Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ μπορεί να διένυσε επτά καλλιτεχνικές δεκαετίες στην 81χρονη ζωή του, αλλά τα τραγούδια που άφησε πίσω του δεν είναι πολλά – είναι γύρω στα 150. Δεν θεωρείται μεγάλο αυτό το νούμερο και μάλλον θα τον χαρακτήριζες ολιγογράφο, αφού ακόμη και στα χρόνια της μεγάλης τραγουδοποιητικής ακμής του δεν έβγαζε δίσκο κάθε χρόνο – απεναντίας υπήρχαν κενά διαστήματα ανάμεσα στους δίσκους του, με καινούργια τραγούδια, που μπορεί να έφθαναν έως και την εξαετία.
Αυτό κάτι σημαίνει. Ότι τα τραγούδια τα πάλευε πολύ, πως ο σχηματισμός τους δεν ήταν εύκολος, ότι απαιτούσαν πολύ ειδικές συνθήκες για να ολοκληρωθούν. Κάτω απ’ αυτό το σκηνικό, όμως, τα τραγούδια του Σαββόπουλου διαθέτουν κι ένα άλλο γνώρισμα που δεν το βρίσκεις, στο ίδιο πλάτος και ύψος, σε άλλους τραγουδοποιούς της γενιάς του (ή και των επόμενων γενεών). Είναι αυτό της προσωπικής σφραγίδας του σε κάθε διάστασή τους. Στίχοι, συνθέσεις, ερμηνείες, και βεβαίως ο ήχος τους, που μπορεί να οφειλόταν στους μουσικούς με τους οποίους κάθε φορά συνεργαζόταν, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ήταν κι εκείνος δικός του.
Το «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή / κανείς δε θα με περιμένει» μπορεί να είναι ένας στίχος προσωπικός, αλλά αφορά τους πάντες. Γιατί φυλακές δεν βρίσκονται μόνο πίσω από τα σίδερα, πολλές φορές είναι και μπροστά απ’ αυτά.
Τα τραγούδια του Σαββόπουλου περιγράφουν όψεις της κοινωνικοπολιτικής ιστορίας της χώρας, από το ξεκίνημά του μέχρι το τέλος. Υπάρχουν ανάμεσα και οι πιο προσωπικές στιγμές, τα πιο ερωτικά τραγούδια του ας πούμε, αλλά αυτά, σε κάθε δίσκο, είναι πάντα τα λιγότερα. Στα περισσότερα ακούς να περιγράφονται καταστάσεις ευρύτερες, που αφορούν κι εσένα. Το «Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή / κανείς δε θα με περιμένει» μπορεί να είναι ένας στίχος προσωπικός, αλλά αφορά τους πάντες. Γιατί φυλακές δεν βρίσκονται μόνο πίσω από τα σίδερα, πολλές φορές είναι και μπροστά απ’ αυτά.
Τώρα, οι αισθητικές αναζητήσεις, σε κάθε περίπτωση, έπονται – καθώς αυτές μετατοπίζονται αναλόγως των απαιτήσεων της κάθε εποχής. Στην αρχή είναι acoustic folk (στο Νέο Κύμα τον κατέτασσαν τότε, αλλά ο Σαββόπουλος δεν είχε καμία σχέση με τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού ή του Λίνου Κόκοτου), μετά γίνονται ροκ, ενώ ανακατεύονται και με την παράδοση, μετά χαμηλώνουν οι τόνοι και προσεγγίζονται πιο έντεχνες όψεις, μετά ζωηρεύουν και πάλι κ.λπ. Εκείνο, όμως, που μένει ακλόνητο είναι η πρώτη ύλη και η επεξεργασία της. Η μουσική και ο στίχος, που πάντα θα αποτελούν την πιο βαθιά και καίρια έκφραση.
Στα 25 τραγούδια που ακολουθούν ανιχνεύονται αυτές ακριβώς οι όψεις της μεγάλης καλλιτεχνικής προσφοράς του Διονύση Σαββόπουλου.