Απεργία την Πρωτομαγιά

Ποιος, αλήθεια, ήταν ο Κ.Γ. Καρυωτάκης;

Ποιος, αλήθεια, ήταν ο Κ.Γ. Καρυωτάκης; Facebook Twitter
Στην Ελλάδα του 2017 η μπαλάντα και οι ποιητές της γενιάς του '20 εξακολουθούν να παραμένουν ταμπού για την πλειονότητα των Ελλήνων φιλολόγων.
0

Ωραίος ακόμα και στον θάνατό του: με ένδυμα επίσημο, με το ψάθινο καπελάκι τοποθετημένο με ευλάβεια κάτω από το κεφάλι και σε μια ποιητική στάση –τα χέρια διπλωμένα στο μέρος όπου ο Πλάτωνας τοποθετούσε το θυμικό–, ο αυτόχειρας ποιητής αποχαιρέτησε νωρίς τον κόσμο των ανθρώπων. Αλλά δεν ήταν μια πράξη θυμού, ούτε καν ανάγκη για λύτρωση. Ο πρόωρος θάνατος του Κώστα Καρυωτάκη μπορεί να έστρεψε με τρόπο μανιακό το βλέμμα προς την ποίησή του, αλλά σε πολλές περιπτώσεις την έβλαψε, κάνοντας τους αναλυτές να εστιάζουν σε αυτό το γεγονός και όχι στο έργο του. Ο ίδιος μπορεί να έζησε λίγο, αλλά κατάφερε πολλά: να αλλάξει, όσο πρόλαβε, την ποίηση, να γνωρίσει και να μεταφράσει τους αγαπημένους του Ευρωπαίους ποιητές, να ερωτευτεί και να δει πως η τότε κοινωνική πραγματικότητα δεν του ταίριαζε, όπως ούτε και οι παραδομένοι στους κανόνες της άνθρωποι.

Σε αντίθεση με τους νάρκισσους επιγόνους του, ο Καρυωτάκης σεβάστηκε απόλυτα τη μούσα, την επικαλούταν διαρκώς, όπως ο αγαπημένος του Μποντλέρ, υπακούοντας σεμνά στις αυστηρές επιταγές της. Μόνο αυτήν άκουγε και όχι τις άτυπες νόρμες που είχαν επιβληθεί προ πολλού στον κόσμο της ποίησης από τους διάφορους Δον Κιχώτες «που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα», όπως τους περιγράφει στο ομώνυμο ποίημά του. Αποφασιστικά, πλάι στις επιτύμβιες στήλες που έβλεπε να ορθώνονται πάνω στο μνήμα των νεκρών ιδεών, μπόρεσε να ειρωνευτεί ηχηρά και με ένταση τον θάνατο και αποκάλυψε το τέλος της ποιητικής γλώσσας, όπως την ξέραμε, σκάβοντας από μέσα. Η ποιητική εμπειρία, η μόνη ίσως ένδειξη ότι παρέμενε ζωντανός, του επιβεβαίωνε ότι αυτή ήταν η βασική του αποστολή και ότι η λυρική τέχνη λειτουργεί πάντα στη βάση μιας τέτοιας επίγνωσης: «Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα/ ήταν η απάρθενη ζωή μου/ η ζωή του κόσμου/ η μια. Ο νους μου σάμπως ξύπνημα τη χαραυγή. Και η Μούσα/ μου άγγιζε τα μαλλιά».

Ο ίδιος μπορεί να έζησε λίγο, αλλά κατάφερε πολλά: να αλλάξει, όσο πρόλαβε την ποίηση, να γνωρίσει και να μεταφράσει τους αγαπημένους του Ευρωπαίους ποιητές, να ερωτευτεί και να δει πως η τότε κοινωνική πραγματικότητα δεν του ταίριαζε, όπως ούτε και οι παραδομένοι στους κανόνες της άνθρωποι.

Σε αυτή την ποιητική ιδιότητα του Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο αποφασίζει να αποκαταστήσει στη φιλολογική κονίστρα που ποτέ δεν είδε με καλό μάτι την τεράστια δημοφιλία του, εστιάζει η έκδοση του καθηγητή Δημήτρη Δημηρούλη Ποιήματα και πεζά, μια πλήρης έκδοση 800 σχεδόν σελίδων που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg με δική του κατατοπιστική εισαγωγή, σχόλια και παράρτημα. Σε αυτήν περιλαμβάνονται, εκτός των ποιημάτων και των μεταφράσεων του Κώστα Καρυωτάκη, πεζά, επιστολές και κρίσεις για το έργο του. Παίρνοντας αποστάσεις από τις αντίστοιχες εκδόσεις και τη φιλολογική κόντρα Χ.Γ. Σακελλαριάδη και Γ.Π. Σαββίδη, τους οποίους ωστόσο προσεγγίζει με ιδιαίτερο σεβασμό, ο γνωστός επιμελητής και πανεπιστημιακός προσπαθεί να διαχωρίσει το έργο του Καρυωτάκη από ψυχολογικές συγκρίσεις και διάφορους -ισμούς.

