ΚΑΘΩΣ Η ΚΑΤΑΠΑΥΣΗ του πυρός φέρνει μια σχετική, έστω και εύθραυστη, ειρήνη στην κόλαση στην οποία έχει μετατραπεί η Γάζα, είναι καιρός ίσως για έναν απολογισμό όλων όσα έχουν χαθεί. Το ανθρώπινο κόστος αυτού που η επιτροπή έρευνας του ΟΗΕ αναγνωρίζει ως γενοκτονία είναι φυσικά ανυπολόγιστο, αλλά λίγοι γνωρίζουν πόση πλούσια ιστορία και αρχαιολογία έχουν επίσης καταστραφεί μέσα σ’ αυτούς τους φρικτούς μήνες. Αυτό ενισχύεται από την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η Γάζα δεν ήταν παρά ένα τεράστιο στρατόπεδο προσφύγων χτισμένο σε ένα πρόσφατα κατοικημένο τμήμα της ερήμου. Αυτό είναι εντελώς λάθος. Στην πραγματικότητα, η Γάζα είναι ένα από τα παλαιότερα αστικά κέντρα του πλανήτη.
Η Γκόλντα Μέιρ είχε κάνει κάποτε την περιβόητη δήλωση ότι «δεν υπάρχουν Παλαιστίνιοι», αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Η Παλαιστίνη είναι ένα από τα παλαιότερα τοπωνύμια της ανθρωπότητας και οι αναφορές σε έναν λαό που πήρε το όνομά του από αυτήν είναι τόσο παλιές όσο και η ίδια η γραφή. Παλαιστίνη ήταν το καθιερωμένο όνομα για την ακτογραμμή μεταξύ Αιγύπτου και Φοινίκης τουλάχιστον από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ.: τα αρχαία αιγυπτιακά κείμενα αναφέρονται στο «Peleset» από το 1450 π.Χ. περίπου, οι ασσυριακές επιγραφές στο «Palashtu» το 800 π.Χ. περίπου και ο Ηρόδοτος, το 480 π.Χ. περίπου, στην «Παλαιστίνη».
Η αραβική κατάκτηση της Γάζας θεωρούνταν παλιότερα ως σημαντική καμπή στην ιστορία της περιοχής, αλλά, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς και αρχαιολόγους που ειδικεύονται σε αυτή την περίοδο, η κατάκτηση είναι σχεδόν αόρατη από αρχαιολογική άποψη.
Η Γάζα αναφέρεται για πρώτη φορά ως στρατηγικό «έπαθλο» σε μια αιγυπτιακή επιγραφή του Φαραώ Τούθμωσι Γ' τον 15ο αιώνα π.Χ., όπου αναγράφεται ως «Ghazzati». Για περισσότερα από 4.000 χρόνια η περιοχή υπήρξε ένα πολυεθνικό και πολυπολιτισμικό σταυροδρόμι που συνέδεε την Αφρική με την Ασία και την έρημο με τη Μεσόγειο και αποτελούσε το τέλος της διαδρομής των καραβανιών από την Αραβία μέσω της Πέτρας. Ήταν επίσης ένας κρίσιμος στρατηγικός και οικονομικός κόμβος: ένα συχνά εκπληκτικά πλούσιο λιμάνι, από το οποίο εξάγονταν στην Ελλάδα και τη Ρώμη μπαχαρικά, θυμίαμα, αρώματα και κρασιά από τη Δυτική Ασία, αλλά και ένα επιβλητικό φρούριο που προστάτευε τη στρατηγικά κρίσιμη διαδρομή που οδηγούσε από την ανατολική ακτή της Μεσογείου στην Αίγυπτο.
Οι ξένοι επισκέπτες της Γάζας μέσα στους αιώνες σχολίαζαν συχνά την πλούσια βλάστηση και τη γεωργική ποικιλία της, αποτέλεσμα των υπόγειων υδάτων και του μεσογειακού κλίματος. Αυτά είναι τα στοιχεία που επέτρεψαν στη Γάζα να καλλιεργήσει τα εξαιρετικά σταφύλια τα οποία για πολλούς αιώνες μετατρέπονταν σε ένα πολύ φημισμένο γλυκό κρασί, κάτι σαν το Château d’Yquem του κλασικού κόσμου. Μια έκθεση με τις διασωθείσες αρχαιότητες της Γάζας, που παρουσιάζεται αυτήν τη στιγμή στο Institut du Monde Arabe στο Παρίσι, ανοίγει με τα υπέροχα «τορπιλοειδή αγγεία» στα οποία οι κάτοικοι της Γάζας εξήγαγαν το κρασί τους. Μέχρι και τον 6ο αιώνα μ.Χ. αυτοί οι αμφορείς έφταναν μέχρι τη Γαλλία και την Αγγλία.

Κάθε υπερδύναμη που διαδεχόταν η μία την άλλη στη Μέση Ανατολή ήθελε να κυριαρχήσει τη Γάζα, και κατά τη διάρκεια των αιώνων μια σειρά από αυτοκρατορίες – πρώτα οι Αιγύπτιοι, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι, οι Πέρσες, οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι και αργότερα το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών, οι Μαμελούκοι, οι Τούρκοι και οι Βρετανοί– έρχονταν για να την κατακτήσουν. Αυτοί που μοιάζουν να απουσιάζουν από το χρονολόγιο των πολιορκιών και των κατακτήσεων της Γάζας είναι οι ντόπιοι που ζούσαν πάντα εδώ, αιώνα με τον αιώνα, η θρησκευτική πίστη των οποίων εξελίχθηκε σταδιακά από τον παγανισμό στις τρεις αβρααμικές θρησκείες, και η κυρίαρχη γλώσσα τους μεταβλήθηκε από την αραμαϊκή στην ελληνική και στη συνέχεια από την ελληνική στην αραβική.
