ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟ μεσημέρι του Σαββάτου 27 Σεπτεμβρίου το ντοκιμαντέρ του Andres Veiel για τη Leni Riefenstahl σε ειδική προβολή του KinoFest, του Φεστιβάλ Γερμανόφωνου Κινηματογράφου της Πάτρας στο Castro Clauss (Αχάια Κλάους) της ιστορικής οινοποιίας, και μάλιστα στην κλειστή αίθουσα Μάλλια –είναι αφιερωμένη στη μνήμη του πρώτου βαρελοποιού της εταιρείας, του Μαλτέζου Φραντσέσκο Μάλλια, και στενού συνεργάτη του ιδρυτή της, Γουσταύου Κλάους–, θυμήθηκα μια ανεπιβεβαίωτη ιστορία που έχω ακούσει. Ότι η θρυλική σκηνοθέτιδα επισκέφθηκε λίγο πριν από τον πόλεμο την Ολυμπία – κάτι καθόλου απίθανο, αφού το 1938 υπέγραψε την ταινία Olympia.
Το ντοκιμαντέρ, που δεν είναι το πρώτο σχετικά με την κινηματογραφίστρια που συνδέθηκε με το ναζιστικό καθεστώς, προβλήθηκε πέρυσι στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Έτσι, η προβολή στην οποία παρευρέθηκα πιθανολογώ ότι αποτελεί την ελληνική της πρεμιέρα, προτού βγει στις αθηναϊκές αίθουσες. Πρόκειται για ένα σφυροκόπημα, έναν καταιγισμό τεκμηρίων εις βάρος της, μια παράθεση βιντεοσκοπημένων συνεντεύξεών της ή εμφανίσεών της στην τηλεόραση, παρόλο που εκείνη πεισματικά αρνούνταν ότι συνεργάστηκε συνειδητά με το ναζιστικό καθεστώς, πέρα από την καλλιτεχνική της δραστηριότητα. Ωστόσο, κανένας δημοκρατικός πολίτης της χώρας της δεν έχει πειστεί μέχρι σήμερα γι’ αυτό. Κι αν ως υπερφιλόδοξη την ενδιέφερε πράγματι η δουλειά της, ακόμα και οι μεταγενέστερες αισθητικές της επιλογές προδίδουν τον θαυμασμό της για τις αξίες της άριας φυλής.
Κατά το 6ο Kinofest προβλήθηκαν 42 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό – συγκέντρωσε περισσότερους από 2.000 θεατές.
Το φεστιβάλ είναι γερμανόφωνο λόγω της βαυαρικής καταγωγής του ιδρυτή της Αχάια Κλάους και προβάλλει ταινίες από τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία και το Λουξεμβούργο οι οποίες προτείνουν αισθητική και θεματικές που αντανακλούν τους προβληματισμούς μιας εντελώς άλλης εποχής και γενιάς. Μάλιστα, απευθύνονται και σε ένα ευρύτερο κοινό, όχι αποκλειστικά σε φεστιβαλικό και art house. Αν και προσωπικά παρακολούθησα μόλις δύο βραδινές προβολές του διαγωνιστικού τμήματος –τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες από τις εννέα που διαγωνίζονταν–, όλες τους διέθεταν αξιόλογα σενάρια, εσωτερικότητα, ρυθμό, δυναμικές σκηνοθεσίες και πάντα υπέροχους ηθοποιούς.

