— Κύρια Ντουνιά, το ερευνητικό σας έργο και η χρόνια ενασχόλησή σας με τη γενιά του ’20 έχει αναδείξει μια άλλη όψη του Καρυωτάκη που όχι μόνο τον αναγνωρίζει πλέον ως μεγάλο αλλά επιχειρεί, κατά τα σαχτουρικά πρότυπα που τον ήθελαν έναν «επαναστατημένο ενάντια στην Ελλάδα του 1928 με λασπωμένους δρόμους τον χειμώνα, τη σκόνη το καλοκαίρι, με το χαμηλό επίπεδο ζωής, τη δυστυχία των δημοσίων υπαλλήλων που τους έκανε οκνηρούς και αδιάφορους, ριζωμένους στις καρέκλες τους με τους ατελείωτους καφέδες», να αναδείξει έναν επαναστατημένο άνθρωπο της εποχής του έξω και πέρα από αυτήν. Πόσο διαφορετική είναι, αλήθεια, αυτή η εικόνα από εκείνη του συμβιβασμένου, μελαγχολικού δημόσιου υπαλλήλου και τι ακριβώς ίσχυε στην περίπτωσή του;
Νομίζω ότι, έχοντας πλέον αρκετά στοιχεία στη διάθεσή μας, μπορούμε να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις αυτές που σε μεγάλο βαθμό στηρίζονται σε γνώμες αστήρικτες και «μαρτυρίες» αμφιβόλου αξιοπιστίας. Ο Καρυωτάκης, ήδη έφηβος, δείχνει το ενδιαφέρον του για τα κοινά, δημοσιεύοντας άρθρα για την κοινωνική και πολιτιστική ζωή στα Χανιά, ενώ εκδηλώνει από νωρίς στοιχεία μιας απείθαρχης και δυναμικής προσωπικότητας: διαγωγή κοσμία στην προτελευταία τάξη του Γυμνασίου, γραπτή αμφισβήτηση της εξουσίας παλαιότερων λογοτεχνών, προκλητικός φαρσέρ, εκδότης τολμηρής σατιρικής εφημερίδας που κλείνει η Αστυνομία, συνεκδότης λογοτεχνικού περιοδικού που υποστηρίζει συνδικαλιστικές διεκδικήσεις. Η εκλογή του στη θέση του Γενικού Γραμματέα της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών το 1927, η σχετική αρθρογραφία και η συμμετοχή του στις απεργιακές κινητοποιήσεις επισφραγίζουν την ανυποχώρητη στάση του και συνιστούν την πιο απτή απόδειξη για την ισχυρή του προσωπικότητα. Αυτό που τεκμηριώνει αδιαμφισβήτητα την εικόνα του γενναίου και «επαναστατημένου ανθρώπου» είναι το ίδιο το έργο του, κυρίως τα ποιήματα και τα πεζά της ώριμης δημιουργίας του. Ο Καρυωτάκης συνιστά σπάνιο παράδειγμα λογοτέχνη που με τη ζωή και το έργο του βρίσκεται σταθερά απέναντι σε ό,τι εκείνος θεωρεί κοινωνικά άδικο, καλλιτεχνικά υποκριτικό και ηθικά ανέντιμο.
Ο Καρυωτάκης ήταν ο ποιητής που έβαλε τέρμα στην πεποίθηση των ποιητών ότι το μέλλον τούς ανήκε και έδειξε με αποφασιστικό και έγκυρο τρόπο ότι η νεωτερικότητα έχει αλλάξει ριζικά τη λειτουργία της ποίησης και τη θέση του ποιητή στις σύγχρονες κοινωνίες.