Η αρχαιολογική έρευνα δείχνει ότι το DNA των διαφορετικών λαών που έζησαν εδώ παρέμεινε αρκετά σταθερό ανά τους αιώνες: οι σύγχρονοι κάτοικοι αυτής της γης, τόσο οι Εβραίοι όσο και οι Παλαιστίνιοι, μοιράζονται σχεδόν τον ίδιο συνδυασμό ομάδων DNA με τους λαούς που έζησαν εδώ στην Εποχή του Χαλκού, τα σκελετικά υπολείμματα των οποίων έχουν εξεταστεί σε σύγχρονα εργαστήρια. Οι μειονότητες των Σαμαρειτών και των Παλαιστινίων Χριστιανών (οι τελευταίοι απόγονοι των πρώτων Χριστιανών) παρουσιάζουν γενετικά πρότυπα που είναι ιδιαίτερα κοντά σε αυτά που εξήχθησαν από αρχαία σκελετικά υπολείμματα.
Αν και η πόλη παρέμεινε ένα ισχυρό κέντρο παγανισμού πολύ αργότερα από άλλες πόλεις της περιοχής, η παραλία της ήταν επίσης η έδρα των πρώτων μοναστηριών της Παλαιστίνης, καθώς οι ακόλουθοι του Αγίου Αντωνίου της Αιγύπτου μετανάστευσαν εκεί, φέρνοντας το μοναστικό κίνημα στη Μέση Ανατολή. Σύντομα «η έρημος έγινε πόλη», καθώς μοναστήρια ξεφύτρωσαν σε όλη την περιοχή. Το 406, η αυτοκράτειρα Ευδοξία παρείχε τα χρήματα για την κατασκευή ενός καθεδρικού ναού στη Γάζα και, μέχρι το τέλος του 6ου αιώνα, είχε χτιστεί η περίφημη εκκλησία του Αγίου Σεργίου.

Η αραβική κατάκτηση της Γάζας θεωρούνταν παλιότερα ως σημαντική καμπή στην ιστορία της περιοχής, αλλά, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς και αρχαιολόγους που ειδικεύονται σε αυτή την περίοδο, η κατάκτηση είναι σχεδόν αόρατη από αρχαιολογική άποψη. Τα σωζόμενα έγγραφα της περιόδου δείχνουν ότι για πολλά χρόνια μετά η Γάζα συνέχισε να είναι το διοικητικό κέντρο της περιοχής και οι ελληνόφωνοι χριστιανοί συνέχιζαν να διοικούν τη γραφειοκρατία. Με τον καιρό, οι κάτοικοι της Παλαιστίνης αποδέχτηκαν τη γλώσσα, την κυβέρνηση και τη θρησκεία των νέων κυρίαρχών τους, αλλά ήταν μια σταδιακή διαδικασία μετάβασης που διήρκεσε πολλούς αιώνες, ο προηγούμενος πολιτισμός δεν τελείωσε ξαφνικά. Οι Άραβες κατακτητές αποτελούσαν μια μικρή στρατιωτική ελίτ, ενώ ο τοπικός πληθυσμός παρέμεινε σχεδόν ο ίδιος.
Η Γάζα συνέχισε να ακμάζει κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, όταν παραχωρήθηκε στους Ιππότες για να φυλάσσουν τα σύνορα με την Αίγυπτο. Ακόμη περισσότερο άκμασε μετά την εκδίωξη των Σταυροφόρων από τους Μαμελούκους, οι οποίοι γέμισαν τη Γάζα με όμορφα τζαμιά και καραβανσεράι. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Γιάφα και η Άκρα αντικατέστησαν τη Γάζα ως τα πιο ευημερούντα λιμάνια της περιοχής, από τα οποία εξάγονταν το βαμβάκι της Γαλιλαίας και τα πορτοκάλια της Γιάφας, αλλά η Γάζα παρέμεινε ένα πολύ σημαντικό περιφερειακό κέντρο.
Ήταν το πεδίο μάχης στο οποίο ο οθωμανικός στρατός αντιμετώπισε τους Βρετανούς στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εδώ, πολλοί από τους ίδιους οθωμανούς στρατιώτες που είχαν νικήσει τους Βρετανούς στη Καλλίπολη υπερασπίστηκαν και πάλι τα χαρακώματα ενάντια σε μια μεικτή δύναμη Βρετανών, Ινδών και Ανζάκ που κατευθυνόταν βόρεια από την Αίγυπτο, οπλισμένη με δηλητηριώδες αέριο – εδώ ήταν και τα πρώτα άρματα μάχης που είδε ποτέ η Μέση Ανατολή, τα οποία είχαν μεταφερθεί από το Δυτικό Μέτωπο με την ελπίδα να επιτύχουν μια σημαντική νίκη. Οι οθωμανικές γραμμές τελικά έπεσαν στην τρίτη μάχη της Γάζας στις αρχές Νοεμβρίου του 1917. Στις 2 Νοεμβρίου, εκδόθηκε στο Λονδίνο η Διακήρυξη Μπάλφουρ, που άλλαξε για πάντα το μέλλον της περιοχής. Μέχρι το τέλος του 1948, η Γάζα ήταν το σπίτι εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων, οι οποίοι εκτοπίστηκαν από τη Νάκμπα.
Με στοιχεία από «The Guardian».