Δεν συμφωνεί έτσι με τις αναλύσεις του έργου του ως πεσιμιστικού ή καταραμένου ή με αντίστοιχες που ήθελαν τον ποιητή είτε προασπιστή του αστισμού είτε στρατευμένο οπαδό της αριστεράς. Όσο για τους εκφραστές του «καρυωτακισμού», τους διαχωρίζει με τρόπο αποφασιστικό από τον ποιητή, καθώς προέβαλλαν θεωρητικές αξιώσεις που κατέληγαν σε ένα αλαζονικό ιδιόλεκτο και σε μια πόζα. Αφήνει, επίσης, να εννοηθεί πως είναι η ίδια η κοινωνική κριτική του Καρυωτάκη που ακύρωνε εκ των πραγμάτων οποιαδήποτε διάθεση ακκισμού, εξού και το ότι τον εντάσσει στους αναμορφωτές της ελληνικής ποίησης και εκφραστές του μοντερνισμού. Επιπλέον, αποκηρύσσει τις ψυχολογικές προσεγγίσεις του έργου του και τις αναλύσεις των διαφόρων σχέσεών του, ειδικά με την Πολυδούρη. Επικαλούμενος τις μαρτυρίες των γνωστών και φίλων, κυρίως του επιμελητή του έργου και στενού του φίλου Σακελλαριάδη, φτάνει μάλιστα να ακυρώσει την ύπαρξη έρωτα, κάνοντας λόγο για ερωτική φιλία – θέλοντας προφανώς να υπονομεύσει την κεντρική θέση που καταλαμβάνει ο συγκεκριμένος δεσμός στην ανάγνωση του καρυωτακικού έργου. Η συνύφανση του τραγικού δράματος με τις ψυχολογικές αναλύσεις στηρίζεται σε μια επιδερμική προσέγγιση που καμία σχέση δεν έχει με την κριτική επισκόπηση που επιχειρεί ο Δημηρούλης. Όταν αναπαρίστανται σοβαρά και υποβάλλονται σε ενδελεχή έλεγχο οι εικασίες περί ερωτικής απόγνωσης, διχασμού προσωπικότητας ή ηθικά απαράδεκτης παρέκκλισης (ουσίες, εταίρες κ.λπ.), δείχνουν να ακυρώνονται από τη δυναμική που έχουν οι στίχοι, οι οποίοι προβάλλουν τη δική τους αυταξία. «Δικά μου οι στίχοι, απ' το αίμα μου, παιδιά» έγραφε ο Καρυωτάκης, προσπαθώντας να προτάξει την ανάγκη μιας τέτοιας προσωπικής ταύτισης και απαίτησης.

Ποιος, αλήθεια, ήταν ο Κ.Γ. Καρυωτάκης; Facebook Twitter
Ο Κ.Γ. Καρυωτάκης με την αδελφή, τον ανιψιό και μια οικογενειακή φίλη τους στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927

Πηγαίνοντας μια τέτοια τοποθέτηση ένα βήμα παραπέρα και δίνοντας το χρίσμα του ποιητή του καιρού του στον Καρυωτάκη, ο Δημηρούλης τον μετατρέπει στον «δικό μας Έλληνα Μποντλέρ». Μεταξύ των δύο δεν διακρίνει μόνο ποιητικές συγγένειες, αλλά υιοθετώντας την ανάλυση του Μπένγιαμιν, μιλάει για την αντίστοιχη ανάληψη ενός ιδιότυπου ρόλου εκ μέρους του Καρυωτάκη στην ακμή του Μεσοπολέμου: «Ο ηθοποιός που παριστάνει τον ήρωα είναι ένας ποιητής που μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να πάρει τη μορφή του μποέμ, του χασομέρη, του δανδή, του περιπλανώμενου, του απελπισμένου, του μελαγχολικού, του σατανικού αντιρρησία και όποια άλλη ενισχύει τη δύσκολη συμβίωσή του με τη συμβατική πραγματικότητα». Πρόκειται για καίρια επισήμανση που απελευθερώνει τις ενεργειακές δυνάμεις των στίχων του και δείχνει να αντιλαμβάνεται πως ο ποιητής τραβούσε τη δική του διαχωριστική γραμμή από τον παρία, τον κοσμικό κύριο Μαλακάση, τους κομπορρήμονες ποιητές, τους δημόσιους υπαλλήλους. «Πρόκειται για βιώματα», τονίζει ο Δημηρούλης, «που ξεπερνούν την ατομική περίπτωση και μετατρέπονται σε κοινωνική κριτική», προφανώς όχι με την έννοια του κήνσορα αλλά του ανθρώπου που αναλαμβάνει τον ρόλο του εκφραστή της εποχής του. Και πολύ καίρια επισημαίνει πως «ο Καρυωτάκης είναι πολιτικός ποιητής γιατί φανέρωσε την κρίση του εγώ έναντι της κοινωνίας στην εποχή του και γιατί ανέδειξε τα ατομικά και συλλογικά αδιέξοδα ως κρίση της μορφής. Σε αυτά τα συμφραζόμενα εντάσσεται ο σαρκασμός και η απελπισία του».

