πολλοί από εκείνους που είδαμε να δοξολογούν τον Σαββόπουλο και να αποθεώνουν την ύστερη «ωριμότητά» του. Το μήνυμα για όλους αυτούς από τη διαδρομή του Σαββόπουλου ήταν ότι, εντάξει, κάνε τις τρέλες σου νέος, αλλά μετά οφείλεις να ανοίξεις την αγκαλιά σου στην πατροπαράδοτη συντήρηση, αλλιώς είσαι ανώριμος, γραφικός, κολλημένος. Ο Διονύσης Σαββόπουλος –ένας ανήσυχος δημιουργός, ένας καλλιτέχνης– ως το απόλυτο υπόδειγμα «χρηστής ανάνηψης» (πήξαμε αυτές τις μέρες στον μεταφυσικό λόγο και στη νεορθόδοξη αργκό).
Πέρα από την επιδεικτική απουσία της ηγεσίας της «κεντροαριστερής» αντιπολίτευσης από την κηδεία (με εξαίρεση τη Ζωή Κωνσταντοπούλου που γνωρίζει καλά τη σημασία των μεγάλων «μιντιακών events») –η οποία υπολόγιζε ότι θα καταγραφεί ως σιωπηλή, αλλά έντονη εκδήλωση διαμαρτυρίας στο «καπέλωμα» του νεκρού από τον πρωθυπουργό, αλλά προσελήφθη ως ξέσπασμα βρέφους που δεν γίνεται το δικό του και κατέληξε σε εκκωφαντικό κράξιμο εναντίον της– υπήρξε οργανικά δύσκολο για πολύ κόσμο να καταπιεί και να χωνέψει το γεγονός ότι η εξόδιος ακολουθία ενός αγαπημένου δημιουργού μετατράπηκε εν μέρει σε ένα high-end σουαρέ της κυβερνητικής εξουσίας, πάντα με την εκλεκτή συμμετοχή του πασπαρτού γκεστ σταρ Ά. Γεωργιάδη. Επιτρέπεται ελπίζω να σημειώσουμε (μελαγχολικά) πόσο άσχημα χτύπησε όλο αυτό σε πολλούς, καλούς Έλληνες, χωρίς να θεωρηθεί προσβολή στη μνήμη του επιφανούς τεθνεώτος.