Στην Ελλάδα, η τηλεόραση σπάνια δίνει χώρο σε ζητήματα ταυτότητας, φύλου ή προσωπικού τραύματος. Οι χαρακτήρες συχνά παραμένουν παγιδευμένοι σε στερεότυπα, ενώ οι ιστορίες παρουσιάζονται με προβλέψιμους και τυποποιημένους τρόπους. Οι ΛΟΑΤΚΙ+ χαρακτήρες, όταν εμφανίζονται, είτε συχνά αποτυπώνονται ως καρικατούρες είτε λειτουργούν απλώς ως προσθήκες σε ετεροκανονικές αφηγήσεις.
Κι ύστερα ήρθαν οι «Σέρρες». Το σενάριο της σειράς του Γιώργου Καπουτζίδη που παίζεται στον ANT1, με την ευαισθησία και το χιούμορ που το χαρακτηρίζουν, τόλμησε για άλλη μια φορά να φέρει στο προσκήνιο όσα συνήθως μένουν στο περιθώριο: τη διαφορετικότητα, τη συγχώρεση, το δικαίωμα στην ορατότητα αλλά και τη βαθιά ανάγκη να είσαι ο εαυτός σου χωρίς καμιά ενοχή.
Φέτος, με τον δεύτερο κύκλο της τηλεοπτικής σειράς, ο Καπουτζίδης φρόντισε να στείλει για άλλη μια φορά το δικό του ισχυρό μήνυμα για ισότητα, εξάλειψη των διακρίσεων και συμπερίληψη. Για πρώτη φορά είδαμε έναν ίντερσεξ χαρακτήρα σε ελληνικό σίριαλ μέσα από τον ρόλο της συντηρητικής θείας Σταματίνας. Πρόκειται για μια στιγμή-ορόσημο για την ελληνική μυθοπλασία. Τον χαρακτήρα που υποδύεται η ηθοποιός Γιούλη Τσαγκαράκη τον έχει λατρέψει το τηλεοπτικό κοινό.
«Στη χώρα μας βιώνουμε μικρές “Γάζες”. Κάθε σπίτι έχει τον δικό του Νετανιάχου, τον δικό του Τραμπ. Όταν ένας γονιός βρίσκεται μέσα στο σπίτι και ουρλιάζει λέγοντας στα παιδιά του “θα κάνεις ό,τι σου πω”, ποια είναι πραγματικά η διαφορά; Φωνάζουν από το πρωί ως το βράδυ, κι ακόμη και τα πιο απλά πράγματα γίνονται με φωνές και τιμωρίες. Οι μεν σκοτώνουν με τα όπλα· οι άλλοι σκοτώνουν ψυχικά».
Η συνάντησή μας δεν αφορά μόνο τη σειρά ή τον ρόλο της. Συζητάω με μια ηθοποιό με διακριτική, σχεδόν αθόρυβη παρουσία, που κατάφερε ωστόσο, μέσα από την ερμηνεία της, να ανατρέψει όσα θεωρούσαμε δεδομένα. Τη συναντώ στο Θέατρο Πορεία –παίζει στην παράσταση Η χαμένη άνοιξη– και της λέω πως είναι, αναμφίβολα, ένα από τα πρόσωπα που συζητήθηκαν περισσότερο στην τηλεόραση τα τελευταία δύο χρόνια.
H Γιούλη Τσαγκαράκη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καβάλα, τόπο καταγωγής της μητέρας της. Ο πατέρας της, αστυνομικός στο επάγγελμα, γνώρισε τη μητέρα της εκεί, όμως όταν η ίδια βρισκόταν ακόμη στο Δημοτικό, η οικογένεια μετακόμισε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Παρότι οι γονείς της δεν είδαν ποτέ με θετικό μάτι την προοπτική μιας καριέρας στην υποκριτική, εκείνη δεν δίστασε να δώσει εξετάσεις και να πετύχει.
Ήδη από τα σχολικά της χρόνια, το μάθημα των καλλιτεχνικών είχε ανάψει μέσα της τη σπίθα που θα την οδηγούσε αργότερα σε μια θεατρική ομάδα. Βέβαια, είναι μια γυναίκα που έχει βιώσει τα δικά της σκοτάδια, που δεν έχει διστάσει να μιλήσει ανοιχτά για την κακοποίηση που βίωσε ως παιδί, και που μέσα από την ψυχοθεραπεία και την υποκριτική βρήκε τρόπο να μετατρέψει το τραύμα της σε δημιουργία.