— Μου δίνετε την καλύτερη αφορμή για να σας ρωτήσω γι’ αυτήν ακριβώς τη διάθεση ρήξης που αναφέρετε και χαρακτήριζε τον Καρυωτάκη και κορυφαίους Ευρωπαίους λογοτέχνες του κινήματος της Ντεκαντάνς. Μάλιστα, φαίνεται να ανατρέπετε την εικόνα του αυτοαναφορικού, λυρικού ποιητή και τον εμφανίζετε ως έναν ρεαλιστή ποιητή της αμφισβήτησης. Ποια είναι τα νέα στοιχεία που προσκομίζετε για να στοιχειοθετήσετε αυτή την εικόνα στο νέο σας βιβλίο «Το όνειρο και το πάθος»;
Και όμως, η αυτοαναφορικότητα δεν είναι ασύμβατη με την αναφορά στην πραγματικότητα. Ο ποιητής ζει μέσα στον κόσμο και μοιράζεται με τους άλλους όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εποχή του. Όλα τα συμβάντα, όλα τα βιώματα, οι περιπέτειες του βίου του, οι δραστηριότητες που ήδη σας ανέφερα, είναι η πρώτη ύλη του έργου του. Αυτό είναι το υλικό –υλικό εντελώς προσωπικό και συγχρόνως συλλογικό– το οποίο μεταμορφώνει σε ποιητική εμπειρία. Αυτό είναι το κριτικό εννοιακό περιεχόμενο της ποίησής του και αυτό θέλει να μοιραστεί με τους ανθρώπους του καιρού του. Αυτό συμβαίνει με όλους τους σημαντικούς νεωτερικούς ποιητές. Συνδυάζοντας πολλών ειδών τεκμήρια, αξιοποιώντας θεωρητικά εργαλεία και ιστορικά στοιχεία, επιχειρώ να αναδείξω συνολικά το έργο του Καρυωτάκη και τη θέση του στη νεοελληνική λογοτεχνία.

— Ταυτόχρονα λέτε πως αυτό το επαναστατικό πνεύμα εκδηλώνεται με μια νέα ποιητική γλώσσα, πολύ πιο κοντά σε αυτή που μιλούν οι νέοι στα μεγάλα αστικά κέντρα, ειρωνική και ζωντανή. Ποια είναι, αλήθεια, τα χαρακτηριστικά αυτής της νέας γλωσσικής ποιητικής έκφρασης;
Ένας καινοτόμος, αναστοχαστικός και όχι απλώς μιμητικός ρεαλισμός, ο κριτικός ρεαλισμός του Καρυωτάκη, δεν μπορεί να αποκτήσει έγκυρη έκφραση χωρίς να έχει ως βάση του τη γλώσσα του καιρού του και του χώρου στον οποίο ζει. Η γλώσσα του είναι η κοινή γλώσσα της Αθήνας του ’20, η δημοτική, που μέσα από την κοινή συλλογική χρήση, γραπτή και προφορική, έχει ενσωματώσει ζωντανά στοιχεία από όλα τα στρώματα της ιστορίας των ελληνικών. Εδώ δεν μιλώ για το ύφος του Καρυωτάκη αλλά για τη γλώσσα πάνω στην οποία χτίζεται. Αν τα Άνθη του κακού, όπως υποστηρίζει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, είναι το πρώτο βιβλίο που εμβολίασε τη λυρική ποίηση με λέξεις που προέρχονταν όχι μόνο από τον πεζό λόγο αλλά και από τον αστικό χώρο, αν το έδαφος όπου βλασταίνουν αυτά τα ποιήματα είναι η σύγχρονή τους πραγματικότητα, για τον ελλαδικό χώρο αυτή την πρωτοτυπία διεκδικεί –μετά τον Κ.Π. Καβάφη, που όμως ζει σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον– η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες.