Θα έλεγα ότι από την πρώτη κιόλας προβολή οι επιλογές με κέρδισαν. Και μάλλον δεν κέρδισαν μόνο εμένα, καθώς το ελβετικό φιλμ Friedas Fall/Frieda’s Case της Maria Brendle κέρδισε το Βραβείο Κοινού και το γερμανικό Vena της Chiara Fleischhacker το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας. Πρόκειται για δύο ταινίες που επικεντρώνονται σε γυναικεία θέματα μέσα από τη σύγχρονη σκηνοθετική οπτική δύο γυναικών. Η πρώτη ταινία βασίζεται σε πραγματική ιστορία του 1904: η Φρίντα Κέλερ, ανίκανη να ανταποκριθεί στην ανατροφή του γιου της, καρπού του βιασμού της από ευυπόληπτο άντρα που δεν θα κατηγορούνταν ως βιαστής, σκοτώνει το παιδί.
Στη δίκη αποκαλύπτεται όλη η υποκρισία και η αδικία που υφίστανται οι γυναίκες σε μια απολύτως ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία – οι αντιλήψεις των δικαστών περί ηθικής και ισότητας των φύλων είναι κόλαφος για τη νεαρή γυναίκα. Η σκηνοθέτις προβάλλει τις αντιδράσεις της κοινωνίας με τις δημόσιες διαμαρτυρίες που προκαλεί η υπόθεση για τις προκαταλήψεις των δικαστών και του νομικού συστήματος που χαντακώνει την Κέλερ. Στη χώρα της, η περίπτωσή της αποτελεί σύμβολο του αγώνα για τη γυναικεία απελευθέρωση.

Έναν αιώνα αργότερα, πολύ μακριά από τα σκοτεινά χρόνια που έζησε η παιδοκτόνος, μια γυναίκα με εκ διαμέτρου αντίθετο χαρακτήρα, η Τζένη της ταινίας Vena, είναι μια νεότατη απελευθερωμένη γυναίκα που ζει με τον σύντροφό της, τον Μπόλε, από τον οποίο περιμένει παιδί. Έχει όμως κι ένα αγοράκι που το μεγαλώνει η μητέρα της, επειδή εκείνη είναι μπλεγμένη με ναρκωτικά. Η Τζένη και ο Μπόλε είναι εξαρτημένοι από την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη και η καθημερινότητά τους κυλάει με ουσίες, αλκοόλ και σεξ.
Όταν παραλαμβάνει μια επιστολή που της υπενθυμίζει ότι έχει την υποχρέωση να εμφανιστεί σε σωφρονιστικό κατάστημα για να εκτίσει ποινή φυλάκισης, αναγκάζεται να απευθυνθεί σε μια μαία για να τη βοηθήσει. Μια σειρά από γεγονότα αφυπνίζουν το μητρικό της ένστικτο και προσπαθεί απεγνωσμένα να αποτοξινωθεί, μαζί με τον Μπόλε. Η αποτυχία εκείνου να ανταποκριθεί την κάνει πιο υπεύθυνη κι ως εκ τούτου πιο ανεξάρτητη. Οι σκηνές στη φυλακή, και κυρίως η σκηνή της γέννας, τράβηξαν το ενδιαφέρον του κοινού: κάποιοι ενθουσιάστηκαν, κάποιοι προβληματίστηκαν.

Σύμφωνα με το σκεπτικό της κριτικής επιτροπής, πρόκειται για «μια ταινία που αιχμαλωτίζει με τον ωμό και σοκαριστικό ρεαλισμό της, υποστηρίζεται από δυνατές ερμηνείες και δεξιοτεχνική χρήση της αφαιρετικής αφήγησης, μεταμορφώνοντας τελικά μια ιστορία απόγνωσης και εθισμού σε ένα βαθιά συγκινητικό μανιφέστο αντοχής, ανθρώπινης σύνδεσης και ελπίδας».
Η ταινία που μας κατέκτησε το σαββατόβραδο με το χιούμορ και την εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή της ήταν feelgood και οικογενειακή, το Alter weisser Mann/Old White Man του Simon Verhoeven, και μιλάει για τη ρήξη μεταξύ της παλιότερης και της νεότερης γενιάς, τις ιδιαιτερότητες της έκφρασης και της αντίληψης στην εποχή μας και για τη συμπεριληπτικότητα. Οι περιπέτειες ενός διαφημιστή (Jan Joseph Liefers) που πρέπει να καταφέρει να ανταποκριθεί στο αίτημα των καιρών μας για συμπερίληψη και να πετύχει την επανένωση της διαλυμένης του οικογένειας μάς χάρισαν πολύ γέλιο μέσα από αδιανόητες γκάφες.
Η δεύτερη ταινία της ίδιας βραδιάς, επίσης «οικογενειακής» θεματικής, με την ευρύτερη έννοια όμως, το Frisch/Fresh του Damina John Harper, είναι ο μαραθώνιος του ορφανού Κάι να βρει τα χρήματα που χρωστάει στον έμπορο ναρκωτικών αδελφό του, τον Μίκο, όταν εκείνος αποφυλακίζεται αναπάντεχα. Μια ταινία που σε παρασύρει στη δίνη της αγωνίας και της βίας, ένα καταιγιστικό δράμα που το τέλος του έχει δύο εκδοχές.