Στην αρχή τη ρωτώ πώς πήρε τον ρόλο. «Είχα στείλει ένα μήνυμα στον Γιώργο Καπουτζίδη – να σου θυμίσω ότι ήμασταν συμμαθητές στο πρώτο έτος της δραματικής σχολής Θεοδοσιάδη, προτού εγώ αποχωρήσω για να φοιτήσω στο Εθνικό Θέατρο. Του έγραψα, λοιπόν, σχετικά με τις "Σέρρες". Αυτό συνέβη πέρυσι, τον Απρίλιο. Τότε δεν γνώριζα τίποτα, ούτε ότι τον ρόλο αρχικά ήταν να τον παίξει η κυρία Γερασιμίδου. Όταν εκείνη αποχώρησε από τη σειρά, ο Γιώργος επικοινώνησε ξανά μαζί μου, τον Αύγουστο. Θυμόταν το μήνυμά μου και μου ζήτησε να στείλω το βιογραφικό μου. Έτσι κι έγινε. Στείλαμε μηνύματα, μίλησα στη συνέχεια και με τον σκηνοθέτη, τον Σταμάτη Πατρώνη. Μέσα σε μόλις μία εβδομάδα μου δόθηκε ο ρόλος της θείας. Όλα έγιναν γρήγορα, σχεδόν απρόσμενα, αλλά με έναν πολύ όμορφο τρόπο».
Ο ρόλος της θείας Σταματίνας, μιας συντηρητικής γυναίκας που αποκαλύπτεται ότι είναι ίντερσεξ, κατάφερε κάτι ακόμη πιο ουσιαστικό: να ανοίξει μια συζήτηση γύρω από θέματα που η ελληνική τηλεόραση απέφευγε για δεκαετίες. Στο σημείο αυτό επισημαίνει: «Πάντα με ενδιέφερε στους ρόλους να φαίνονται οι ρωγμές. Επιλέγω συνειδητά να ρωτώ τους σεναριογράφους αν θα δούμε τις πιο εσωτερικές πτυχές ενός χαρακτήρα. Όσον αφορά τη σκηνή όπου η θεία Σταματίνα μαθαίνει ότι είναι ίντερσεξ –εκείνη που έγινε viral–, πιστεύω πως άγγιξε το κοινό γιατί αποκάλυψε, με σπάνια ευαισθησία, ένα θέμα που συχνά παραμένει ταμπού. Εμένα, αυτό που με ενδιέφερε ήταν το κενό και η θλίψη που ήθελε να εκφράσει η Σταματίνα εκείνη τη στιγμή». Και συμπληρώνει: «Φυσικά έκανα έρευνα για τον ρόλο. Όπως είπε και ο Γιώργος, ζητήσαμε τη γνώμη και τη συμβουλή της κοινότητας Intersex Greece, ώστε να προσεγγίσουμε το θέμα όπως έπρεπε».
Να θυμίσουμε, για όσους ίσως δεν γνωρίζουν, ότι τα άτομα ίντερσεξ (ή διαφυλικά) είναι αυτά που τα χαρακτηριστικά του φύλου τους δεν ανήκουν αυστηρά στην αρσενική ή θηλυκή κατηγορία ή ανήκουν και στις δύο ταυτόχρονα. Οι διαφορές αυτές μπορεί να αφορούν τα γεννητικά όργανα, τα χρωμοσώματα ή τις ορμόνες και ενδέχεται να γίνουν εμφανείς κατά τη γέννηση, την εφηβεία ή ακόμη και αργότερα στη ζωή του ατόμου.
Πώς είδε τη θερμή ανταπόκριση του κόσμου; «Δεν το περίμενα», παραδέχεται. «Ο Γιώργος, με την ανατροπή που έδωσε στον χαρακτήρα, εστίασε στο γεγονός ότι αυτή η γυναίκα θέλει απλώς να ανήκει κάπου. Ανέδειξε και “σκάλισε” τη βαθιά της μοναξιά. Και νομίζω πως εκεί ακριβώς συνδέθηκε ο κόσμος. Παράλληλα, με συγκίνησε το ότι έλαβα πάρα πολλά μηνύματα, τόσο από άτομα της ΛΟΑΚΤΙ+ κοινότητας όσο και από οικογένειες που είδαν κάτι δικό τους στη θεία Σταματίνα. Μου αρέσει, επίσης, που στο 90% των μηνυμάτων υπάρχει η λέξη “γελάω”. Δεν είναι λίγο αυτό, ειδικά για την εποχή μας. Ο κόσμος έχει κουραστεί από τη συνεχή ανακύκλωση της βίας, από σειρές που ποντάρουν σε δολοφονίες και βιασμούς. Ψάχνει κάτι πιο ουσιαστικό, κάτι που να τον αγγίζει πραγματικά», συμπληρώνει.