— Επειδή αναφέρετε τον Καβάφη, έχει κανείς την αίσθηση ότι, παρά τις διαφορές τους και όπως αναφέρετε στο βιβλίο σας, από κοινού στόχευαν στη μεταμόρφωση του βιώματος σε εμπειρία. Θέλετε να μας μιλήσετε για τη σχέση του Καβάφη με τον Καρυωτάκη καθώς και για το άγνωστο περιστατικό της επιστολής που είχε αποστείλει ο Καρυωτάκης στον Καβάφη εκφράζοντας τον θαυμασμό του, που εντοπίζουμε στο βιβλίο σας;
Θεωρώ ότι η γνωριμία του Καρυωτάκη με το καβαφικό έργο λειτούργησε καταλυτικά. Το 1921 γράφει, στέλνοντάς του τα Νηπενθή: «Στον ποιητή Καβάφη με το βαθύτερο θαυμασμό». Αυτή η θερμή απεύθυνση προς τον αιρετικό Αλεξανδρινό ορίζει και την απόφαση του νεαρού Καρυωτάκη να ανοιχτεί έξω από τα στενά όρια της νεοελληνικής ποίησης. Το μάθημα του Καβάφη είναι η σύγχρονη γλώσσα, η λιτότητα, η ακρίβεια, η καλά κρυμμένη ειρωνεία πίσω από τη λυρική έκφραση. Στις 10 Ιουνίου 1928, παραμονές της αναχώρησής του για την Πρέβεζα, του στέλνει μια επιστολή, της οποίας δυστυχώς δεν γνωρίζουμε το περιεχόμενο, που κινητοποιεί θετικά τον Αλεξανδρινό: στη διάρκεια του Ιουλίου εντοπίζουμε στην αλληλογραφία του τέσσερις αναφορές στον Καρυωτάκη. Δυστυχώς ο ποιητής, εξόριστος πλέον στην Πρέβεζα, δεν πρόλαβε να μάθει τις επανειλημμένες υπομνήσεις του Αλεξανδρινού για την αποστολή των δικών του ποιημάτων που θα όριζε ίσως την αρχή μιας πιο στενής επικοινωνίας. Επίσης, τις ίδιες μέρες, ο νεαρός συνθέτης Δημήτρης Μητρόπουλος, που έχει ήδη μελοποιήσει Καβάφη προκαλώντας συζητήσεις στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πρωτεύουσας, εκδηλώνει την επιθυμία να μελοποιήσει Καρυωτάκη. Αυτά είναι στοιχεία μιας βιογραφίας, αλλά και δείγματα μιας βαθύτερης καλλιτεχνικής σχέσης. Εξάλλου, σχεδόν σε όλα τα κριτικά ή δημοσιογραφικά κείμενα της δεκαετίας του ’30 οι δύο ποιητές εμφανίζονται μαζί, θετικά ή αρνητικά.

— Για να μιλήσουμε για την άλλη κρίσιμη σχέση που είναι αυτή Καρυωτάκη - Πολυδούρη, στο βιβλίο σας δεν μιλάτε για δυο μελαγχολικούς, παθητικούς ρέκτες της πραγματικότητας αλλά για δυο παθιασμένους ανθρώπους με πολιτικές ευαισθησίες και κοινωνικά ανήσυχους. Θέλετε να μας πείτε γιατί και πώς διαμορφώθηκε αυτή η παρανάγνωση;
Συχνά, την ώρα που συμβαίνουν, βλέπουμε μόνον μια όψη των αλλαγών που συντελούνται στις κοινωνίες μας. Από τη σχέση Καρυωτάκη - Πολυδούρη εκείνο που πέρασε στο ευρύ κοινό ήταν μια νεορομαντική αφήγηση ενός έρωτα που τέλειωσε με την αυτοκτονία του Κώστα Καρυωτάκη και τον θάνατο από φυματίωση της Μαρίας Πολυδούρη. Οι αλλαγές στις στάσεις και τις κοινωνικές πρακτικές της γυναίκας, το αίτημα ελευθερίας και ισότητας, στοιχεία που προσωποποιούσε η Πολυδούρη, δεν έτυχαν ανάλογης προσοχής. Για διαφορετικούς λόγους κάτι ανάλογο έγινε και με τον Καρυωτάκη.