Κατά το 6ο Kinofest προβλήθηκαν 42 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό – συγκέντρωσε περισσότερους από 2.000 θεατές. Μάλιστα η διοργάνωση ανέλαβε και τη μεταφορά από το κέντρο στις εγκαταστάσεις της Αχάια Κλάους για όσους δεν είχαν την ευχέρεια να μετακινηθούν αυτόνομα. Φέτος διεξήχθη από τις 24 έως τις 28 Σεπτεμβρίου, σε συνδιοργάνωση της ABCinema, του Goethe Zentrum Patras και της Kinart, με την υποστήριξη των πρεσβειών των χωρών που συμμετείχαν στο φεστιβάλ με ταινία. Καλλιτεχνικός διευθυντής είναι ο Αντώνης Κορκόντζηλας, ο οποίος δήλωσε: «Θεματικός μας άξονας είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, ταινίες που φωτίζουν την απώλεια, την οικογένεια, τη φιλία και τη διαφορετικότητα». Να επισημάνουμε ότι το φεστιβάλ δεν τυγχάνει καμίας υποστήριξης από τον δήμο της Πάτρας, που ποτέ δεν έχει ανταποκριθεί θετικά στη διοργάνωση, αν και δεν τίθεται θέμα εχθρότητας.
Επίσης, για πρώτη φορά φέτος διοργανώθηκε το διήμερο industry event «Bridging Cultures: Cinema across borders» με στόχο την ενίσχυση των επαγγελματικών διασυνδέσεων μεταξύ Ελλήνων και γερμανόφωνων επαγγελματιών του κινηματογράφου, την ενθάρρυνση συνεργειών, την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και την προώθηση της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας ως εναλλακτικού προορισμού για κινηματογραφικά γυρίσματα και συμπαραγωγές.

Παράλληλα, παρουσιάστηκε η έκθεση πολυμέσων «Beyond Destruction – Ρόδος, Θεσσαλία, Έβρος» με αντικείμενο τις ολέθριες φυσικές καταστροφές του 2023: οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες στοίχισαν ζωές, αφήνοντας πίσω τους κατεστραμμένα σπίτια, ρημαγμένα τοπία και ολόκληρες κοινότητες βυθισμένες στην απώλεια και την αβεβαιότητα. Ένα συνταρακτικό πρότζεκτ του φωτογράφου Ilir Tsouko και της δημοσιογράφου Anja Troelenberg σε επιμέλεια της Λιάνας Ζωζά.
Η διοργάνωση της έκθεσης συνέπεσε με τις πρόσφατες πυρκαγιές στην πόλη της Πάτρας, που πυροδότησαν την πολύ ενδιαφέρουσα δημόσια συζήτηση με τίτλο «Πόλεις και περιαστικά δάση: O ρόλος των κοινοτήτων στην πρόληψη πυρκαγιών», στην οποία συμμετείχαν οι Ανδρέας Καζαντζίδης, διευθυντής Εργαστηρίου Φυσικής της Ατμόσφαιρας του Πανεπιστημίου Πατρών, Γιάννης Παπαδόπουλος, εικαστικός και επιμελητής εκδόσεων Ομπλός, και Έλενα Τζαμουράνου από το Ινστιτούτο Τοπικής και Κοινοτικής Ανάπτυξης – Villages in Action. Ελπίζουμε το φεστιβάλ να επιστρέψει σε έναν χρόνο από σήμερα με ακόμα πιο ενδιαφέρουσες ταινίες και δραστηριότητες, πείθοντας ακόμα περισσότερους Πατρινούς, κυρίως φοιτητές και φοιτήτριες, να τo παρακολουθήσουν.