Είχε άραγε φόβο για το πώς θα αντιδρούσε το πιο συντηρητικό κομμάτι του κοινού; «Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: εκείνοι που βρομίζουν και εκείνοι που καθαρίζουν. Εγώ θέλω να ανήκω στους δεύτερους. Δεν θα επιλέξω να επιτεθώ σε όποιον ρυπαίνει, προτιμώ απλώς να πάω και να καθαρίσω.
Αυτή είναι και η ουσία του μηνύματος του ρόλου της θείας Σταματίνας. Οφείλουμε, στη ζωή μας, να μπαίνουμε στη θέση των άλλων. Ο καθένας ας κάνει τη δουλειά του. Ως εκ τούτου, πίσω από κάθε ανθρώπινη φιγούρα υπάρχει μια ιστορία που όλοι οφείλουμε να σεβαστούμε και να κατανοήσουμε. Ας κοιτάξει ο καθένας μέσα στη δική του οικογένεια. Και μακάρι η τηλεόραση να αποκτήσει έναν εκπαιδευτικό ρόλο», τονίζει με ξεκάθαρο τρόπο.
Από τον ρόλο αυτόν τη δυσκόλεψε το πιο στρυφνό κομμάτι της ηρωίδας που ενσαρκώνει, ωστόσο δεν μπορούσε να μη θαυμάσει την τόλμη της. Στο σημείο αυτό τη ρωτώ πόσο δύσκολο ήταν για την ίδια να μιλήσει δημόσια για την κακοποίηση που είχε υποστεί ως παιδί – έχει αναφερθεί στο οικογενειακό της περιβάλλον, όπου ο πατέρας της εξέφραζε τα πάντα με φωνές και ένταση. Χωρίς να επανέλθει αναλυτικά στο ζήτημα, σημειώνει: «Είχα αποφασίσει να το πω. Ήθελα να θυμίσω πως μεγαλώσαμε σε μια εποχή όπου, δυστυχώς, το ξύλο θεωρούνταν φυσιολογικό. Ήταν λάθος, αλλά με εντυπωσίασε η έκταση που πήρε το θέμα. Ίσως γιατί είναι αλλιώς όταν το ακούς. Ας μη μας ξαφνιάζει, όμως, ότι στη χώρα μας βιώνουμε μικρές “Γάζες”. Κάθε σπίτι έχει τον δικό του Νετανιάχου, τον δικό του Τραμπ. Όταν ένας γονιός βρίσκεται μέσα στο σπίτι και ουρλιάζει λέγοντας στα παιδιά του “θα κάνεις ό,τι σου πω”, ποια είναι πραγματικά η διαφορά; Φωνάζουν από το πρωί ως το βράδυ, κι ακόμη και τα πιο απλά πράγματα γίνονται με φωνές και τιμωρίες. Οι μεν σκοτώνουν με τα όπλα· οι άλλοι σκοτώνουν ψυχικά».
Παίρνοντας αυτή την αφορμή, τη ρωτώ τι σημαίνει για την ίδια η λέξη «συγχώρεση». Χωρίς δισταγμό, εξηγεί: «Εμένα με βοήθησε –και εξακολουθεί να με βοηθά– η ψυχοθεραπεία προκειμένου να συμφιλιωθώ με το παρελθόν. Μια φράση του Καρλ Γιούνγκ με συνοδεύει: “Δεν είμαι αυτό που μου συνέβη, αλλά αυτό που επιθυμώ να γίνω”. Συγχώρεση για μένα σημαίνει πως κάτι μέσα μου μαλακώνει, τα σπλάχνα μου, η καρδιά μου. Ότι κατανοώ και προχωρώ. Και φυσικά, το ότι συγχωρώ σημαίνει πως θα ζητήσω κι εγώ συγχώρεση. Δεν είναι απλώς “θα σε συγχωρήσω” και τελείωσε. Όχι. Είναι συγχώρεση, αλλά πρώτα απ’ όλα ζητώ εγώ συγχώρεση για τη συμπεριφορά μου. Η συγχώρεση, όπως και η ειρήνη, απαιτεί δύο, αφορά εμένα και τον άλλον».