— Πολλά, επίσης, έχουν ακουστεί και για τον ερωτισμό της ποίησης του Καρυωτάκη που πολλοί συνδέουν με έναν λυρικό αισθησιασμό, αλλά εσείς του προσδίδετε μια κοινωνική διάσταση και τον συνδέετε και με τα παρεμβατικά του κείμενα, όπως αυτά που δημοσίευσε στη «Γάμπα». Ποιος, αλήθεια, είναι ο ερωτικός Καρυωτάκης;
Στα πρώτα του ποιήματα, όπως επίσης στα σατιρικά κείμενα της «Γάμπας» και της ημιτελούς επιθεώρησης «Πελ-Μελ», δεσπόζει η νεανική αισθησιακή όψη του έρωτα. Στην εξέλιξη της ποιητικής του αυτή η θεματική εμπλουτίζεται με νέο, πιο σύνθετο, ανθρωπολογικά και κοινωνικά, περιεχόμενο και με μια διάσταση ανατρεπτική. Στο Ελεγεία και Σάτιρες και στα πεζά του ο λυρικός αισθησιασμός συνυφαίνεται με τρία νέα σημαντικά στοιχεία. Καταρχάς, με τη σαρκαστική κοινωνική κριτική της υποκριτικής σεμνοτυφίας, της ψεύτικης ηθικολογίας και της αυταρχικής καταπίεσης της κοινωνίας του Μεσοπολέμου που αρνείται να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Έπειτα αυτή η συνιστώσα συνδυάζεται με τη σάτιρα και την ειρωνεία. Τρίτο στοιχείο είναι η ελεγειακή διάσταση, την οποία γεννάει η ανεκπλήρωτη επιθυμία μιας ιδεατής ερωτικής σχέσης και το πένθος για την αδύνατη ολοκλήρωσή της που προκαλείται από το στίγμα της ωχράς σπειροχαίτης.

Σελ. 400
— Λέτε, πάντως, πως το Ελεγεία και Σάτιρες είναι η αρτιότερη ποιητική συλλογή του Καρυωτάκη και ένα έργο-σταθμός στην ιστορία της ελληνικής ποίησης. Πού ακριβώς βασίζεστε για να εξαγάγετε αυτό το συμπέρασμα και ποια είναι τα νέα στοιχεία που αναδεικνύει η έρευνά σας;
Δεν είναι μόνο δική μου αυτή η κρίση. Και άλλοι κριτικοί και μελετητές υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Εγώ επιχειρώ να αναδείξω τη σημασία της συλλογής στην ιστορικότητά της αλλά και στη διαχρονία της. Φυσικά, δεν γίνεται να παραθέσω στον περιορισμένο χώρο της συζήτησής μας όλα τα επιχειρήματα που υποστυλώνουν την έννοια του «σταθμού». Θα επικεντρωθώ σε κάτι που θεωρώ κρίσιμο: αν επιχειρήσουμε να επιστρέψουμε στην αρχή της δεκαετίας του ’20 και να ανασυγκροτήσουμε το περασμένο μέλλον, όπως το έβλεπαν οι ποιητές που κυριαρχούσαν στο πεδίο, για τους οποίους εκείνα τα χρόνια ήταν παρόν, θα διαπιστώσουμε πως είχαν την πεποίθηση ότι το μέλλον τούς ανήκει. Ο Καρυωτάκης ήταν ο ποιητής που έβαλε τέρμα σε αυτή την πεποίθηση και έδειξε με αποφασιστικό και έγκυρο τρόπο ότι η νεωτερικότητα έχει αλλάξει ριζικά τη λειτουργία της ποίησης και τη θέση του ποιητή στις σύγχρονες κοινωνίες. Η άμεση επικοινωνία του ποιητή με την κοινότητα ήταν πλέον προβληματική και ο λόγος του είχε χάσει το κύρος που του απέδιδε η παράδοση. Ήταν πλέον ο λόγος ενός προσώπου που απευθυνόταν σε άγνωστους αναγνώστες σε συνθήκες στις οποίες οι κοινές παραδοχές είχαν πλέον χαθεί. Αυτό είναι το κρίσιμο χαρακτηριστικό που κάνει τον Καρυωτάκη πρωτοποριακό και την ποίησή του τομή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία.