Γιατί, τελικά, θα προσθέταμε εμείς ως προσωπικό σχόλιο στην ανάγνωση του Δημηρούλη, ο Καρυωτάκης βρίσκεται πάντα εντός και διαμέσου της ποιητικής διαδικασίας και μέσω αυτής αποκτά αυτοσυνειδησία. Η ποιητική εγρήγορση τον εξαναγκάζει σε μια μορφική και ουσιαστική επισκόπηση, σε μια αναδόμηση των όρων και των ορίων του ποιητικού έργου. Γράφοντας με το δικό του σπρέι το ανεξίτηλο γκράφιτι πάνω στον τοίχο της παράδοσης, δεν απομακρύνεται από αυτόν παρά αποφασίζει συνειδητά να αλλάξει απλώς την εικόνα του – και όχι να τον γκρεμίσει. Αυτή η ζωντάνια της κατασκευαστικής έμπνευσης που δεν καταργεί αλλά αναδιαμορφώνει είναι το βασικό χαρακτηριστικό της ανάγκης του να κρατήσει ζωντανό στην ποίηση το μέτρο. Φορώντας το πράσινο σακάκι του Ουάιλντ, τον κόκκινο φιόγκο του Μποντλέρ, αγαπώντας την ειρωνεία του Χάινε, φτιάχνει έναν κόσμο όπου η ομορφιά μπορεί να μην είναι το καταφύγιο αλλά το όριο των πραγμάτων και της ύπαρξης. Την ομορφιά που κράτησε μια βραδιά στα γόνατά του, που τη βρήκε πικρή και τη βλαστήμησε ο Ρεμπό, ο Καρυωτάκης τη θέλει δίπλα του γιατί τον παρηγορεί. Όσο για την απελπισία και την απόγνωση που ήταν δυσάρεστες στους επιγόνους του, κυρίως στον Ελύτη που δεν επέτρεψε ποτέ τη σκοτεινιά και στον Σεφέρη, ο οποίος δεν του συγχώρησε τα αμφίσημα παιχνίδια με τη γλώσσα, είναι γιατί εκείνοι βρέθηκαν μακριά από κάθε ανάγκη να νομιμοποιήσουν τις φωνές που ακούγονταν από μακριά. Οι σπαραχτικές κραυγές του περιθωρίου που έμειναν έξω από τις μεγάλες αφηγήσεις, οι στίχοι των «άδοξων ποιητών» και οι περιπλανήσεις ενός σπουδαίου αναρχικού του 15ου αιώνα, του Φρανσουά Βιγιόν, ανάμεσα στους μέθυσους και τις εταίρες, υπαγόρευαν, με τον δικό τους τρόπο, στίχους στον ποιητή. Και μιλώντας εκ μέρους τους αποφάσισε να αποτίσει φόρο τιμής στην πλέον λαϊκή φόρμα της μπαλάντας.

Στην Ελλάδα, όμως, του 2017 η μπαλάντα και οι ποιητές της γενιάς του '20 εξακολουθούν να παραμένουν ταμπού για την πλειονότητα των Ελλήνων φιλολόγων, εξαίρεση ήταν κάποια διάσπαρτα κείμενα που παρατίθενται στον παρόντα τόμο, όπως εκείνο του συνομιλητή του Σεφέρη, Ζήσιμου Λορεντζάτου, ο οποίος τόλμησε να αντιπαρατεθεί με σθένος στην υπονομευτική ανάγνωση του Καρυωτάκη (από σύγχρονες φωνές, που όμως δεν περιλαμβάνονται στη συλλογή, θα ξεχωρίζαμε φιλολόγους όπως η Λίζυ Τσιριμώκου ή η Χριστίνα Ντουνιά, οι οποίες προσπάθησαν να ανασύρουν τον Καρυωτάκη από τα σκοτάδια). Υπέροχα, τέλος, τα πεζά που περιλαμβάνονται στην έκδοση –το Καύκαλο αποκαλύπτει τον κυρίαρχο ρόλο του ποιητή και η Δεσποινίς Μποβαρύ το ανέφικτο του έρωτα–, αποτελώντας και αυτά συστατικό μέρος ενός ενιαίου κόσμου όπου κατοικεί αποκλειστικά ο ίδιος, γνωρίζοντας πως μόνο «Ο Μπάιρον ξέρει/ πώς να ζήση/ το θείο Τραγούδι». Γιατί πάνω και πέρα απ' όλα, υπέροχος είρων, ρομαντικός αντικομφορμιστής ή μοναδικός εραστής, ο Κώστας Καρυωτάκης ήταν ποιητής.

Βιβλίο
0

Απεργία την Πρωτομαγιά

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