ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ είμαι μόνο εγώ που βρίσκω γενικά τον Κίλιαν Μέρφι κάπως υπερτιμημένο και κάπως μονότονο εκφραστικά, παρά την ομολογουμένως γενναία και ολοκληρωτική ερμηνεία του ως Οπενχάιμερ. Εδώ πάντως, στο ρόλο του ομώνυμου χαρακτήρα της νέας ταινίας του Τιμ Μίλαντς – η τρίτη συνεργασία του Βέλγου σκηνοθέτη με τον ηθοποιό μετά από το περσινό, λιτό και ισχυρό «Μικρά πράγματα σαν κι αυτά» καθώς και διάφορα επεισόδια της σειράς Peaky Blinders – μοιάζει με μια ιδανική επιλογή, μεταφέροντας με σχετική άνεση το υπαρξιακό άγος του κεντρικού ήρωα.
Σεναριογράφος της ταινίας είναι ο Μαξ Πόρτερ, ο οποίος μεταφέρει το δικό του βιβλίο στην οθόνη, με κάποιες σημαντικές αλλαγές όμως. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόπερσι έχει τίτλο το όνομα ενός άλλου χαρακτήρα, του “Shy” – ενός από τους προβληματικούς τρόφιμους κάποιου πειραματικού σχολείου-οικοτροφείου-αναμορφωτηρίου στη Βρετανία του 1996 – ο οποίος παραμένει εξαιρετικά κρίσιμος στην πλοκή, αλλά το κέντρο βάρους (μαζί με το όνομα) έχει μετατοπιστεί στις αγωνίες, τους δαίμονες και τις ευαισθησίες του διευθυντή του ιδρύματος.
Το τηλεοπτικό συνεργείο κάνει σε όλους τους συνεντευξιαζόμενους (δάσκαλους και μαθητές) κάποια κοινά ερωτήματα, ένα εκ των οποίων είναι «τρία επίθετα με τα οποία θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας». Η απάντηση του Στιβ είναι «πολύ», «πολύ» και «κουρασμένος».
Η ταινία είναι μια (μανιώδης και υπερκινητική σκηνοθετικά, ειδικά στο πρώτο μισό της) καταγραφή ενός ιδιαίτερα ζόρικου 24ωρου στην ζωή του Στιβ, ο οποίος εκτός από τα συνηθισμένα προβλήματα που έχει καθημερινά να αντιμετωπίσει (έλλειψη πόρων, γραφειοκρατικά politics, έφηβους με βίαιες και αντικοινωνικές συμπεριφορές αλλά και αυτοκτονικούς ιδεασμούς, συν τα δικά του ψυχολογικά ζητήματα τα οποία συστηματικά πνίγει με χάπια και αλκοόλ), πρέπει να εξυπηρετήσει και το ρεπορτάζ που έχει έρθει να κάνει το συνεργείο μιας τηλεοπτικής εκπομπής για το ίδρυμα, ενώ μόλις έχει πληροφορηθεί ο ίδιος ότι αυτό πρόκειται να κλείσει. Γεγονός που σημαίνει ότι αυτά τα παιδιά, κάποια από τα οποία τα έχουν εγκαταλείψει εντελώς οι δικοί τους, θα μείνουν κυριολεκτικά στον δρόμο και στο έλεος των περιστάσεων.

Το τηλεοπτικό συνεργείο κάνει σε όλους τους συνεντευξιαζόμενους (δάσκαλους και μαθητές) κάποια κοινά ερωτήματα, ένα εκ των οποίων είναι «τρία επίθετα με τα οποία θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας». Η απάντηση του Στιβ είναι «πολύ», «πολύ» και «κουρασμένος». Η αντίστοιχη του Shy είναι «καταθλιπτικός», «θυμωμένος» και «βαριεστημένος». Ειδικά στο πρώτο μισό της ταινίας που, λόγω «παιδαγωγικού» θέματος, υποθέτει κανείς ότι το Netflix πολύ θα ήθελε να εξελιχθεί σε φετινό Adolescence, o υπερκινητικός, κατεπείγον και «ersatz verité» ρυθμός είναι καταιγιστικός, αλλά συχνά δεν βγάζει μόνο ένταση αλλά και κάτι σαν διάσπαση προσοχής. Θέλεις να εμβαθύνει η πλοκή λίγο παραπάνω σε κάποιον χαρακτήρα, αλλά η κάμερα έχει ήδη φύγει μακριά.
Οι πιο έντονες, και σπαρακτικές σκηνές όμως είναι οι πιο χαμηλόφωνες και οι πιο ακίνητες, όπως όταν παρακολουθούμε τον Shy να μιλάει στο τηλέφωνο με τη μητέρα του, την οποία ακούμε να του λέει ότι κόβει για πάντα κάθε επαφή μαζί του. Το σοκ και η απελπισία στο βλέμμα του μικρού είναι χειροπιαστά σχεδόν, σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές ενός δράματος που ίσως αν ήταν πιο χαλαρό και εστιασμένο, θα ήταν περισσότερο διεισδυτικό και περισσότερο καίριο.
Steve | Official Trailer | Netflix