— Εκτός, όμως, από πρωτοπόρος φαίνεται να ήταν και άκρως φιλοσοφημένος. Ανάμεσα στα νέα στοιχεία που εντοπίζει κανείς στο βιβλίο σας είναι η σχέση του με την επικούρεια φιλοσοφία του Λουκρήτιου και την πρόσληψη που είχε στους ριζοσπαστικούς κύκλους το κορυφαίο έργο του De rerum natura (Περί της φύσεως των πραγμάτων). Πόσο φιλόσοφος ή φιλοσοφημένος, αλήθεια, υπήρξε ο Καρυωτάκης;
Το έργο του Λουκρήτιου, μια ποιητική σύνθεση 7.415 στίχων, συνυφαίνει φυσική και ηθική φιλοσοφία. Ο Καρυωτάκης διάβασε το βιβλίο, ή έστω το τρίτο βιβλίο από το οποίο προέρχεται το μότο της συλλογής Ελεγεία και Σάτιρες, στα λατινικά και το παραθέτει αυτούσιο. Η κίνησή του νόμιμα μπορεί να ενταχθεί στην παράδοση της Ντεκαντάνς και στην ανάδυση της νεωτερικής λογοτεχνίας. Το γεγονός ότι επιλέγει αυτούς τους στίχους μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ο Καρυωτάκης αποβλέπει σε μια λειτουργία της δικής του ποίησης στην προοπτική που άνοιξε το Περί Φύσεως. Ο Καρυωτάκης δεν είναι απαλλαγμένος από τον φόβο του θανάτου επειδή πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή. Υιοθετεί και προσυπογράφει μια στάση επικούρεια και λουκρήτια γιατί έχει επίγνωση της θνητότητας. Εκείνο που επιθυμεί, εκείνο που ελπίζει, είναι ότι η ποίησή του θα επιβιώσει και μαζί της θα επιβιώσει το όνομά του. Η επιβίωση δεν είναι η Δευτέρα Παρουσία, είναι κάτι πέραν της ζωής και του θανάτου, είναι η φασματική παρουσία του στο έργο των μελλοντικών ποιητών.
— Σίγουρα κατάφερε να επιβιώσει και αν κρίνουμε από την ανταπόκριση που έχει τόσο η μορφή όσο και η ποίησή του στους νέους, καταλαβαίνουμε πόσο μοντέρνος είναι. Μήπως, όμως, αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο της επικαιρότητας που δείχνει να έχει η ποίησή του, καθώς και σήμερα διάγουμε ένα «σκοτάδι δίχως μια μαρμαρυγή», έστω με άλλους τρόπους;
«Είμαστε μεσοπόλεμος σου λέω / ανίατα μεσοπόλεμος…» Θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε και σήμερα τους στίχους του Βύρωνα Λεοντάρη που έγραψε ένα από τα σημαντικότερα δοκίμια για την ποίηση του Καρυωτάκη. Φυσικά, πολλά έχουν αλλάξει, αλλά η αβεβαιότητα για το μέλλον, η αγωνία της επιβίωσης, το φάσμα της μοναξιάς, το άγχος της ύπαρξης, το απειλητικό παγκόσμιο σκηνικό, η κρίση των ιδεολογιών, η κανονικοποίηση του αυταρχισμού, ο νεο-συντηρητισμός, δημιουργούν ένα κλίμα που θυμίζει την εποχή του Καρυωτάκη. Εκείνος άφησε «το αδέσποτο Τραγούδι» του να μας συντροφεύει, να μας δείχνει τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος «σε δίσεχτους καιρούς», πώς μπορεί να συνθέσει τη διεισδυτική κριτική ματιά με τη δράση και τη δημιουργία, την απελπισία με το γέλιο της σάτιρας και την επίμονη αναζήτηση αξιών. Σε αυτή την προοπτική, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, το έργο του μας δίνει ελπίδα, μας παρηγορεί. Θα ήθελα, κλείνοντας, να παραθέσω μια φράση του Καρυωτάκη που εντόπισα σε γράμμα του στον νεαρό διηγηματογράφο Πέτρο Χάρη (Αύγουστος 1924). Μια φράση που εκφράζει φυσικά τη δική του φιλοσοφία για την τέχνη, αλλά έχει διαχρονική ισχύ: «Εκείνο που δεν έχεις ακόμα αποκτήσει είναι μια βαθιά, φιλοσοφημένη, ατομική αντίληψη της ζωής, που όταν εκφράζεται με υποβλητικότητα και ειλικρίνεια, δημιουργεί τα αριστουργήματα. Αλλά αυτό είναι κάτι που δε μπορούσες να 'χεις από τώρα». Ε, αυτό το κάτι, αν και πολύ νέος, ο Καρυωτάκης το κατόρθωσε.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.