Αν μπορούσε να μιλήσει, είτε ως Γιούλη είτε ως θεία Σταματίνα, σε ένα παιδί που σήμερα στην Ελλάδα βιώνει κακοποίηση ή εκφοβισμό στο σχολείο, τι θα του έλεγε; «Κοίτα, τα τελευταία χρόνια υπάρχει πια πολλή βοήθεια από παντού. Υπάρχουν τηλεφωνικές γραμμές, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να σε ακούσουν. Έχεις ένα κινητό στα χέρια σου και μπορείς να στείλεις ένα μήνυμα, να ζητήσεις βοήθεια όποτε θέλεις. Στη δική μας εποχή τα παιδιά δεν είχαν πού να στραφούν. Οι γονείς δεν ήξεραν πώς να τα μεγαλώσουν, πίστευαν πως η μόνη σωστή μέθοδος ήταν το ξύλο. Αναρωτιέμαι μερικές φορές πώς καταφέραμε να μεγαλώσουμε. Ένα καρτοτηλέφωνο είχαμε… και περιμέναμε, περιμέναμε», θυμάται, και ένα χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπο της.
Όσον αφορά την εποχή μας, αυτό που τη θυμώνει περισσότερο είναι η σιωπή, τη θεωρεί μορφή συνενοχής. «Με θυμώνει –αν και προσπαθώ να μη ζω με θυμό– η συστηματική προσπάθεια όλων όσοι κυβερνούν ή συμμετέχουν στη δημόσια ζωή να μας πείσουν ότι δεν έχουμε κριτική σκέψη. Το ότι δεν επιθυμούν να διεκδικούμε. Αυτό που οφείλουμε να κάνουμε είναι να προσέχουμε ώστε να μη μετατρεπόμαστε σε έναν όχλο, σε ένα κοπάδι που περιφέρεται χωρίς κατεύθυνση και νόημα. Τα Τέμπη είναι μια τραγωδία που απέδειξε πως αρκεί μια φλόγα. Και αυτήν τη φλόγα την άναψαν με τη στάση τους οι γονείς των παιδιών, η Μαρία Καρυστιανού και ο Πάνος Ρούτσι».
Κλείνοντας, μου λέει πως για τον τηλεοπτικό ρόλο που της δόθηκε νιώθει βαθιά ευγνώμων. Λίγο προτού την αποχαιρετήσω, η συζήτηση οδηγείται σε μια υπόθεση που είχε συγκλονίσει την Ελλάδα, εκείνη της Καρπάθου, όταν ένας πατέρας έβαλε τέλος στη ζωή του ύστερα από τη διαρροή και τον χλευασμό για ένα ερωτικό βίντεο του ομοφυλόφιλου γιου του – ένας άνθρωπος-θύμα του «τι θα πει ο κόσμος». Κι οι «Σέρρες» είναι μια σειρά που αποδεικνύει πως, τελικά, η κοινωνία μας μπορεί να γίνει λίγο πιο ανοιχτή, λίγο πιο ανθρώπινη. Ποιο είναι το δικό της σχόλιο; «Θα σου έλεγα ότι ζούμε σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει να ακούνε. Κι αυτή την ιστορία, όπως και τόσες άλλες, δεν είναι εύκολο να την ακούς. Οι άνθρωποι χρειάζεται να εκπαιδευτούν στο να ακούν. Ας σταματήσουμε να είμαστε μια κοινωνία που κωφεύει σε ό,τι την ενοχλεί. Όσο φουντώνει ο εγωισμός, τέτοια περιστατικά θα πληθαίνουν. Ακούω, ακούω, ακούω – αυτό πρέπει να κάνουν οι γονείς. Αν μάθουμε να ακούμε, το τέρας μέσα μας θα γίνει διαχειρίσιμο· δεν θα έχουμε αυτοκτονίες, ούτε παρόμοια τραγικά γεγονότα. Μας έχει φάει αυτό το έρημο το “εγώ”. Άνθρωποι πεθαίνουν γι’ αυτό το άτιμο το “εγώ”. Κι είναι πολύ κρίμα», καταλήγει.
Η Γιούλη Τσαγκαράκη παίζει στην τηλεοπτική σειρά «Σέρρες» του Γιώργου Καπουτζίδη και στην παράσταση «Χαμένη Άνοιξη» στο θέατρο Πορεία.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Χαμένη Άνοιξη» εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.